«Όλα άρχισαν από κάποιες χιλιάδες αμερικανικές οικογένειες που δεν μπόρεσαν να αποπληρώσουν στεγαστικά δάνεια τα οποία είχαν πάρει σε μία περίοδο κατά την οποία οι παγκόσμιες ροές κεφαλαίων αντιπροσώπευαν ένα τρισεκατομμύριο δολάρια την ημέρα.»
Η κρίση θα μάς δείξει ότι αύριο τίποτε δεν θα είναι όπως χθες, διότι η παγκόσμια οικονομία εισέρχεται σε ένα νέο παράδειγμα.
Ένα βασανιστικό ερώτημα απασχολεί όλους τους οικονομολόγους, πέραν βεβαίως από αυτούς που έχουν λύσεις και συνταγές δια πάσαν νόσον ή κρίση: Πώς φθάσαμε εδώ;
Ο κόσμος έδειχνε να πηγαίνει καλά. Η πολιτική ελευθερία και η ατομική πρωτοβουλία κέρδιζαν έδαφος, ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες γωνιές του κόσμου και η φτώχεια είχε αρχίσει να μειώνεται σε Ασία και Λατινική Αμερική.
Η οικονομική ανάπτυξη του πλανήτη μας ήταν η ταχύτερη της ιστορίας του και όλα έδειχναν ότι θα διαρκούσε αρκετές δεκαετίες, χάρη σε μία ισχυρή δημογραφική άνοδο, σε άφθονη αποταμίευση, σε απίστευτες τεχνικές προόδους -οι οποίες, επιπροσθέτως, επέτρεπαν τον επαναπροσανατολισμό της αποταμίευσης προς μία διαρκή αναπτυξιακή πορεία.
Ιδού, όμως, χωρίς καμία προειδοποίηση βρισκόμαστε στην αυγή μιας πλανητικής οικονομικής αποσυμπίεσης, που είναι και η σοβαρότερη των τελευταίων ογδόντα ετών. Αλλά και η πιο πολύπλοκη.
Όλα άρχισαν από κάποιες χιλιάδες αμερικανικές οικογένειες που δεν μπόρεσαν να αποπληρώσουν στεγαστικά δάνεια τα οποία είχαν πάρει σε μία περίοδο κατά την οποία οι παγκόσμιες ροές κεφαλαίων αντιπροσώπευαν ένα τρισεκατομμύριο δολάρια την ημέρα. Δηλαδή, περί τα 365 τρισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο, ή 130 φορές το παγκόσμιο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών.
Έτσι, τα ερωτήματα που τίθενται είναι αρκετά, πολύ σοβαρά, πολύπλοκα και, για την ώρα, δεν επιδέχονται παρά αποσπασματικές απαντήσεις. Εκείνο δε που προέχει στη σημερινή φάση της κρίσης είναι η επείγουσα και έγκυρη κατανόησή της και στη συνέχεια η όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή της.
Πρέπει να τονιστεί ότι τα συστατικά στοιχεία της κρίσης μπορεί να αποδειχθούν σκληρά, να τραυματίσουν αληθινά την κοινωνία και την ζωή των ανθρώπων και να πλήξουν καίρια την πραγματική οικονομία.
Αξίζει λοιπόν τον κόπο να προσεγγίσουμε και να καταλάβουμε τους μηχανισμούς που οδήγησαν στο αδιέξοδο και που σίγουρα δεν επιτρέπουν τις υπεραπλουστευμένες προσεγγίσεις του καλού/κακού, του άσπρου/μαύρου και πάει λέγοντας.
Είναι γνωστό ότι τα τριάντα χρόνια που πέρασαν υπήρξαν πλούσια σε μεγάλα γεγονότα, όπως η μετάλλαξη της Κίνας σε μία μεγάλη αγορά, η κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνισμού την περίοδο 1989-91 και το τέλος της οικονομικής εσωστρέφειας της Ινδίας μετά το 1991. Έτσι, ο θάνατος του κεντρικού σχεδιασμού, η λήξη του Ψυχρού Πολέμου και, πάνω απ' όλα, η είσοδος νέων παικτών στην ταχύτατα αναπτυσσόμενη παγκοσμιοποιημένη οικονομία, δημιούργησαν μία νέα οικονομική κατάσταση.
