Στις ΗΠΑ κατάργησαν τη νοησιαρχία

AΠΟΨΗ
Κυριακή, 19 Οκτωβρίου 2008 12:16
A- A A+

Στη διάρκεια των τελευταίων ετών, οι ΗΠΑ αποτελούσαν περισσότερο πηγή αστάθειας, παρά πηγή επίλυσης προβλημάτων διεθνούς επιπέδου. Και στα παραδείγματα που υποστηρίζουν τη συγκεκριμένη άποψη συγκαταλέγεται ο πόλεμος στο Ιράκ -τον οποίο άρχισαν οι ΗΠA, αλλά για λάθος λόγους-, τα εμπόδια στις προσπάθειες για την προστασία του περιβάλλοντος, η περιορισμένη αναπτυξιακή βοήθεια αλλά και η παραβίαση διεθνών συμφωνιών, όπως το Σύμφωνο της Γενεύης.

Παρ' όλο που ήταν αρκετοί οι παράγοντες που συνέβαλαν στις αποσταθεροποιητικές πράξεις της Αμερικής, ένας από τους βασικότερους είναι η απόρριψη της νοησιαρχίας, μια τάση που αντικατοπτρίζεται από την ολοένα και μεγαλύτερη δημοτικότητα της Σάρα Πέιλιν, υποψήφιας των Ρεπουμπλικανών για το αξίωμα του αντιπροέδρου.

Με την απόρριψη της νοησιαρχίας, αναφέρομαι ειδικότερα στην έκδηλη αντιεπιστημονική αντίληψη, η οποία συνοδεύεται από περιφρόνηση προς εκείνους που στηρίζονται στην επιστήμη και στις αποδείξεις. Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν μεγάλες υπερδυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ, προϋποθέτουν εξονυχιστική ανάλυση των πληροφοριών, με βάση τις καλύτερες επιστημονικές αρχές.

Οι κλιματολογικές αλλαγές, για παράδειγμα, εγκυμονούν τεράστιες απειλές για τον πλανήτη, απειλές που θα πρέπει να αξιολογηθούν σύμφωνα με τις επικρατούσες επιστημονικές αρχές και την υπό εξέλιξη δυναμικότητα της κλιματολογικής επιστήμης.

Η βραβευμένη με Νόμπελ διεθνής επιστημονική ομάδα, που ονομάζεται Διακυβερνητικό Πάνελ Κλιματολογικών Αλλαγών (IPCC), έχει θέσει το «χρυσό κανόνα» για την επιστημονική αυστηρότητα στην ανάλυση των απειλών για αλλαγές στις κλιματολογικές συνθήκες λόγω του ανθρώπινου παράγοντα. Χρειαζόμαστε επιστημονικά κατηρτισμένους πολιτικούς, που να διαθέτουν κριτική σκέψη, βασισμένη όμως σε επιστημονικές αποδείξεις, ώστε να «μεταφράζουν» αυτά τα ευρήματα και συστάσεις σε πολιτικά μέτρα και διεθνείς συμφωνίες.

Στις ΗΠΑ, όμως, η συμπεριφορά του προέδρου Μπους, κορυφαίων στελεχών του Ρεπουμπλικανικού κόμματος και τώρα η Σάρα Πέιλιν, αποτελούν το ακριβώς αντίθετο της επιστημονικής σκέψης. Επί οκτώ χρόνια, ο Λευκός Οίκος έκανε ό,τι μπορούσε για να κρύψει το επιστημονικό συμπέρασμα που υποστήριζε σχεδόν στο σύνολό της η επιστημονική κοινότητα, ότι ο ανθρώπινος παράγοντας συμβάλλει στις κλιματολογικές αλλαγές. Οι ΗΠΑ προσπάθησαν να αποτρέψουν τους κρατικούς επιστήμονες από το να μιλήσουν με ειλικρίνεια στο κοινό.

