Η διατλαντική εταιρική σχέση συναλλαγών και επενδύσεων (TTIP) μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών είναι η πλέον συζητηθείσα εμπορική διαπραγμάτευση στη σύγχρονη εποχή, γράφει η Cecilia Malmstrom.
Από την έντυπη έκδοση Της Cecilia Malmstrom
Επιτρόπος της Ευρωπαϊκής Ενωσης για το Εμπόριο
Η διατλαντική εταιρική σχέση συναλλαγών και επενδύσεων (TTIP) μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών είναι η πλέον συζητηθείσα εμπορική διαπραγμάτευση στη σύγχρονη εποχή.
Πολλοί άνθρωποι σε ολόκληρη την Ευρώπη έχουν εκφράσει την ελπίδα ότι θα συμβάλει στην ανάπτυξη στενότερων δεσμών με τον μεγαλύτερο εμπορικό μας εταίρο. Ωστόσο, πολλοί είναι αυτοί που ανησυχούν για τον δυνητικό αντίκτυπο της συμφωνίας σχετικά με θέματα όπως οι ρυθμίσεις για την ασφάλεια των τροφίμων και το περιβάλλον ή η παροχή δημόσιων υπηρεσιών όπως η υγεία ή η εκπαίδευση.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία διεξάγει τις διεθνείς εμπορικές διαπραγματεύσεις εξ ονόματος των 28 κρατών-μελών της Ε.Ε., συμμετέχει ενεργά σε αυτές τις συζητήσεις, στο διαδίκτυο και διά ζώσης, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις προτάσεις και τις κριτικές. Για παράδειγμα, θέσαμε τις διαπραγματεύσεις σε δημόσιο έλεγχο, δημοσιεύοντας στο διαδίκτυο τις προτάσεις της Ε.Ε. Επίσης, παρουσιάσαμε μία εκ βάθρων μεταρρυθμισμένη προσέγγιση του ευαίσθητου ζητήματος που αφορά την καλύτερη δυνατή προστασία των επενδύσεων.
Η ΤΤΙΡ αποτελεί ένα μόνο μέρος της εμπορικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που σήμερα περιλαμβάνει εργασίες για περισσότερες από 20 συμφωνίες με περισσότερες από 60 χώρες. Ομως, από τις συζητήσεις για την TTIP προκύπτουν διδάγματα σχετικά με τη συνολική προσέγγιση.
Σήμερα, εγκαινιάζοντας μια νέα συνολική εμπορική και επενδυτική στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ενωσης, κάνουμε τα εν λόγω διδάγματα πράξη, με τον σχεδιασμό μιας πιο υπεύθυνης εμπορικής πολιτικής βάσει των αρχών της αποτελεσματικότητας και της συνοχής με τις ευρωπαϊκές αξίες.
Αποτελεσματικότητα σημαίνει μια εμπορική πολιτική που προωθεί την ανάπτυξη και την απασχόληση προς όφελος όσο το δυνατόν περισσότερων Ευρωπαίων. Ενα από τα ερωτήματα που προέκυψαν στο πλαίσιο των συζητήσεων γύρω από την TTIP είναι «ποιον εξυπηρετεί στην πράξη η εμπορική πολιτική της Ε.Ε.;». Πρέπει να καταστεί σαφές ότι η εμπορική πολιτική αφορά τους πάντες - καταναλωτές, εργαζόμενους και μικρότερες επιχειρήσεις, παράλληλα με τους μεγάλους παγκόσμιους συντελεστές. Το εμπόριο συνιστά πηγή απασχόλησης. Σήμερα, οι θέσεις εργασίας περισσότερων από 30 εκατομμύρια Ευρωπαίων εξαρτώνται από τις εξαγωγές μας. Αυτό σημαίνει μία στις επτά θέσεις εργασίας.