Σήμερα, ο κόσμος αλλάζει και πάλι. Είναι όμως αδύνατον να προβλέψουμε πού ακριβώς βαδίζουμε. Το τί ακριβώς πρόκειται να συμβεί από εδώ και μπρος, θα καθορισθεί από αποφάσεις που δεν έχουν ακόμη ληφθεί και σοκ που δεν έχουμε ακόμη γνωρίσει. Η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η βαθειά ύφεση που ακολουθεί, αναπόφευκτα οδηγούν σε αλλαγές. Ποιες είναι αυτές;
Μεγάλο μέρος της απάντησης αποτελεί το γεγονός ότι η εποχή της πλήρους χρηματοοικονομικής απελευθέρωσης περιελάμβανε τα στοιχεία για τη δική της πτώση. Ήταν επίσης μία περίοδος μεγάλων ρυθμών ανάπτυξης και περιθωρίων κέρδους, καινοτομιών, αλλά και παγκόσμιων μακροοικονομικών ανισορροπιών, υπέρογκου δανεισμού από τα νοικοκυριά και με «φούσκες» στις αγορές υψηλής τεχνολογίας, ορισμένων εμπορευμάτων και, κυρίως, ακινήτων.
Οι σχετικοί αριθμοί είναι όντως εκπληκτικοί. Στις ΗΠΑ, το συσσωρευμένο χρέος του χρηματοοικονομικού κλάδου εκτινάχθηκε, από το 22% του ΑΕΠ το 1981, στο 117% το τρίτο τρίμηνο του 2008. Στο Ηνωμένο Βασίλειο άγγιξε το 250% του ΑΕΠ.
Από τα τέλη της δεκαετίας τού '90 μέχρι και τον Ιούλιο του 2008, οι αναδυόμενες χώρες αύξησαν επίσης κατά 5,3 τρισεκατομμύρια δολάρια τα ξένα συναλλαγματικά τους αποθέματα, τα οποία στην συνέχεια άρχισαν να ανακυκλώνουν. Το 70% κατέληξε στην Αμερική και χρηματοδοτούσε την κατανάλωση -χωρίς, όμως, να αυξάνονται τα πραγματικά εισοδήματα.
Εν τω μεταξύ, στο εσωτερικό των ΗΠΑ, το ποσοστό των χρεωμένων νοικοκυριών αυξήθηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ, από το 66% το 1997, στο 100% μία δεκαετία αργότερα. Παράλληλα, ο χρηματοοικονομικός κλάδος καινοτομούσε ακατάπαυστα, με νέα και σοφιστικέ χρηματοοικονομικά προϊόντα υψηλής τοξικότητας.
Ο δισεκατομμυριούχος επενδυτής Γουόρεν Μπάφετ χαρακτήρισε μερικά από αυτά «οικονομικά όπλα μαζικής καταστροφής». Και αποδείχθηκε εν μέρει σωστός, καθώς το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα μεταλλάχθηκε σε μία «φούσκα» που έσκασε το 2007 και η οποία «μόλυνε» ολόκληρο τον τραπεζικό πλανήτη.
Έτσι, παρακολουθούμε σήμερα τη βαθύτερη και πιο επικίνδυνη ύφεση από τη δεκαετία τού '30. Μία ύφεση που μπορεί να πάρει ακόμη πιο επικίνδυνες διαστάσεις, αν δεν αντιμετωπισθεί με ορθολογισμό, σύνεση και ρεαλισμό.
Στις ΗΠΑ, το συνολικό χρέος ανήλθε στο ιστορικό υψηλό του 350% του ΑΕΠ, έναντι 160% του ΑΕΠ το 1980. Μετά την κρίση, λοιπόν, και αν αυτή περάσει, σίγουρα «θα βλέπουμε την οικονομία λιγότερο περήφανη», όπως έλεγε το 1925 ο Ουΐνστον Τσόρτσιλ. Οι αγορές θα επιβάλουν μία ωμή πειθαρχία, με υψηλό και επικίνδυνο πολιτικό και κοινωνικό κόστος. Το ρυθμιστικό πλαίσιο επίσης θα γίνει περισσότερο σφιχτό.