Αυτές οι αντιεπιστημονικές προσεγγίσεις είχαν αντίκτυπο όχι μόνο στα πολιτικά μέτρα που αφορούν το κλίμα, αλλά και στην εξωτερική πολιτική. Οι ΗΠΑ προχώρησαν σε πολεμικές επιχειρήσεις στο Ιράκ, με γνώμονα το ένστικτο του προέδρου Μπους και θρησκευτικές πεποιθήσεις, όχι αυστηρές επιστημονικές αποδείξεις. Κατά παρόμοιο τρόπο, η Σάρα Πέιλιν χαρακτήρισε τον πόλεμο στο Ιράκ «εντεταλμένο έργο του Θεού».

Δεν πρόκειται για απομονωμένες και ταυτοχρόνως ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες που απέχουν της πραγματικότητας: Η στάση τους αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος της αμερικανικής κοινωνίας -η οποία συνήθως ψηφίζει υπέρ των Ρεπουμπλικανών- απορρίπτει ή απλώς δεν γνωρίζει τα βασικά επιστημονικά συμπεράσματα γύρω από κλιματολογικές αλλαγές, βιολογική εξέλιξη, ανθρώπινη υγεία και άλλους τομείς. Αυτοί οι ψηφοφόροι, σε γενικές γραμμές, δεν απορρίπτουν τα πλεονεκτήματα τεχνολογιών που απορρέουν από τη σύγχρονη επιστήμη, αλλά απορρίπτουν αποδείξεις και επιστημονικές συμβουλές, όσον αφορά λαϊκά πολιτικά μέτρα.

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία δημοσκόπησης του Ιδρύματος Pew, ενώ το 58% των Δημοκρατικών πιστεύει ότι οι ανθρώπινες πράξεις προκαλούν το Φαινόμενο του Θερμοκηπίου, το αντίστοιχο ποσοστό των Ρεπουμπλικάνων δεν συμμερίζεται την ίδια άποψη.

Κατ' αντιστοιχία, σε έρευνα του 2005, το 59% των αυτοαπασχολούμενων συντηρητικών Ρεπουμπλικανών απορρίπτει οποιαδήποτε θεωρία περί εξέλιξης, ενώ το 67% των φιλελεύθερων Δημοκρατικών αποδέχεται κάποια εκδοχή της εξελικτικής θεωρίας.

Ορισμένοι από αυτούς που απορρίπτουν τις επιστημονικές θεωρίες είναι απλώς επιστημονικώς αδαείς, έχοντας εξαπατηθεί από τη φτωχή ποιότητα της επιστημονικής εκπαίδευσης στην Αμερική. Αλλά κάποιοι άλλοι απλώς διακατέχονται από θρησκευτικό συντηρητισμό, απορρίπτοντας τη σύγχρονη επιστήμη, διότι λαμβάνουν στην κυριολεξία τα όσα έχουν γραφτεί στη Βίβλο. Και απορρίπτουν τις γεωλογικές αποδείξεις περί κλιματολογικών αλλαγών, διότι απορρίπτουν την ίδια την επιστήμη της γεωλογίας.

Ολες οι μεγάλες θρησκείες έχουν παραδόσεις με ρίζες από την επιστημονική έρευνα. Η Χρυσή Εποχή του Ισλάμ, πριν από μία χιλιετία, ήταν παράλληλα και η εποχή, στη διάρκεια της οποίας η ισλαμική επιστήμη κυριαρχούσε στον κόσμο.

Ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β' είχε διακηρύξει την υποστήριξή του προς τη βασική επιστήμη της εξέλιξης και οι επίσκοποι της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας τάσσονται υπέρ του περιορισμού των ανθρώπινων ενεργειών, που συντελούν σε κλιματολογικές αλλαγές, πάντα με βάση επιστημονικές αποδείξεις.

Ορισμένοι κορυφαίοι επιστήμονες, συμπεριλαμβανομένου και ενός από τους μεγαλύτερους βιολόγους στον κόσμο, του Ε.Ο. Γουίλσον, προσπάθησαν να προσεγγίσουν θρησκευτικές κοινότητες, ώστε να υποστηρίξουν τον αγώνα για την προστασία του περιβάλλοντος και τον αγώνα για βιολογική συντήρηση και αυτές οι θρησκευτικές κοινότητες ανταποκρίθηκαν εναρμονιζόμενες με την επιστήμη.

