Του Χαράλαμπου Γκότση
Καθηγητή Οικονομικών και τ. Προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
Οι πρωτοφανείς οικονομικές κυρώσεις, που επέβαλλαν οι δυτικές χώρες στη Ρωσία, έχουν, όπως αναμενόταν, αρνητικές επιδράσεις σε μια σειρά από σημαντικά μακροοικονομικά μεγέθη, όπως και σε συγκεκριμένους κλάδους και επιχειρήσεις. Αυτές αφορούν και τις δύο πλευρές.
Τόσο στη Ρωσία, η οποία εισέβαλε σε μια ανεξάρτητη χώρα και προκάλεσε τη διεθνή οικονομική κοινότητα να αντιδράσει με όλα τα οικονομικά όπλα που διαθέτει, αλλά και τις δυτικές οικονομίες, αφού είναι γνωστό ότι οι διεθνείς συναλλαγές αφορούν σε δύο μέρη, όπου κατά τη θεωρία του διεθνούς εμπορίου βγαίνουν και οι δύο κερδισμένοι, ανεξάρτητα από το ποιος κατέχει το απόλυτο ή συγκριτικό πλεονέκτημα. Άρα και χαμένοι, από τη στιγμή που διακόπτονται ολοκληρωτικά από τη μια στιγμή την άλλη.
Χωρίς αμφιβολία, όταν αναφερόμαστε στους χαμένους το μυαλό μας πάει καταρχήν στους ουκρανούς πολίτες, οι οποίοι από τη μια μέρα στην άλλη, είδαν τις ζωές τους να χάνονται, τις οικογένειές τους να διαλύονται, να εγκαταλείπουν τις εστίες τους και να παίρνουν το δρόμο για την προσφυγιά, να αφήνουν τον υπολογιστή και να κρεμούν στον ώμο τους τα καλάζνικοφ.
Η πλήρης ανατροπή! Ακόμη, μια μικρή αναφορά αξίζει και στον ευρωπαίο καταναλωτή, που ξαφνικά είδε τις τιμές στα καύσιμα, τα τρόφιμα και σε όλα τα προϊόντα και υπηρεσίες που χρησιμοποιεί στην καθημερινότητά του να εκτοξεύονται στα ύψη και να ανατρέπουν τον προϋπολογισμό της οικογένειάς του βυθίζοντάς τον στην αβεβαιότητα για το αύριο.
Η Ρωσία πληρώνει το τίμημα
Χωρίς αμφιβολία η ομοβροντία κυρώσεων, δίκην οικονομικού πολέμου, έχει πλήξει και θα συνεχίσει για μεγάλο χρονικό διάστημα να αφήνει το σκληρό της αποτύπωμα στη ρωσική οικονομία. Πέρα από τη μεγάλη πτώση του ΑΕΠ που θα καταγράψει, θα αναγκαστεί να προβεί σε διαρθρωτικές και γεωπολιτικές αλλαγές, λόγω της απομόνωσης της χώρας από τις δυτικές οικονομίες, οι οποίες απαιτούν και κόστος αλλά και χρόνο για να υλοποιηθούν.
Οι σημαντικότερες και σκληρότερες κυρώσεις αφορούν στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Αρχικά ο αποκλεισμός επτά ρωσικών τραπεζών από το SWIFT (διεθνές σύστημα ανταλλαγής χρηματοπιστωτικών μηνυμάτων), με εξαίρεση των Gazprombank και Sberbank, κυρίως λόγω της εμπλοκής τους στη διαδικασία εξυπηρέτησης των συναλλαγών σε ενεργειακά προϊόντα. Η ενέργεια αυτή θα δυσχεράνει τις οικονομικές συναλλαγές αυξάνοντας ταυτόχρονα και το κόστος τους, δεν είναι όμως σε θέση να τις ακυρώσει.
Ήδη η Ρωσία έχει αναπτύξει μια δική της πλατφόρμα, προσδοκά δε και στη χρησιμοποίηση της αντίστοιχης κινεζικής για να παρακάμψει τα εμπόδια. Οι επιπτώσεις βέβαια δεν περιορίζονται μόνο στις τράπεζες αλλά επεκτείνονται και σε όλες τις επιχειρήσεις οι οποίες συναλλάσσονται με τη Ρωσία και τώρα πιέζονται να πάρουν αποφάσεις.
Ακόμη, ο αποκλεισμός των τραπεζών από τον υπόλοιπο κόσμο στοχεύει και στην άρση της εμπιστοσύνης των Ρώσων πολιτών προς το τραπεζικό τους σύστημα και στη δημιουργία κλίματος bank run αποσύροντας τις καταθέσεις τους, με τις γνωστές συνέπειες.