Ο Τσόρτσιλ ζητούσε επίσης από τη βιομηχανία του χρήματος να γίνει περισσότερο ουσιώδης. Η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ωστόσο, πέτυχε το αντίθετο: μία παγκόσμια βουτιά, η οποία εξαπλώνεται σε κάθε σημαντικό κλάδο της πραγματικής οικονομίας που εκλιπαρεί για βοήθεια.
Ένας από τους μεγαλύτερους ιστορικούς των χρηματοπιστωτικών εξελίξεων, ο Τσαρλς Κιντλμπέργκερ, που είχε γράψει την Χρηματοπιστωτική Ιστορία, κατέγραψε όλες τις κρίσεις που εμφανίστηκαν από τον 17ο αιώνα. Έδειξε ότι οι χρηματοπιστωτικοί κύκλοι αποτελούνται από διαδοχικές φάσεις: μία φάση ανόδου, μία φάση ξέφρενου ενθουσιασμού, μία φάση φόβου και αταξίας, μία φάση ανασυγκρότησης και, τελικά, μία νέα φάση ανόδου.
Στη φάση του ξέφρενου ενθουσιασμού, έχουμε φρενήρη δραστηριότητα, οι προσδοκίες των ανθρώπων δεν παύουν να αυξάνονται, η ταχύτητα των συναλλαγών μεγαλώνει και οι τιμές των πραγματικών ή εικονικών στοιχείων ενεργητικού -δηλαδή εκείνων που απαρτίζουν την περιουσία των ανθρώπων- εκτοξεύονται.
Η κρίση εκδηλώνεται όταν η γενικευμένη αυτή κίνηση φθάνει στο σημείο παροξυσμού. Τότε παρατηρείται αντιστροφή όλων εκείνων των μηχανισμών που δημιούργησαν και τροφοδότησαν τον ενθουσιασμό. Και τότε ακριβώς είναι που μπαίνουμε στη φάση φόβου και αταξίας -φόβου των ανθρώπων και των θεσμών, αταξίας των τιμών και των συμπεριφορών. Χάνονται απότομα όλα τα σταθερά σημεία αναφοράς: είναι το χαρακτηριστικό αυτής της φάσης της κρίσης.
Η επόμενη φάση είναι εκείνη της ανασυγκρότησης. Πρόκειται για διαδικασία που πάντοτε είναι αργόσυρτη και έχει μεγάλο κόστος. Στη φάση αυτή, πράγματι χρειάζεται να μειωθεί οτιδήποτε είχε σημειώσει υπερβολική αύξηση: οι αξίες, τα στοιχεία ενεργητικού, οι ισολογισμοί των συντελεστών της οικονομίας.
Στη φάση αυτή, οι επιπτώσεις της κρίσης διαδίδονται, σταδιακά και υποδόρια, στο σύνολο της οικονομίας. Η κάμψη της οικονομίας εγκαθίσταται. Η ανεργία αναπτύσσεται. Οι άνθρωποι δεν θέλουν πια να καταναλώνουν. Και η διαδικασία αυτή αυτοτροφοδοτείται, αν δεν αντισταθμιστεί από τις δημόσιες αρχές.
Τέλος, όταν οι αξίες απομειωθούν, όταν χωνευτούν οι ζημιές, όταν εξυγιανθούν οι ισολογισμοί, τότε οι άνθρωποι έχουν και πάλι τη δυνατότητα να καταναλώσουν. Τότε ο κινητήρας του καπιταλισμού κάνει επανεκκίνηση και ξαναφεύγει προς ένα νέο είδος ανάπτυξης.
