Του Γιώργου Δ. Παυλόπουλου
[email protected]
Το σύστημα των γαλλικών προεδρικών εκλογών, τα σκάνδαλα Φιγιόν και η καταδικασμένη υποψηφιότητα Αμόν έσωσαν προς ώρας τη γαλλική Δημοκρατία και ίσως το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η υποψηφιότητα - δυναμίτης στα θεμέλια της ειρηνικής συμβίωσης των λαών της Ευρώπης, στο πρόσωπο της Μαρίν Λεπέν, δεν κατάφερε καν να κατακτήσει την ψυχολογικά σημαντική πρώτη θέση στον α΄ γύρο. Απέτυχε έτσι να υψώσει το φλάμπουρο της επιστροφής στη Γαλλία του στενόκαρδου απομονωτισμού και στην Ευρώπη του κατατεμαχισμού και των εθνικών συγκρούσεων.
Ωστόσο, δεν πρέπει να διαφεύγει του ορίζοντα του προσεκτικού παρατηρητή ότι 10 εκ των 11 υποψηφίων προέδρων της Γαλλίας πρότειναν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μια επιστροφή στο παρελθόν. Ακόμη και οι τυπικά ευρωπαϊστές Φιγιόν και Αμόν έριξαν νερό στον μύλο του αντιευρωπαϊκού λαϊκισμού. Ο πρώτος με το αντιφεντεραλιστικό σε επίπεδο Ευρώπης και υπερσυντηρητικό κοινωνικό του όραμα, ο δεύτερος με την πλήρη απόρριψη κάθε δημοσιονομικής συγκράτησης.
Ο Εμανουέλ Μακρόν, από την πλευρά του, νικητής αλλά όχι τροπαιούχος, δεν έχει πείσει ότι αποτελεί κάτι περισσότερο από τον μέσο όρο μιας ήπιας, ρεαλιστικής Κεντροαριστεράς και μιας φιλελεύθερης Κεντροδεξιάς. Ο λόγος του παραμένει ιδεολογικά θολός και κοινότοπος, ανίκανος να εμπνεύσει βαθιά και να δημιουργήσει ένα συνεκτικό, μαχητικό πολιτικό στρατόπεδο. Κάτι που ίσως του κοστίσει εν όψει των πολύ βαθύτερα πολιτικών βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου.
Η επιλογή του αριστερού Μελανσόν να μην λάβει μέρος στο αντιλεπενικό μέτωπο εν όψει της 7ης Μαΐου αποτελεί ένδειξη ότι το μέτωπο των εμφανιζόμενων ως αντισυστημικών πολιτικών δυνάμεων δεν χωρίζεται πλέον από στεγανά που να έλκουν την καταγωγή τους από τον κλασσικό αξιακό διαχωρισμό Δεξιάς – Αριστεράς.
Το στοίχημα από εδώ και πέρα για το ευρωπαϊστικό πολιτικό στρατόπεδο είναι να πάψει να εμφανίζεται ως απλός διαχειριστής του υπάρχοντος, αλλά να δημιουργήσει δεσμούς και να ρίξει εκ νέου «άγκυρες» στο κοινωνικό σώμα, το ταλαιπωρημένο από την παραγωγική αποτελμάτωση της Δύσης, το φοβισμένο από τις επιπτώσεις της διεθνοποίησης, το οργισμένο από την ανασφάλεια και το άδηλο μέλλον.
Κάτι τέτοιο φυσικά απαιτεί σημαντική πολιτική στροφή και τόλμη, κυρίως επαναθεμελίωση ενός σύγχρονου κοινωνικού μοντέλου επί τη βάσει της καινοτομίας στην παραγωγή και όχι του ασύστολου κρατικού δανεισμού, που προετοιμάζει απλώς τους όρους για την επόμενη πολιτική και οικονομική κρίση.
Εάν αυτό δεν συμβεί, τότε η νίκη Μακρόν ή νωρίτερα η νίκη Ρούτε στην Ολλανδία θα αποδειχθούν όχι αναστροφή του ρεύματος, αλλά απλή αναβολή κατά μία τετραετία ή πενταετία του ιστορικά αναπόφευκτου.