Σημαντικότερες ακόμη είναι οι αποφάσεις που αφορούν στην Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας (Bank Rosii). Οι συναλλαγές σε Ευρώπη και ΗΠΑ με την ρωσική Κεντρική Τράπεζα απαγορεύονται, ενώ παγώνουν τα συναλλαγματικά αποθέματα και τα άλλα περιουσιακά στοιχεία της Τράπεζας.
Πρόκειται για 320 δις δολάρια, τα μισά περίπου συναλλαγματικά αποθέματα που διαθέτει η χώρα. Ο στόχος είναι να μην χρησιμοποιηθούν ως εργαλείο για τη σταθεροποίηση της οικονομίας. Ένα ασυνήθιστο, αλλά με παρόμοιες εφαρμογές σε Ιράν, Αφγανιστάν, Συρία και Βενεζουέλα, μέτρο, που ποτέ όμως δεν χρησιμοποιήθηκε για μια οικονομία του μεγέθους και της θέσης της Ρωσίας.
Έτσι, η κάθετη πτώση της τιμής του Ρουβλιού έναντι του δολαρίου συνεχίστηκε αγγίζοντας ήδη το 30% από τις αρχές του έτους, ακόμη και όταν η κατά τα άλλα άξια Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας αύξησε το επιτόκιο αναφοράς από 9,5% στο 20,0%. Ο συνδυασμός τώρα ενός αδύναμου νομίσματος με την απώλεια αγοραστικής δύναμης λόγω πληθωρισμού (επίσημα 8,7%), θα δυσχεράνει τις εισαγωγές πολύτιμων εξαρτημάτων και τεχνολογικών εφαρμογών για τη συνέχιση της λειτουργίας πολλών επιχειρήσεων.
Εκείνο που είναι λιγότερο πιθανό, παρά τις δεσμεύσεις των συναλλαγματικών αποθεμάτων, είναι η περίπτωση της στάσης πληρωμών, δηλαδή μιας χρεοκοπίας. Η Ρωσία έχει μικρή σχετικά έκθεση σε εξωτερικό χρέος (20% περ. του ΑΕΠ), κάτι που είναι σε θέση να διαχειριστεί, αρκεί να αντιμετωπίσει τα τεχνικά προβλήματα αποπληρωμής των υποχρεώσεών της πιθανώς μέσω των συστημάτων της Κίνας ή της Ινδίας.
Σχετικά θα πρέπει να μας προβληματίσει το γεγονός, αν ένα τέτοιο μέτρο είναι σκόπιμο να χρησιμοποιείται στις κυρώσεις, αφού μπορεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα για τοποθέτηση των αποθεμάτων στο εξωτερικό για ορισμένες χώρες που δεν ανήκουν στη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ. Επίσης εγείρονται ερωτήματα που συνδέονται με το θεσμικό ρόλο του Δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος, όπως αυτός καθιερώθηκε για την εύρυθμη λειτουργία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η μαζική αποχώρηση τώρα δεκάδων δυτικών επιχειρήσεων του πραγματικού τομέα θα μειώσει όχι μόνο το παραγωγικό δυναμικό της χώρας και συνεπώς και το ΑΕΠ, αλλά θα δημιουργήσει και τεράστια παραγωγικά κενά και ανισορροπίες σε συγκεκριμένους κλάδους, κάτι που είναι πολύ δύσκολο να καλυφθεί βραχυπρόθεσμα. Η δραστηριότητα αυτών εκτείνεται σε μια σειρά από τομείς της οικονομίας.
Πρόκειται για παραγωγικές μεταποιητικές μονάδες (αυτοκινητοβιομηχανίες, αεροναυπηγικές κ.α.), συμβουλευτικές εταιρείες, πετρελαϊκές, τεχνολογικές, αθλητικών ειδών, ειδών ευρείας κατανάλωσης, διαδικτυακές πλατφόρμες καθώς και εμπορικές αλυσίδες με τεράστια δίκτυα πωλήσεων. Οι μοναδικές εταιρείες που παραμένουν ακόμη στη χώρα είναι μεγάλες αλυσίδες εστίασης και παραγωγής αναψυκτικών.
Η Ευρώπη είναι ο μεγάλος χαμένος
Εκτός από την Ουκρανία, η οποία έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο πεδίο πολεμικών επιχειρήσεων, όπου τις όποιες συνέπειες θα γνωρίζουμε μετά τον τερματισμό του πολέμου και οι οποίες ξεπερνούν τα στενά όρια των εθνικών λογαριασμών, μεγάλος χαμένος θα είναι η ίδια η Ευρώπη στην περιφέρεια της οποίας εκτυλίσσεται η κρίση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ρωσίας με την αξία των συναλλαγών μεταξύ των δύο οντοτήτων να ανέρχεται το 2020 στα 200 δις Ευρώ περίπου. Σημειωτέον, ότι πριν από τον πόλεμο της Κριμαίας το 2014 βρίσκονταν στα 400 δις Ευρώ, οι οποίες μειώθηκαν στο μισό, λόγω των οικονομικών κυρώσεων που επέβαλλε η Ευρώπη στη Ρωσία εξαιτίας πάλι της τότε εισβολής στην Κριμαία.