Είναι εφικτή μία παρόμοια εξέλιξη σήμερα; Η απάντηση θα μπορούσε να είναι θετική, αλλά υπό συγκεκριμένους όρους. Πρέπει, αφού το αναλύσουμε σε βάθος, να παραδεχθούμε την χρεωκοπία ενός συστήματος και να βρούμε ένα καινούργιο μοντέλο. Έχοντας όμως κατά νου μία σημαντική παραδοχή: Δεν νοείται πλέον καπιταλισμός χωρίς κεφάλαιο.
Δεν γίνεται καπιταλισμός με χρέη -κάτι που πρώτος είχε επισημάνει ο Χένρι Φορντ πριν ογδόντα και πλέον χρόνια. Ωστόσο, θα ήταν ολέθριο αν η οικονομία υπέκυπτε, όπως και στη δεκαετία τού '30, στον πειρασμό του προστατευτισμού. Η εσωστρέφεια οδηγεί στον εθνικισμό και ο τελευταίος εξέθρεψε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Γι αυτό, πάνω στο θέμα αυτό αξίζουν κάποιες παρατηρήσεις.
Η παρούσα παγκόσμια οικονομική -και κοινωνική, ταυτοχρόνως- κρίση, πέρα από την χρηματοοικονομική της υφή έχει και μιαν άλλη διάσταση, για την οποία δεν γίνεται πολύς λόγος αλλά η οποία είναι σοβαρότατη, κατά την γνώμη μας.
Διότι, σε μεγάλο βαθμό, η κρίση οφείλεται στην νοσηρή διάδραση μεταξύ της ροπής ορισμένων χωρών να αναπτύσσουν μία πλεονασματική προσφορά και την αντίθετη ροπή άλλων χωρών να διατηρούν μία πλεονασματική ζήτηση. Η τελευταία, ωστόσο, υπήρχε χάρη στις χορηγούμενες πιστώσεις.
Σήμερα, όμως, ο δανεισμός των νοικοκυριών -ο οποίος ετροφοδοτείτο από τις πιστώσεις και συντηρούσε τη ζήτηση στις ελλειμματικές χώρες- ξαφνικά διεκόπη. Και, αν δεν υπάρξει ανατροπή αυτής της καταστάσεως, το πλεόνασμα προσφοράς στις πλεονασματικές χώρες θα καταρρεύσει με τη σειρά του.
Την κατάσταση αυτή περιέγραφε πολύ εύστοχα ο καθηγητής Μάϊκλ Πιττ στην εφημερίδα Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς, στις 14 Δεκεμβρίου 2008. Θεωρούσε ότι ο κόσμος ήταν χωρισμένος σε δύο οικονομικά στρατόπεδα. Στο πρώτο, βρίσκουμε τις χώρες που διαθέτουν εύκαμπτα πιστωτικά συστήματα τα οποία τροφοδοτούν την κατανάλωση. Στο δεύτερο, υπάρχουν οι χώρες με υψηλά επίπεδα αποταμιεύσεως και επενδύσεων.
Οι ΗΠΑ αποτελούν το κλασικό παράδειγμα στην πρώτη περίπτωση και η Κίνα ανταποκρίνεται πλήρως στη δεύτερη. Στην Ευρώπη, η Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ελλάδα αποτελούν μία μίνι εκδοχή των ΗΠΑ, ενώ η Γερμανία είναι μία ώριμη εκδοχή της Κίνας.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι η φούσκα της τιμής των ενεργητικών επέτρεψε την πλεονασματική προσφορά της Κίνας και ορισμένων άλλων χωρών, ενώ στον αναπτυγμένο κόσμο οι χρηματιστηριακές φούσκες και οι αντίστοιχες των ακινήτων δημιούργησαν μία νοσηρή ευφορία. Η εποχή αυτή παρήλθε ανεπιστρεπτί -και για πολλά χρόνια θα υποστούμε τις συνέπειές της.
Τι μπορεί να γίνει, λοιπόν, για να εξομαλυνθεί αυτή η κατάσταση; Η πτώση της ζήτησης σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, που είναι και χρηματιστηριακά εξασθενημένες, μπορεί να εξουδετερωθεί με δύο τρόπους: είτε με μέτρα στηρίξεως της ζήτησης, είτε με βίαιη συμπίεση της προσφοράς. Στην τελευταία περίπτωση, όμως, ελλοχεύει ένας πολύ σοβαρός κίνδυνος.
