Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Χατζηδημητρίου
[email protected]
Αρχές της δεκαετίας του ‘80, λίγα μόλις χρόνια μετά την ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου στις τότε Ευρωπαϊκές Οικονομικές Κοινότητες (ΕΟΚ), η πλέον συνηθισμένη απάντηση -έγινε και ανέκδοτο- στην ερώτηση «πώς είναι οι σχέσεις ΕΟΚ-Βρετανίας», ήταν η αναφορά στο δελτίο καιρού του BBC!
Εν αγνοία του ο ευρηματικός συντάκτης του μετεωρολογικού δελτίου, εκφωνώντας την είδηση, «από το πρωί βαθιά ομίχλη επικρατεί στο στενό και η ήπειρος έχει αποκοπεί από το νησί μας», προσέφερε κάτι πολύ περισσότερο από μια γλαφυρή περιγραφή των κακών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν στη Μάγχη. Αποτύπωνε την πραγματικότητα στις σχέσεις της Βρετανίας με την Ευρώπη, όπως αυτές ιστορικά διαμορφώθηκαν υπό την αναπόφευκτη επιρροή της γεωγραφίας.
Ουίνστον Τσόρτσιλ: Σε ομιλία του, στις 19/9/46, στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, πρότεινε τη δημιουργία των Η.Π. της Ευρώπης, «με πρώτο βήμα τον σχηματισμό Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το οποίο θα χειρίζεται τις υποθέσεις κοινού, πανευρωπαϊκού ενδιαφέροντος».
Στο δυτικό άκρο της Ευρώπης, ένα μεγάλο νησί, αποκομμένο από τον χερσαίο κορμό της ηπείρου, το Ηνωμένο Βασίλειο (Η.Β) δημιούργησε -και διατηρεί- μια παράδοση αμφιθυμίας στις σχέσεις του με την υπόλοιπη ευρωπαϊκή οικογένεια. Κι αν υπάρχει κάποια σταθερά σε αυτή τη σχέση, αυτή είναι η φροντίδα του Λονδίνου να λειτουργεί ως παράγοντας εξισορρόπησης στις ευρωπαϊκές εξελίξεις, διατηρώντας -στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής- την πολυτέλεια της ανάμιξης μόνον όταν οι συνθήκες το επέβαλαν.
Έχοντας δημιουργήσει τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα -πάνω από το 1/5 του πλανήτη υπήρξε βρετανική κτήση- συσσωρεύοντας αμύθητο πλούτο, η πρώτη βιομηχανική δύναμη και η πλουσιότερη χώρα στην Ευρώπη από τα μέσα του 18ου αιώνα κι ως το τέλος του 19ου, το Η.Β. απέφυγε συστηματικά τον πειρασμό να επιχειρήσει να ηγεμονεύσει στην Ευρώπη, όπως αποπειράθηκε η Γαλλία, μετά την Επανάσταση του 1789 με τους ναπολεόντειους πολέμους, και η Γερμανία μετά την ενοποίησή της, το 1870, σε δύο Παγκόσμιους Πολέμους.
Ήδη, από το μακρινό 1743, ο λόρδος Bolingbroke είχε περιγράψει με σαφήνεια το βρετανικό στρατηγικό δόγμα: «Θα πρέπει να έχουμε ελάχιστες εμπλοκές στην ήπειρο και ουδέποτε να εμπλακούμε στη διεξαγωγή χερσαίου πολέμου, εκτός αν θεωρούμε ότι μόνο το βάρος της Βρετανίας μπορεί να εμποδίσει τη σημαντική ανατροπή της ισορροπίας».
Το δόγμα αυτό ανανεώθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ο σερ Eyre Crowe, το 1907, διαπίστωνε: «Έχει γίνει σχεδόν ιστορική ταυτολογία να θεωρείται η κοσμική πολιτική της Αγγλίας με τη διατήρηση αυτής της ευρωπαϊκής ισορροπίας, με το να ρίχνει το βάρος της στην πλευρά που αντιτίθεται στην πολιτική δικτατορία του ισχυρότερου κράτους».
Παρεμβαίνοντας στρατιωτικά στην Ευρώπη, όποτε χρειάσθηκε για να αποτραπεί είτε η γαλλική, είτε η γερμανική επικυριαρχία, το Η.Β. προτίμησε να μεταβιβάζει το βάρος της διατήρησης των ισορροπιών σε άλλους, δρώντας δι’ αντιπροσώπων- εξ ου και το υποτιμητικό «δόλια Αλβιών»- είτε να αδιαφορεί εντελώς για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις και διενέξεις, όπως έπραξε σχεδόν για έναν αιώνα από το 1816 ως το 1904, επιλέγοντας την πολιτική της «ένδοξης απομόνωσης-Splendid Isolation».