Στην Ελλάδα ο αντίστοιχος αριθμός είναι 348.000, καθώς η εργασία 330.00 Ελλήνων και επιπλέον 18.000 σχετίζεται με εξαγωγές προς τρίτες χώρες από την Ελλάδα και άλλα ευρωπαϊκά κράτη αντίστοιχα. Η ανοικτή εμπορική πολιτική της Ευρώπης οδηγεί επίσης στη μείωση των τιμών και διευρύνει δυνατότητες επιλογής για τους καταναλωτές. Και οι μμε αποτελούν το ένα τρίτο των ευρωπαϊκών εξαγωγών.
Χρειάζεται, ωστόσο, να κάνουμε περισσότερα για να διασφαλιστεί ότι η εμπορική πολιτική ωφελεί αποτελεσματικότερα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό ατόμων. Πρέπει να δώσουμε συνέχεια στις εμπορικές συμφωνίες για να διασφαλίσουμε ότι οι εταιρείες έχουν συνειδητοποιήσει ότι τα εμπόδια έχουν αρθεί και για να φθάσουν τα οφέλη ως τους καταναλωτές.
Θα πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις έχουν όλες τις πληροφορίες σχετικά με τις νέες ευκαιρίες που χρειάζονται για να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που παρέχουν οι εμπορικές συμφωνίες. Και πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι στις ολιγάριθμες περιπτώσεις που Ευρωπαίοι εργαζόμενοι ζημιώνονται από τον διεθνή ανταγωνισμό, διατίθενται πόροι για να τους βοηθήσουμε να αποκτήσουν νέες δεξιότητες και να βρουν νέες θέσεις εργασίας. Η νέα προσέγγιση θα διαθέσει περισσότερους πόρους και για τους τρεις αυτούς στόχους.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν έχει σημασία αν δεν διαθέτουμε εμπορικές συμφωνίες υψηλού επιπέδου, που να δημιουργούν με αποτελεσματικό τρόπο νέες οικονομικές ευκαιρίες. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε τους σημερινούς εμπορικούς φραγμούς. Για παράδειγμα, πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι οι επιχειρήσεις της Ε.Ε. μπορούν να πωλούν ψηφιακές υπηρεσίες σε ολόκληρο τον κόσμο και ότι οι τεχνικοί μας μπορούν να ταξιδεύουν στο εξωτερικό, όταν χρειάζεται να εγκαταστήσουν ή να συντηρήσουν προϊόντα υψηλής τεχνολογίας όπως οι ανεμογεννήτριες.
Σημαίνει επίσης ότι πρέπει να συνάψουμε σχέσεις με τις σημαντικότερες οικονομίες του κόσμου. Η νέα στρατηγική καθιστά σαφές ότι η ολοκλήρωση του γύρου της Ντόχα για τις πολυμερείς εμπορικές διαπραγματεύσεις, η TTIP, η συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών με την Ιαπωνία και η επενδυτική μας συμφωνία με την Κίνα αποτελούν προτεραιότητες. Προαναγγέλλει επίσης την πρόθεσή μας -αν και εφόσον διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες- να αρχίσουμε συνομιλίες με χώρες όπως η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, οι Φιλιππίνες και η Ινδονησία. Με το Μεξικό, τη Χιλή και την Τουρκία, που αποτελεί στενό μας εταίρο, επιθυμούμε να επικαιροποιήσουμε τις ισχύουσες συμφωνίες.
Αυτό που κυρίως μας έδειξαν οι συζητήσεις γύρω από την TTIP είναι ότι οι Ευρωπαίοι πιστεύουν ότι το εμπόριο δεν αφορά μόνο την οικονομική αποδοτικότητα. Και έχουν δίκιο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η νέα εμπορική στρατηγική τοποθετεί επίσης στο επίκεντρο των εργασιών μας την ιδέα ότι το εμπόριο θα πρέπει να συνάδει πλήρως με τις ευρωπαϊκές αξίες μας.