Οι ελλειμματικές χώρες εξαρτώνται από τις αντίστοιχες πλεονασματικές, ώστε να κρατήσουν τις αγορές τους ανοικτές. Αν αυτό δεν συμβεί, τότε μία χώρα όπως η Κίνα -της οποίας το 45% του ΑΕΠ της εξαρτάται από τις εξαγωγές της- θα έχει σοβαρό πρόβλημα, το οποίο ήδη είναι ορατό. Αν δε οι πλεονασματικές χώρες επιχειρήσουν να επιδοτήσουν την πλεονασματική προσφορά τους έναντι της ζήτησης, τότε τα αντίποινα θα είναι αναπόφευκτα -τα οποία επίσης είναι ήδη ορατά.
Είναι, λοιπόν, ηλίου φαεινότερον ότι η Κίνα θα πρέπει να δημιουργήσει μία οικονομία η οποία να στηρίζεται στην κατανάλωση και λιγότερο στις ανταγωνιστικές και επιδοτούμενες εξαγωγές. Αυτό υπαγορεύει το συμφέρον της, αλλά και το αντίστοιχο της παγκόσμιας οικονομίας.
Από την άλλη πλευρά, όμως, αν το G20, το οποίο συνεδρίασε στο Λονδίνο, θέλει πραγματικά να σκύψει σοβαρά και ορθολογικά στην παγκόσμια οικονομία, θα πρέπει -και είναι πλέον ζωτικό- μεγάλο μέρος του πλεονάσματος των διεθνών κεφαλαίων να επενδυθεί στις αναπτυσσόμενες χώρες και όχι σε χρηματοοικονομικές φούσκες σε Ευρώπη, Αμερική και Ιαπωνία.
Με άλλα λόγια, η παγκόσμια οικονομία, αντί για προστατευτισμό, θα πρέπει να υιοθετήσει μία διαφορετική και εξορθολογισμένη παγκοσμιοποίηση. Αυτή είναι και η μεγάλη πρόκληση της εποχής μας. Μία πρόκληση που κάποιοι αποκαλούν δεύτερη παγκοσμιοποίηση και ορισμένοι άλλοι έτος μηδέν του νέου καπιταλισμού.
Στις δύο αυτές εκφράσεις, θα προσθέταμε ότι η κρίση φέρνει στο προσκήνιο και μιαν άλλη πραγματικότητα, που είναι αυτή του νέου επιχειρείν. Δεν χωρά πλέον καμία αμφιβολία ότι η επιχείρηση του 21ου αιώνα θα διαφέρει ουσιαστικά από την αντίστοιχη του 20ου, και σε πολλά σημεία. Η είσοδος στην παγκόσμια αγορά επιχειρηματιών από την Κίνα και την Ινδία μεταβάλλει το παγκόσμιο επιχειρηματικό τοπίο.
Το ίδιο κάνουν όμως και οι ταχύτατα μεταβαλλόμενες τεχνολογίες, που οδηγούν τις επιχειρήσεις σε καινοτομικούς ανταγωνισμούς. Έτσι, σε μία εποχή αβεβαιότητας αλλά και ταχύτατων αλλαγών, η μεγαλύτερη πρόκληση για τις επιχειρήσεις είναι η από μέρους της εύρεση μιας νέας νομιμότητας, κοινωνικής κατά κύριο λόγο, η οποία θα τους επιτρέψει να ενσωματωθούν καλύτερα και πιο δυναμικά στο κράτος δικαίου και στις δημοκρατικές κοινωνίες των πολιτών.
Ίσως, λοιπόν, να είναι απαραίτητο να βρεθεί ένας νέος Γιόζεφ Σουμπέτερ, όχι όμως για να γράψει για «δημιουργική καταστροφή», αλλά για να τονίσει την «γονιμότητα της καινοτομίας».
ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