Το τέλος του Β’ Π.Π. φάνηκε να σηματοδοτεί το τέλος της ενσυνείδητης αποχής της Βρετανίας από τις ευρωπαϊκές υποθέσεις, καθώς αποδυναμωμένη από τη σκληρότητα της σύγκρουσης με τη ναζιστική Γερμανία και αντιμέτωπη, στη συνέχεια, με ένα εκτεταμένο κύμα χειραφέτησης από τον αποικιακό ζυγό στις κτήσεις της, βρέθηκε στην ανάγκη να αναζητήσει σταθερές συμμαχίες σε έναν κόσμο ραγδαίων αλλαγών.
Το 1975 ο βρετανικός λαός, με 67% και συμμετοχή 65%, επικύρωσε την προσχώρηση στην Κοινότητα, σε ένα δημοψήφισμα που προκάλεσε η κυβέρνηση των Εργατικών, υπό τον πλέον φιλοευρωπαίο Βρετανό, συντηρητικό πρωθυπουργό Έντουαρντ Χιθ.
Η «ειδική σχέση» με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής πρόσφερε ένα πλεονέκτημα στα διλήμματα ασφάλειας, αλλά δεν απάλλασσε το Η.Β. από τις υποχρεώσεις του -στον βαθμό που το Λονδίνο θα επιθυμούσε- από τη διαφαινόμενη αντιπαράθεση με την ΕΣΣΔ και τον «Ψυχρό Πόλεμο», που για σχεδόν μισόν αιώνα έδωσε τον τόνο στις σχέσεις μεταξύ των νικητών του Β’ Π. Πολέμου.
Η «μυθολογία» της συγκροτημένης απάντησης στα υπαρξιακά ερωτήματα των ευρωπαϊκών κρατών, την επαύριο της ήττας της Γερμανίας, θέλει τον «πατέρα της νίκης», τον Ουίστον Τσόρτσιλ, να υποδεικνύει ως επιλογή τη συγκρότηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης!
Ο πολύπειρος πολιτικός περιέγραψε το όριο της βρετανικής συμμετοχής στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, το οποίο κατέστησε σαφές ο διάδοχός του στην πρωθυπουργία και την ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος, Άντονι Ίντεν, διακηρύσσοντας: «Οι Βρετανοί έχουν συγγενείς στην Αυστραλία, στον Καναδά, στη Νέα Ζηλανδία, στη Νότια Αφρική κ.α. Στην Ευρώπη έχουν θαμμένους τους συγγενείς τους, που πέθαναν σε δύο παγκόσμιους πολέμους».
Με άλλα λόγια, το Λονδίνο διαμήνυε, όπως το είχαν κάνει και οι δύο επιφανείς πολιτικοί, πως «είναι με την Ευρώπη, αλλά όχι μέρος της. Η Βρετανία συνδέεται μαζί της, αλλά δεν δεσμεύεται».
Ωστόσο, η Ιστορία -από την ειρωνεία της οποίας κανείς δεν ξεφεύγει- ήθελε να είναι το Συντηρητικό Κόμμα, υποκύπτοντας στις αδήριτες ανάγκες της οικονομίας, αυτό που θα επιδίωκε διακαώς την προσχώρηση στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, παρά τις οργίλες κι έντονες αντιδράσεις του στρατηγού-προέδρου της Γαλλίας Σαρλ ντε Γκολ, ο οποίος με το veto του, το 1961 και το 1967, δεν έστερξε να γίνει η Βρετανία το 7ο μέλος της ΕΟΚ.
Αλλά, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, τη λύση έδωσε η ίδια η ζωή και το 1973, με τον θάνατο του στρατηγού- ο οποίος αντιλαμβανόταν το Η.Β. σε ρόλο «Δούρειου Ίππου» των ΗΠΑ εντός της Ευρώπης- ο διάδοχός του Ζορζ Πομπιντού αποδέχτηκε την αίτηση του πλέον φιλοευρωπαίου Βρετανού, συντηρητικού πρωθυπουργού, του Έντουαρντ Χιθ, για την ένταξη του νησιού στην ΕΟΚ και το 1975 επικυρώθηκε με δημοψήφισμα η προσχώρηση στην Κοινότητα.
Ωστόσο, αυτό το κύμα φιλοευρωπαϊσμού δεν κράτησε πολύ, καθώς η Βρετανία υπό την ηγεσία της Μάργκαρετ Θάτσερ πέρασε στη σφαίρα του ευρωσκεπτικισμού, «απορρίπτοντας κάθε πολιτική διάσταση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος…».
EPA
Η Μάργκαρετ Θάτσερ, γνωστή και ως η «σιδηρά κυρία» της Βρετανίας έκανε τη ζωή δύσκολη στους εταίρους της, υπογραμμίζοντας με ένα αυστηρό «I want my money back» (Θέλω πίσω τα χρήματά μου) τις οικονομικές διεκδικήσεις της.