Επίσης, σημαντική παρουσία έχουν και οι ευρωπαϊκές ξένες επενδύσεις στη Ρωσία, οι οποίες ανέρχονται συνολικά σε 311 δις Ευρώ κατά την Eurostat (2019), κάτι που υποδηλοί, ότι η Ρωσία κατείχε εξέχουσα θέση ως επενδυτικός προορισμός. Το ενδιαφέρον αυτό ξεκίνησε μετά την πτώση του Προέδρου Yeltsin και την προσφυγή της χώρας στο ΔΝΤ για βοήθεια. Αμέσως μετά παρατηρήθηκε ένας συνωστισμός από δυτικές εταιρείες οι οποίες έπαιρναν θέση σε μια πολλά υποσχόμενη οικονομία μιας μεγάλης χώρας. Τώρα συνωστίζονται στην πόρτα εξόδου, κουβαλώντας μαζί τους τεράστιες απώλειες.
Η Ευρώπη για γεωγραφικούς και ιστορικούς λόγους έχει μεγάλη αλληλεξάρτηση τόσο με την Ρωσία όσο και με την Ουκρανία που εμπλέκονται στον πόλεμο. Δεν πρόκειται μόνο για τα ενεργειακά προϊόντα, φυσικό αέριο και πετρέλαιο, αλλά και για μεγάλο αριθμό πρώτων υλών, βιομηχανικών εξαρτημάτων, κοινές παραγωγές σε μεγάλες κατασκευές, αγροτικά προϊόντα, συμμετοχές ευρωπαϊκών τραπεζών σε τράπεζες και σε μεγάλα δάνεια επιχειρήσεων.
Η άμεση διακοπή όλων αυτών των δραστηριοτήτων ισοδυναμεί με ένα σοκ για τις επιμέρους επιχειρήσεις, οι οποίες ίσως εγείρουν απαιτήσεις για τις απώλειες, σε κάθε περίπτωση όμως θα πρέπει γρήγορα να προσαρμόσουν την επιχειρηματική τους πολιτική στη νέα πραγματικότητα.
Αξιοσημείωτη είναι η διακοπή λειτουργίας στην Ουκρανία των δύο εργοστασίων που διαθέτουν το neon, που αποτελεί την πρώτη ύλη για την κατασκευή των microchips, τα οποία ενσωματώνονται σε πλήθος τεχνολογικών αλλά και προϊόντων ευρείας κατανάλωσης. Με συμμετοχή 50% στην τροφοδοσία της παγκόσμιας αγοράς, είναι αναμενόμενο ότι θα παρουσιαστούν νέες ελλείψεις αλλά και αυξήσεις των τιμών.
Σε ότι αφορά τα ενεργειακά προϊόντα, τα οποία αποτελούν και τη μερίδα του λέοντος στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας, γνωρίζουμε ότι έχουν εξαιρεθεί από τις κυρώσεις. Αυτό ήταν σωστό, αφού στην αντίθετη περίπτωση η Ευρώπη θα τιμωρούσε απλά τον εαυτό της.
Συνεπώς, ένα σημαντικό οικονομικό όπλο, το οποίο ενδεχομένως να ήταν ικανό να ακυρώσει την εισβολή, αγνοήθηκε λόγω της μεγάλης ενεργειακής εξάρτησης των περισσότερων χωρών από τη Ρωσία. Αυτή όμως δεν προέκυψε από μόνη της, αλλά ήταν αποτέλεσμα λανθασμένων επιλογών σε ότι αφορά τον ενεργειακό εφοδιασμό τόσο σε κεντρικό όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Οι επιλογές που αναδεικνύονται τώρα, εναλλακτικοί προμηθευτές, χρησιμοποίηση της ατομικής ενέργειας και προσωρινά το κάρβουνο, έως ότου αποδώσουν οι αυξημένες επενδύσεις σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και καλύψουν αρχικά το κενό και στη συνέχεια αντικαταστήσουν πλήρως τα ορυκτά καύσιμα, δείχνουν το δρόμο που έπρεπε να είχε ακολουθηθεί.
