Μπείτε στον κόσμο των προνομίων της Ναυτεμπορικής. Γίνετε συνδρομητής στην έντυπη έκδοση και αποκτήστε άμεση πρόσβαση σε όλα τα Premium Services.
Η Ελλαδική Εκκλησία θρηνεί τον Προκαθήμενό της. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης εκοιμήθη, ταλαιπωρημένος από τη μακρά ασθένειά του. Ο μακαριστός, μέχρι την τελευταία στιγμή, στάθηκε πραγματικά όρθιος, υπερήφανος, ασυμβίβαστος, πιστός στο θέλημα του Θεού και, κυρίως, προετοιμασμένος για το τέλος του. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του μιλούσε για το θάνατο και τη συνειδητοποίηση του γεγονότος αυτού από το σύγχρονο άνθρωπο.
«(...) Στρέφει το βλέμμα προς τους αγγέλους, αλλά άπρακτα εκλιπαρεί. Απλώνει τα χέρια προς τους ανθρώπους και δεν υπάρχει κανείς να τον βοηθήσει». Με αυτούς τους στίχους του Ιωάννη Δαμασκηνού περιέγραφαν την κατάσταση που βίωνε ο Αρχιεπίσκοπος κληρικοί οι οποίοι υπηρέτησαν κοντά του, όπως έγραφε χθες «Το Βήμα». Η κάθε μέρα που ξημέρωνε, για τον Αρχιεπίσκοπο ήταν ένα Θείο δώρο. Και η προτροπή που απηύθυνε προς τους κληρικούς - μητροπολίτες, αρχιμανδρίτες και πρεσβυτέρους - ήταν: «Να παρακαλάτε τον Θεό να μην υποφέρω».
Κατά τη διάρκεια της πολυκύμαντης αρχιεροσύνης του, ο Χριστόδουλος πραγματοποίησε πολύπλευρο έργο, με σημαντικότερο, κατά την άποψή μας, την αναβάθμιση της Εκκλησίας στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Υπό την ηγεσία του είχε προαχθεί το έργο της Εκκλησίας στον κοινωνικό τομέα. Η ενίσχυση των υπαρχόντων και η ίδρυση νέων οργανισμών καλύπτουν τομείς, όπως η βιοηθική, η μέριμνα για τους τοξικομανείς η συμπαράσταση προς τους οικονομικούς πρόσφυγες, την κακοποιημένη γυναίκα, την άγαμη μητέρα, τα θύματα του trafficking κ.λπ., συνοδεύτηκε από παρεμβάσεις που οδήγησαν στη δημιουργία δικτύου δεκάδων βρεφονηπιακών σταθμών για τη στήριξη της εργαζόμενης γυναίκας, τη μεθοδική στήριξη των πτωχών και πολύτεκνων οικογενειών κ.λπ.
Ιδιαίτερη αναφορά - οφειλόμενη πρέπει να γίνει για το ενδιαφέρον του Αρχιεπισκόπου για τη νεολαία. Η φράση-πρόσκληση προς τους νέους «Ελάτε όπως είστε στην Εκκλησία» συγκίνησε, έδωσε μια άλλη εικόνα στην Εκκλησία η οποία, κατά την άποψη του Προκαθημένου της, δεν μπορεί και δεν πρέπει να μένει στάσιμη αλλά να αφουγκράζεται τις ανάγκες του κάθε ανθρώπου.
Οι τοποθετήσεις του Αρχιεπισκόπου δεν αφορούσαν μόνο εκκλησιαστικά θέματα, αλλά ευρύτερα κοινωνικά και εθνικά. Το γεγονός αυτό ενοχλούσε τους πολιτικούς οι οποίοι διαμαρτύρονταν άλλοτε χλιαρά, άλλοτε έντονα για τις τοποθετήσεις αυτές, συνιστώντας στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο να ασχολείται «με τα του οίκου του».
Το 1998, μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, τρείς ήταν οι επικρατέστεροι υποψήφιοι: ο Δημητριάδος Χριστόδουλος, ο Θηβών Ιερώνυμος και ο τότε Αλεξανδρουπόλεως (νύν Θεσσαλονίκης) Ανθιμος. Εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ο από Δημητριάδος Χριστόδουλος, ο οποίος προκάλεσε αίσθηση στην κοινή γνώμη, από την πρώτη στιγμή που άρχισε να διαβάζει τον «επιβατήριο» λόγο του στον κατάμεστο μητροπολιτικό ναό Αθηνών.
Η μεγάλη σύγκρουση του Αρχιεπισκόπου με την πολιτεία έγινε επί Πρωθυπουργίας του κ. Κ. Σημίτη, όταν αποφασίστηκε να καταργηθεί η αναγραφή του θρησκεύματος στα Δελτία Αστυνομικής Ταυτότητας. Η Εκκλησία συγκέντρωσε πάνω από 3 εκατομμύρια υπογραφές Ελλήνων πολιτών που ζητούσαν να γίνει δημοψήφισμα, προκειμένου ο ελληνικός λαός να αποφασίσει αν θα έπρεπε να αναγράφεται ή όχι το θρήσκευμα στις ταυτότητες.
Μεσίστιες κυματίζουν οι σημαίες στην Ιερά Σύνοδο για τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου. Τετραήμερο πένθος για το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου κηρύχθηκε στη χώρα με απόφαση του υπουργείου Εσωτερικών. Συγκεκριμένα όπως ανακοινώθηκε, από σήμερα οι σημαίες στα κτίρια των δημόσιων υπηρεσιών θα κυματίζουν μεσίστιες, ενώ η ημέρα της κηδείας θα είναι αργία για τους δημόσιους υπαλλήλους.
Για πρώτη φορά στα χρονικά, το 2001 αρχίζει να διαφαίνεται ότι ο Αρχιεπίσκοπος θα δεχθεί στην Αθήνα τον τότε Πάπα Ιωάννη Παύλο τον Β΄, γεγονός που πριν συμβεί φαινόταν αδιανόητο. Υπήρξαν κάποιες αντιδράσεις, υπήρξαν ανακοινώσεις από φανατικούς, όμως ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος καταφέρνει και πείθει πρωτίστως τους ιεράρχες και ο Πάπας επισκέπτεται την Αθήνα, κατόπιν προσκλήσεως του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλου. Στο αρχιεπισκοπικό Μέγαρο, και παρουσία των μελών της Ιεράς Συνόδου, ο Ποντίφηκας ζήτησε συγγνώμη για τα δεινά του παρελθόντος.