Το πρόβλημα εναπόκειται σε έναν επιθετικό συντηρητισμό, που αρνείται τη σύγχρονη επιστήμη, όπως και σε μια τυφλή απόρριψη της νοησιαρχίας, στο πλαίσιο της οποίας ειδικοί και επιστήμονες εκλαμβάνονται ως «εχθροί». Αυτές ακριβώς οι απόψεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο αφανισμό μας. Εξάλλου, αυτό το είδος του εξτρεμισμού είτε οδηγεί σε πόλεμο, με βάση διαστρεβλωμένες απόψεις ότι ένας πόλεμος αποτελεί θέλημα του Θεού παρά πολιτική αποτυχία ή αποτέλεσμα αποτυχημένων προσπαθειών συνεργασίας.

Σε πολλές δηλώσεις της, η Σάρα Πέιλιν επικαλείται το Θεό στις απόψεις της περί πολέμου, μια δυσοίωνη ένδειξη για το μέλλον, σε περίπτωση που εκλεγεί. Αναμφισβήτητα θα προκαλέσει πολλούς εχθρούς που θα στραφούν στις δικές τους «ρίζες» φονταμενταλισμού, για να στραφούν εναντίον των ΗΠΑ. Οι εξτρεμιστές και των δύο πλευρών καταλήγουν να θέτουν σε κίνδυνο τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που δεν είναι ούτε εξτρεμιστές ούτε πολέμιοι της επιστήμης.

Είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς στα σίγουρα τους παράγοντες που πυροδοτούν τον φονταμενταλισμό ανά τον κόσμο. Για παράδειγμα, αυτό που συμβαίνει στις ΗΠΑ δεν συμβαίνει στην Ευρώπη, αλλά είναι χαρακτηριστικό σε ορισμένες χώρες της Μέσης Ανατολής και Κεντρικής Ασίας.

Ο φονταμενταλισμός φαίνεται να έρχεται στο προσκήνιο σε καιρούς δραματικών αλλαγών, όταν απειλούνται οι παραδοσιακές κοινωνικές συμφωνίες.

Η ενίσχυση του μοντέρνου αμερικανικού φονταμενταλισμού στην πολιτική σκηνή χρονολογείται από την εποχή των δικαιωμάτων των πολιτών της δεκαετίας του '60 και -τουλάχιστον εν μέρει- αντικατοπτρίζει τη δυσαρέσκεια των λευκών απέναντι στην αυξανόμενη πολιτική και οικονομική ισχύ των εκπροσώπων άλλων φυλών και της μειονότητας των μεταναστών στην αμερικανική κοινωνία.

Η μοναδική ελπίδα της ανθρωπότητας είναι η αντικατάσταση του φαύλου κύκλου του εξτρεμισμού με την από κοινού κατανόηση -σε διεθνές επίπεδο- των προκλήσεων που εγκυμονούν οι κλιματολογικές αλλαγές, επίπεδα τροφίμων, αειφόρο ενέργεια, έλλειψη υδάτινων πόρων και φτώχεια. Η συμβολή διεθνών επενδυτικών ομάδων, όπως το IPCC πάνελ, είναι ιδιαιτέρως σημαντικές, καθώς προσφέρουν την καλύτερη ελπίδα μας για την προώθηση μιας συναινετικής λύσης, βασισμένης σε επιστημονικά δεδομένα.

Οι ΗΠΑ θα πρέπει να επιστρέψουν στο διεθνή διάλογο, βασισμένες στην επιστήμη και όχι στην άρνησή της. Αυτή είναι, σήμερα, η πιο επιτακτική πρόκληση στην καρδιά της αμερικανικής κοινωνίας.

JEFFREY D. SACHS καθηγητής οικονομίας και επικεφαλής του Earth Institute, στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Παράλληλα, είναι ειδικός σύμβουλος του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, σχετικά με τους Στόχους της Χιλιετίας.

Copyright: Project Syndicate, 2008.

Προτεινόμενα για εσάς