Σε ότι αφορά τη μακροοικονομική συγκυρία και τις προοπτικές της, εκείνο που φαίνεται να είναι βέβαιο, αφού συμφωνούν όλοι οι επίσημοι φορείς, ΔΝΤ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αλλά και οι οίκοι αξιολόγησης, μετά την εισβολή θα έχουμε επιδείνωση μιας ήδη προβληματικής κατάστασης. Οι πληθωριστικές πιέσεις θα ενισχυθούν η δε οικονομική δραστηριότητα θα επιβραδυνθεί.
Ο πόλεμος θα μετριάσει τις όποιες θετικές προσδοκίες υπήρχαν για την περίοδο μετά το διαφαινόμενο τέλος της πανδημίας, επιβαρύνοντας την οικονομική συγκυρία ποικιλοτρόπως. Οι καταναλωτές αναγκάζονται να καταβάλουν περισσότερα χρήματα για λιγότερα προϊόντα, για καύσιμα, ρεύμα και τρόφιμα. Στη νέα πραγματικότητα της αγοράς τα περισσότερα προϊόντα εφόσον είναι διαθέσιμα θα είναι ακριβότερα, αφού οι επιχειρήσεις επιβαρύνονται με υψηλότερο κόστος παραγωγής και μεταφοράς και γι’ αυτό παράγουν λιγότερα και σε υψηλότερες τιμές.
Εξάλλου, η αβεβαιότητα για το μέλλον που δημιουργεί ο πόλεμος, αναγκάζει τις επιχειρήσεις να αναβάλλουν τα όποια επενδυτικά τους σχέδια. Επιπρόσθετα σε τέτοιες περιπτώσεις οι επενδυτές στις κεφαλαιαγορές αποσύρονται από επιλογές αγορών και τίτλων υψηλού ρίσκου με αποτέλεσμα να δημιουργούνται δυσλειτουργίες και ανισορροπίες που επηρεάζουν επίσης αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα.
ΗΠΑ και Κίνα οι κερδισμένοι
Μέχρι στιγμής αυτοί που φαίνεται να βγαίνουν κερδισμένοι από τη σύρραξη είναι οι Αμερικανοί. Όχι μόνον διότι προμήθευσαν την Ευρώπη με υγροποιημένο αέριο (LNG) τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου, με το αζημίωτο βέβαια, αφού η τιμή που εισέπρατταν ήταν πολύ υψηλότερη εκείνης της εγχωρίου τους αγοράς, αλλά και διότι διαθέτει σημαντικά αποθέματα και εγκαταστάσεις ώστε να συνεχίσει και στο μέλλον να καλύπτει την αυξημένη ζήτηση, λόγω της αλλαγής του χάρτη προμηθευτών από τις ευρωπαϊκές χώρες.
Τα μεγάλα κέρδη όμως θα προέλθουν από την πολεμική βιομηχανία. Ήδη μετά τις ανακοινώσεις της Γερμανίας για αγορά 100 δις Ευρώ για φέτος και περίπου 70 δις για τα επόμενα χρόνια, πολλές χώρες του ΝΑΤΟ και κυρίως της ανατολικής Ευρώπης Πολωνία, Ρουμανία κ.α. εξοπλίζονται προκειμένου να είναι έτοιμες για να αποτρέψουν μια ενδεχόμενη απειλή. Είναι βέβαιο, ότι οι χώρες αυτές ως μέλη του ΝΑΤΟ θα προμηθευτούν ένα σημαντικό μέρος των οπλικών συστημάτων από τη σύμμαχο χώρα, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Η Κίνα, είναι η επόμενη χώρα, που χωρίς καμία συμμετοχή, εισπράττει ένα μεγάλο όφελος. Βραχυπρόθεσμα θα κληθεί να καλύψει τα όποια κενά προκύψουν στην αγορά της Ρωσίας. Ο αποκλεισμός της Ρωσίας από το οικονομικό γίγνεσθαι της Δύσης θα διευκολύνει την Κίνα να χρησιμοποιήσει τη Ρωσία ως συμπληρωματική δύναμη στα σχέδιά της για την ενδυνάμωση του βασικού της στόχου, που είναι η οικονομική ηγεμονία στον πλανήτη.
Ο ίδιος άχαρος ρόλος, τουλάχιστον προς το παρόν, επιφυλάσσεται και στην Ευρώπη εκ μέρους της άλλης μεγάλης υπερδύναμης των ΗΠΑ, η οποία προσπαθεί να συσπειρώσει όλες τις δυτικές χώρες υπό το μανδύα της. Το ενεργειακό παραπέτασμα είναι έτοιμο, οι πρωταγωνιστές βρίσκονται με την πολεμική μπαγκέτα πάνω από τον Χάρτη της Ευρώπης και οι λαοί μέσα στο φόβο δε γνωρίζουν σε πια Ευρώπη θα ξημερώσουν.