Η μετάβαση στη βιώσιμη ανάπτυξη

Aποψη
Κυριακή, 24 Μαΐου 2009 12:51
A- A A+

Η παγκόσμια οικονομική κρίση θα μας συνοδεύει για μια ολόκληρη γενιά και όχι μόνο για ένα ή δύο χρόνια, επειδή είναι πράγματι μια μετάβαση στη βιώσιμη ανάπτυξη. Η έλλειψη βασικών εμπορευμάτων και οι βλάβες από την κλιματική αλλαγή των τελευταίων ετών, έχουν οδηγήσει στην αποσταθεροποίηση της παγκόσμιας οικονομίας η οποία κατέληξε στη σημερινή κρίση.

Η ραγδαία άνοδος των τιμών ειδών διατροφής και καυσίμων καθώς και οι μεγάλες φυσικές καταστροφές, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην υπονόμευση των χρηματοοικονομικών αγορών, ενώ έπληξαν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, ακόμα και την πολιτική σταθερότητα.

Υπό αυτό το πρίσμα, μια σημαντική πολιτική που οι ανεπτυγμένες και οι αναπτυσσόμενες χώρες θα πρέπει να ακολουθήσουν για να ξεπεράσουν την κρίση είναι η δημιουργία υποδομών κατάλληλων για τις απαιτήσεις του 21ου αιώνα. Σε αυτές περιλαμβάνεται ένα αποτελεσματικό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας τροφοδοτούμενο από ανανεώσιμη ενέργεια, δίκτυα ασύρματα και οπτικών ινών για τη μεταφορά τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και ευρυζωνικών υπηρεσιών Ιnternet, συστήματα ύδρευσης, άρδευσης και αποχετευτικά δίκτυα, αποτελεσματικά στη χρήση και ανακύκλωση καθαρού νερού, δίκτυα αστικών και υπεραστικών συγκοινωνιών, ασφαλέστεροι εθνικοί οδικοί άξονες καθώς και δίκτυα προστατευόμενων φυσικών περιοχών που θα προφυλάσσουν τη βιοποικιλότητα και τις φωλιές των απειλούμενων ειδών.

Οι παραπάνω επενδύσεις είναι αναγκαίο να υλοποιηθούν σύντομα ώστε να αντισταθμίσουν τη μείωση της παγκόσμιας κατανάλωσης, ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της παγκόσμιας ύφεσης. Ακόμα πιο σημαντικός είναι ο ρόλος αυτών των επενδύσεων μακροπρόθεσμα, επειδή σε έναν πλανήτη 6,8 δισεκατομμυρίων ανθρώπων (με ανοδική τάση), η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί, παρά μόνο μέσω της υιοθέτησης τεχνολογιών βιώσιμης ανάπτυξης που εξοικονομούν σπάνιες φυσικές πρώτες ύλες.

Στην πράξη, παγκόσμια κρίση σημαίνει ότι οι επενδύσεις που αποβλέπουν στη βιώσιμη ανάπτυξη έχουν μειωθεί αντί να αυξηθούν στις αναπτυσσόμενες χώρες. Καθώς η πρόσβαση σε διεθνή τραπεζικά δάνεια, εκδόσεις ομολόγων και άμεσες ξένες επενδύσεις έχει διακοπεί, έχουν «παγώσει» πλέον οι συζητήσεις του παρελθόντος για προγράμματα υποδομών, απειλώντας την πολιτική και οικονομική σταθερότητα δεκάδων αναπτυσσόμενων χωρών.

Πράγματι, κάθε μέρος του πλανήτη έχει τεράστιο απόθεμα σε ζωτικής σημασίας επενδύσεις σε έργα υποδομής. Εφθασε, λοιπόν, ο καιρός για μια συντονισμένη παγκόσμια προσπάθεια για την επαναφορά στο προσκήνιο αυτών των σχεδίων. Ομως, αυτό δεν είναι εύκολο. Οι περισσότερες επενδύσεις σε έργα υποδομών απαιτούν ηγετικό ρόλο από το δημόσιο τομέα για τη σύσταση συμμαχιών με τον ιδιωτικό τομέα.

Τυπικά, αυτό σημαίνει ότι το Δημόσιο θα πρέπει να συνάψει συμφωνίες με ιδιωτικές εταιρείες, όχι μόνο για την κατασκευή των έργων υποδομής, αλλά και για τη λειτουργία τους ως μονοπώλιο που θα υπόκεινται σε ρυθμιστικό πλαίσιο ή για τις αρχές παραχώρησης ειδικών προνομίων. Σε γενικές γραμμές, οι κυβερνήσεις στερούνται της αναγκαίας τεχνικής ικανότητας να σχεδιάζουν τέτοιου είδους προγράμματα, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο εμφάνισης περιστατικών διαφθοράς και ευνοιοκρατίας στην ανάθεση μεγάλων έργων. Παρόμοιες κατηγορίες αποδίδονται σε κυβερνήσεις, ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν αληθεύουν, μολονότι πάρα πολλές φορές είναι αληθείς.

Η μεγάλη σειρά εκκρεμοτήτων στην υλοποίηση μεγάλων έργων προκαλεί σήμερα χάος στην παγκόσμια οικονομία. Οι μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου αντιμετωπίζουν κυκλοφοριακά προβλήματα και ατμοσφαιρική μόλυνση. Η ατμόσφαιρα είναι γεμάτη από αέρια που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, εξαιτίας της εκτεταμένης χρήσης ορυκτών καυσίμων. Η έλλειψη νερού πλήττει σχεδόν τα μεγαλύτερα οικονομικά κέντρα από τη Βόρεια Αμερική έως την Ευρώπη, την Αφρική, την Ινδία και την Κίνα.