Η εμπορική πολιτική πρέπει να υποστηρίζει τις επιλογές που κάνουν οι Ευρωπαίοι ως κοινωνία. Η νέα εμπορική στρατηγική δεσμεύεται ότι καμία εμπορική συμφωνία δεν θα υπονομεύσει τα κανονιστικά πρότυπα της Ε.Ε. Οποιαδήποτε αλλαγή του επιπέδου προστασίας που συνδέεται με μια εμπορική συμφωνία δεν μπορεί παρά να ενισχύει το υφιστάμενο επίπεδο προστασίας, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλειας των τροφίμων, του περιβάλλοντος ή της προστασίας των δεδομένων.
Περιγράφει επίσης τη νέα προσέγγιση της Ε.Ε. όσον αφορά τους κανόνες για την προστασία των διεθνών επενδύσεων, μια προσέγγιση που θα εγγυάται το δικαίωμα των κυβερνήσεων να νομοθετούν υπέρ του δημοσίου συμφέροντος. Η νέα στρατηγική δίνει επίσης μεγαλύτερη έμφαση στη διαφάνεια των εμπορικών διαπραγματεύσεων. Κατά τις επόμενες εβδομάδες και τους επόμενους μήνες θα δημοσιοποιήσουμε τα διαπραγματευτικά κείμενα της Ε.Ε. σχετικά με πολύ περισσότερες εν εξελίξει εμπορικές διαπραγματεύσεις. Πολλά θα αναρτηθούν στον δικτυακό τόπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Οι εμπορικές συναλλαγές θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως πολιτικό μέσο για την προώθηση των ευρωπαϊκών -και των οικουμενικών- αξιών σε όλο τον κόσμο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο προτείνουμε όλες οι νέες εμπορικές συμφωνίες της Ε.Ε. να συμπεριλαμβάνουν φιλόδοξες διατάξεις για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Επίσης, θα ενισχύσουμε τον διάλογο με τις αναπτυσσόμενες χώρες στις οποίες οι εμπορικές προτιμήσεις της Ε.Ε. μπορούν να έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στην καταπολέμηση της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Επιπλέον, σε μια εποχή όπως τη σημερινή όπου οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού είναι στενά αλληλεξαρτώμενες, οι καταναλωτές επιθυμούν διαβεβαιώσεις ότι τα προϊόντα που αγοράζουν έχουν παραχθεί υπό θεμιτές συνθήκες εργασίας και χωρίς να βλάπτεται το περιβάλλον.
Χρησιμοποιούμε ήδη τις εμπορικές συμφωνίες για να ενθαρρύνουμε τους εταίρους μας να υπογράψουν και να υλοποιήσουν διεθνείς συμβάσεις για τα εργασιακά δικαιώματα και το περιβάλλον, οι οποίες καλύπτουν θέματα από τις διακρίσεις λόγω φύλου στον χώρο εργασίας έως τα επαπειλούμενα είδη. Οι εμπορικές συμφωνίες της Ε.Ε. υποστηρίζουν επίσης την οικονομική ανάπτυξη των φτωχότερων χωρών του πλανήτη.
Στο πλαίσιο της νέας στρατηγικής θα διατηρηθεί αυτή η εστίαση και θα ενισχυθεί, για παράδειγμα, με την ιεράρχηση των εργασιών μας για την κατάργηση της παιδικής εργασίας. Στο πλαίσιο της TTIP, ειδικότερα, σχεδιάζουμε οι κανόνες μας για το εμπόριο και την αειφόρο ανάπτυξη να υπερβαίνουν τα όσα έχουν πράξει κατά το παρελθόν οι ΗΠΑ ή η Ε.Ε., συμπεριλαμβάνοντας φιλόδοξες διατάξεις για τα εργασιακά δικαιώματα και την προστασία του περιβάλλοντος.
Οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν ότι το εμπόριο μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση των συνθηκών μας διαβίωσης. Οι συζητήσεις για την TTIP έδειξαν ότι θέλουν επίσης να είναι βέβαιοι ότι τα οφέλη δεν θα αποβούν σε βάρος των αξιών και της ταυτότητάς μας. Η νέα αυτή στρατηγική συνδυάζει τους δύο στόχους, με αποτελεσματικό και υπεύθυνο τρόπο που προωθεί τις αρχές, παράλληλα με την ευημερία.