Οι αντιπαραθέσεις της με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ και οι συγκρούσεις της με την επίτροπο Βάσω Παπανδρέου, για την εφαρμογή της «κοινωνικής χάρτας», τροφοδοτούσαν σε σχεδόν καθημερινή βάση τις εφημερίδες, ενισχύοντας ένα λανθάνον κλίμα ευρωσκεπτικισμού στη Βρετανία και «αντιβρετανισμού» στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Σταθερά αντίθετο, υπό όποια κυβέρνηση, σε ό,τι προωθούσε πολιτικές στενότερης ενοποίησης της ΕΟΚ -και στη συνέχεια της Ε.Ε- το Ηνωμένο Βασίλειο διαφήμιζε την «ειδική σχέση» με τις ΗΠΑ και βρέθηκε, εξ αυτού του λόγου, πολλές φορές, απομονωμένο από τους υπόλοιπους εταίρους.
Ως «απρόθυμος εταίρος» το Η.Β. δεν συμμετέχει στην Ευρωζώνη, δεν έχει υπογράψει τη Συμφωνία Σένγκεν, έχει επιτύχει μια σειρά εξαιρέσεων από το κοινοτικό κεκτημένο, αν και δεν αρνήθηκε ποτέ -κι αυτό συνιστά παράδοξο- να επικυρώσει όλες τις συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως του Μάαστριχτ (1993),του Άμστερνταμ (1999), της Νίκαιας (2003) και της Λισαβόνας (2009), ενώ αποδέχθηκε τη Συνταγματική Συνθήκη, χαμογελώντας χαιρέκακα με την απόρριψή της από τη Γαλλία και την Ολλανδία, δύο από τα έξι ιδρυτικά κράτη της ΕΟΚ.
Συμβολή στη διεύρυνση
Παρά την αμφιθυμία της βρετανικής στάσης, κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει ότι το Η.Β. «πρωτοστάτησε στη διεύρυνση της Ε.Ε., είναι βασική φωνή στις εξωτερικές σχέσεις της Ένωσης και έχει λειτουργήσει ως αντίβαρο στον ρόλο που διαδραματίζουν η Γερμανία και η Γαλλία στην Ε.Ε., στάση που έχει εκτιμηθεί από μικρότερα κράτη-μέλη».
Σε λίγες μέρες οι απαντήσεις
Είναι αλήθεια ότι ο συνδυασμός της οικονομικής με τη μεταναστευτική κρίση ενίσχυσε τις ευρωσκεπτικιστικές-κεντρόφυγες τάσεις στο Η.Β. και τροφοδότησε το φαντασιακό όσων, με εθνικιστική ζέση, επικαλούνται τις ένδοξες ημέρες της πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας, «στην οποία ο ήλιος δεν έδυε ποτέ». Αλλά, μια Βρετανία εκτός Ε.Ε. θα οδηγούσε σε μια δραματική απομείωση του λόγου και του ρόλου της στις διεθνείς υποθέσεις, «οι ΗΠΑ θα ενδιαφέρονταν πολύ λιγότερο για τη Βρετανία, αν αυτή αφήσει την Ε.Ε.», πράγμα που κατέστησε σαφές και ο Μπαράκ Ομπάμα, επισκεπτόμενος τον Απρίλιο το Λονδίνο.
Μια αποχώρηση του Η.Β. από την Ε.E. θα προκαλούσε μείζονα ζητήματα ασφαλείας για το σύνολο της Ευρώπης, θα έβαζε σε πειρασμό τη Μόσχα να ενισχύσει τις φυγόκεντρες, διαλυτικές τάσεις στο εσωτερικό της Ε.Ε. και θα πρόσφερε τη δικαιολογία που χρειάζεται το Βερολίνο για να ξεδιπλώσει τις ηγεμονικές βλέψεις του. Σε μια χώρα, στην οποία η παράδοση βιώνεται ως καθημερινότητα και μετασχηματίζεται σε οδηγό ζωής, η επίκληση της εθνικής κυριαρχίας ασκεί μεγάλη σαγήνη σε εκτεταμένα στρώματα του πληθυσμού. Στάση από την οποία δεν φαίνεται να μένει ανεπηρέαστη και η βρετανική ελίτ, που εμφανίζεται βαθιά διχασμένη. Αυτό που ξεκίνησε ως άσκηση δημοκρατίας, αλλά στην ουσία δεν ήταν παρά μια κίνηση «φυγής προς τα εμπρός» του πρωθυπουργού Κάμερον για να αποσοβήσει τη διάσπαση του κόμματός του, κινδυνεύει να μετατραπεί σε παράγοντα διάλυσης του Η.Β. και να πυροδοτήσει ανάλογες διεργασίες και στην Ε.E. Σε λίγες ημέρες, ο βρετανικός λαός θα δώσει σε όλους τις απαντήσεις που τώρα αναζητούν.