Μια σειρά μελετών οι οποίες είχαν παρουσιαστεί σε πρόσφατο συνέδριο έδειξαν ότι η όσφρηση βοηθούσε την καλύτερη διάγνωση νόσων όπως το Πάρκινσον και το Αλτσχάιμερ. Τώρα, μια νεότερη μελέτη έρχεται να διαπιστώσει ότι η απώλεια όσφρησης είναι σοβαρή αιτία πρόκλησης ατυχημάτων.
Μια ιταλική μελέτη που έλεγξε την οσφρητική απόδοση των ασθενών του Πάρκινσον σε πρώιμο, αδιάγνωστο στάδιο της ασθένειας, διαπίστωσε ότι η ισχυρότερη αίσθηση της όσφρησης που είχε η ομάδα των υγειών ατόμων, είναι το αποτέλεσμα μιας καλύτερης σύνδεσης του φλοιού με τον κερκοφόρο πυρήνα, ένα μέρος των βασικών γαγγλίων που εμπλέκεται στον έλεγχο της εκούσιας κίνησης.
Μια ακόμα μελέτη που έγινε από Ρώσους ερευνητές, κατέδειξε την επικράτηση της οσφρητικής δυσλειτουργίας μεταξύ των πασχόντων με Πάρκινσον. Όπως ανέφεραν οι ερευνητές, οι συμμετέχοντες στη μελέτη είχαν υποσμία, ή απώλεια οσμής.
Ενώ μία ακόμα μελέτη διαπίστωσε ότι η όσφρηση συνδέεται και με την ανίχνευση της νόσου Αλτσχάιμερ. Όπως ανέφεραν οι επιστήμονες τα άτομα που δυσκολεύονται να «μυρίσουν» συνηθισμένες μυρωδιές είναι πολύ πιθανό να βρίσκονται στα πρώτα στάδια της νόσου.
Οι επιστήμονες και στις τρεις περιπτώσεις είχαν αναφέρει ότι δεν σημαίνει πως όποιος δεν διαθέτει καλή όσφρηση θα παρουσιάσει απαραίτητα Αλτσχάιμερ ή Πάρκινσον. Ωστόσο, σημείωσαν ότι η εξασθένηση της όσφρησης έχει συσχετιστεί άμεσα με τη επιδείνωση της γνωσιακής ανεπάρκειας.
Τώρα μια ακόμα μελέτη που διεξήχθη από τους επιστήμονες της κλινικής του Richmond στη Βιργίνια των ΗΠΑ, από το 1983 έως το 2001, συνέδεσε το πρόβλημα της ανοσμίας με την πρόκληση ατυχημάτων.
Η μελέτη έγινε σε περίπου 500 ασθενείς και έδειξε ότι το 30% έπασχε από πλήρη ανοσμία, ενώ, το 76% είχε κάποιου βαθμού ανοσμία.
Οι ερευνητές ανέλυσαν τα ατυχήματα που είχαν πάθει τα άτομα αυτά και διαπίστωσαν ότι το 37% των ασθενών με διαταραχή της οσμής, είχαν ατύχημα λόγω μη ανίχνευσης μιας οσμής, ενώ, στην περίπτωση των ατόμων που δεν είχαν πρόβλημα οσμής, μόνο το 19% είχε κάποιο ανάλογο ατύχημα.
Επίσης, στους ασθενείς με διαφόρους βαθμούς απώλειας της οσμής, τα συχνότερα ατυχήματα, με ποσοστό 45% είχαν σχέση με το μαγείρεμα, το 25% με την κατανάλωση χαλασμένων φαγητών, το 23% οφείλονταν στη μη ανίχνευση αερίων που είχαν διαφύγει και το 7% οφειλόταν στην μη έγκαιρη ανίχνευση οσμής καπνού από την έναρξη μιας φωτιάς.
Όπως ανέφεραν οι ερευνητές, το πρόβλημα της όσφρησης δεν είχε ληφθεί σοβαρά υπόψη από τους ειδικούς. Παρόλα αυτά, τα άτομα που έχουν αυτό το πρόβλημα, σύμφωνα με όλες τις μελέτες, κινδυνεύουν περισσότερο από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Ενώ τόνισαν ότι θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυξάνονται κατά πολύ τα άτομα αυτά όσο αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής, καθώς η αύξηση της ηλικίας συνεπάγεται και διαταραχές στην οσμή.
Υπολογίζεται ότι το 2% των ανθρώπων κάτω των 65 ετών έχουν διαταραχές οσμής, ενώ από τις ηλικίες 65-80 ετών το ποσοστό ανέρχεται σχεδόν στο 50% και άνω των 80 ετών φτάνει το 75%.
Οι λόγοι απώλειας της όσφρησης είναι συνήθως η ρινική συμφόρηση από τη γρίπη ή από αλλεργίες, όμως σημαντικό ρόλο παίζει η έκθεση του ατόμου στον καπνό του τσιγάρου. Επίσης, πρόβλημα δημιουργούν οι πολύποδες και το ιγμόρειο στη μύτη, καθώς και πιθανοί τραυματισμοί σε κεφάλι και πρόσωπο. Επιπροσθέτως κάποια φάρμακα ή έκθεση σε χημικές ουσίες προκαλούν διαταραχές στην οσμητική ικανότητα.
Και επειδή, όπως σημειώνουν οι ειδικοί, η οσμή συνδέεται με τη γεύση, τα περισσότερα ατυχήματα που θα προκληθούν σε ένα άτομο με απώλεια οσμής έχουν σχέση με το φαγητό.
Αυτές οι μελέτες, σύμφωνα με τους ερευνητές, αποδεικνύουν ότι οι επιστήμονες υγείας πρέπει να δίνουν βαρύτητα σε συμπτώματα που αφορούν την απώλεια όσφρησης, καθώς, όχι μόνο μπορεί να υποβόσκει κάποια νόσος, αλλά και να είναι αιτία πρόκλησης σοβαρών ατυχημάτων.