Στο πλαίσιο αυτό, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να ενισχύσουν τα υπουργεία που έχουν τον έλεγχο των προγραμμάτων υποδομών (περιλαμβανομένου του τομέα ενέργειας, οδικών έργων, ύδρευσης και υγιεινής, τεχνολογιών επικοινωνίας και πληροφόρησης), καθώς και τις εθνικές τράπεζες ανάπτυξης, έτσι ώστε να είναι σε θέση να σχεδιάσουν μακροπρόθεσμα προγράμματα και έργα υποδομών.

Η ικανότητα αντιμετώπισης της κρίσης με δημιουργικό τρόπο μέσω εκτεταμένων συνεργιών δημόσιου - ιδιωτικού τομέα θα καθορίσει την επιτυχία χωρών και περιοχών. Ενδιαφέρον αποτελεί το γεγονός ότι οι ΗΠΑ πρόκειται να δημιουργήσουν, για πρώτη φορά, Εθνική Τράπεζα Υποδομών. Παρόλα αυτά, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι οικονομικοί σύμβουλοι πιστεύουν, σε γενικές γραμμές, ότι ένα βραχυπρόθεσμο ισχυρό κίνητρο θα είναι αρκετό για να επαναφέρει την οικονομική ανάπτυξη. Πρόκειται για εσφαλμένη αντίληψη. Εκείνο που χρειάζεται είναι μια αναδιάρθρωση της παγκόσμιας οικονομίας προς τη βιώσιμη ανάπτυξη.

Επιπλέον, αυτοί που διαμορφώνουν την πολιτική στον πλούσιο κόσμο πιστεύουν ότι μπορούν να εξακολουθήσουν να παραμελούν τον αναπτυσσόμενο κόσμο ή να τον αφήσουν έρμαιο της τύχης του στις παγκόσμιες αγορές. Και αυτή η τακτική είναι συνταγή παγκόσμιας αποτυχίας, οδηγώντας ακόμα και σε μελλοντική σύγκρουση. Οι ανεπτυγμένες χώρες θα πρέπει να κάνουν πολλά περισσότερα για να βοηθήσουν τις φτωχές χώρες να μεταβούν στη βιώσιμη ανάπτυξη.

Ενώ μέχρι σήμερα το μεγαλύτερο μέρος των μέτρων για τη στήριξη της οικονομίας έχει βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και απευθύνεται στο εσωτερικό κάθε χώρας ξεχωριστά, η αυξημένη χρηματοδότηση για υποδομές που οδηγούν σε βιώσιμη ανάπτυξη στις φτωχές χώρες θα μπορούσε να δώσει ισχυρή ώθηση και στις οικονομίες των πλουσίων χωρών.

Οι ανεπτυγμένες χώρες θα πρέπει να συμφωνήσουν για να διοχετεύσουν σημαντικά κονδύλια στις αναπτυσσόμενες ώστε να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις βιώσιμης ανάπτυξης. Αυτό, μπορεί να γίνει άμεσα σε διμερή βάση, όπως για παράδειγμα μέσω μακροπρόθεσμων δανείων από οργανισμούς εξαγωγών και χορήγησης πιστώσεων ανεπτυγμένων χωρών. Αλλά μπορεί να γίνει και με πολλούς συμβαλλόμενους, αυξάνοντας τη ροή επενδύσεων για έργα υποδομής από την Παγκόσμια Τράπεζα και τις τοπικές τράπεζες ανάπτυξης (περιλαμβανομένων της Τράπεζας Ανάπτυξης των αμερικανικών κρατών, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, της Αφρικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης και της Ασιατικής Τράπεζας Ανάπτυξης). Και οι δύο στρατηγικές μπορούν να χρησιμοποιηθούν.

Οι ανεπτυγμένες χώρες, επίσης, δεν κατανοούν ότι χωρίς μεγαλύτερη χρηματοδότηση υποδομών βιώσιμης ανάπτυξης στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ιδιαίτερα δημιουργίας πηγών εναλλακτικής ενέργειας και μεταφοράς της στη συνέχεια, θα είναι αδύνατον να επιτευχθεί μια παγκόσμια συμφωνία για την αλλαγή του κλίματος. Ο πλούσιος κόσμος αναμένει κατά κάποιο τρόπο από τις φτωχές χώρες να περιορίσουν τη χρήση ορυκτών καυσίμων, χωρίς καμιά σημαντική βοήθεια στη χρηματοδότηση νέων εναλλακτικών πηγών ενέργειας.

Σχεδόν σε όλες τις προτάσεις των πλουσίων κρατών για στόχους, όρια, δεσμεύσεις και ποσοστά εκπομπής αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, δεν περιλαμβάνεται σχεδόν καμία αναφορά για το πώς θα βοηθηθούν οι φτωχές χώρες να χρηματοδοτήσουν τη μετάβαση σε τεχνολογίες βιώσιμης ανάπτυξης.

Η συνάντηση κορυφής του G-20 στο Λονδίνο στις 2 Απριλίου προσέφερε ελπίδα για μία πραγματικά παγκόσμια προσπάθεια αποκατάστασης της χειμαζόμενης παγκόσμιας οικονομίας. Τώρα είναι η ώρα και ο χώρος για να αρχίσει η παγκόσμια στροφή προς τη βιώσιμη ανάπτυξη. Εάν αποτύχουμε να απαντήσουμε στην πρόκληση, η παγκόσμια κρίση θα αποτελέσει πηγή κινδύνου για την ανθρωπότητα για τα επόμενα χρόνια.

JEFFREY D. SACHS , καθηγητής Οικονομικών, διευθυντής στο Earth Institute στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και ειδικός σύμβουλος του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ στο πρόγραμμα Millennium Development Goals

Copyright: Project Syndicate, 2009

Προτεινόμενα για εσάς