Η αναζήτηση μιας νέας λαϊκής εντολής περιλαμβάνεται στους σχεδιασμούς του Μεγάρου Μαξίμου, στην περίπτωση που η κατάληξη της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους και πιστωτές διαψεύσει τους προεκλογικούς υπολογισμούς. Τα εργαλεία που υπάρχουν στη διάθεση της κυβέρνησης είναι οι εκλογές και το δημοψήφισμα.
Εκλογές
Η νέα προσφυγή στις κάλπες αποτελεί εισήγηση μιας σειράς παραγόντων του κυβερνώντος κόμματος, την οποία πάντως το Μέγαρο Μαξίμου επισήμως αποκλείει ως ενδεχόμενο. Η κυβέρνηση δύναται να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, αφού ζητήσει τη διάλυση της Βουλής, επικαλούμενη κάποιο ιδιαιτέρως σοβαρό εθνικό θέμα. Πρακτικά, έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει και να ορίσει το θέμα για το οποίο συντρέχει ο λόγος της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες όπως η ίδια το αντιλαμβάνεται.
Στην προκειμένη περίπτωση, επειδή η κυβέρνηση δεν έχει ολοκληρώσει 12 μήνες θητείας, δεν έχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί το άρθρο 41 (παράγραφος 2) του Συντάγματος περί ανανέωσης της λαϊκής εντολής «προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας». Δικαιούται ωστόσο να επικαλεστεί το άρθρο 38 (παράγραφος 1) περί απαλλαγής της από τα κυβερνητικά καθήκοντα μετά από παραίτηση.
Η εξέλιξη αυτή ενεργοποιεί αυτομάτως το άρθρο 37, με βάση το οποίο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον πρωθυπουργό και, με πρότασή του, διορίζει και παύει τα λοιπά μέλη της κυβέρνησης και τους υφυπουργούς. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί στο εδάφιο 3 του ίδιου άρθρου το οποίο προβλέπει την παροχή διερευνητικής εντολής στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος και, αν αυτή δεν τελεσφορήσει, στον αρχηγό του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος. Η εκάστοτε διερευνητική εντολή διαρκεί τρεις ημέρες.
Aν οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων. Αν και εκεί επιβεβαιώσει την αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης που να διασφαλίζει την εμπιστοσύνη της Bουλής, τότε επιδιώκει τον σχηματισμό κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Bουλής για τη διενέργεια εκλογών. Αν αποτύχει, τότε αναθέτει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Eπικρατείας (ή του Aρείου Πάγου ή του Eλεγκτικού Συνεδρίου) τον σχηματισμό κυβέρνησης, όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, με σκοπό τη διενέργεια εκλογών και τελικά διαλύει τη Βουλή.
Συνεπώς, αν η κυβέρνηση επιχειρήσει υπό αυτές τις συνθήκες να οδηγήσει τη χώρα σε νέες εκλογές, θα δώσει θεωρητικά τη δυνατότητα στην αντιπολίτευση να συγκροτήσει κυβέρνηση (Έδρες: ΣΥΡΙΖΑ 149 - ΝΔ 76 - ΧΑ 17 - ΠΟΤΑΜΙ 17- ΚΚΕ 15 - ΑΝΕΛ 13 - ΠΑΣΟΚ 13). Αν η αντιπολίτευση δεν το καταφέρει, που είναι και το επικρατέστερο σενάριο καθώς θα πρέπει να συνεργαστούν όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα (συν τη Χρυσή Αυγή) πλην του ΣΥΡΙΖΑ, τότε θα συγκροτηθεί υπηρεσιακή κυβέρνηση διενέργειας εκλογών. Σε αυτήν την περίπτωση, αν η κυβέρνηση δεν επιτύχει με τους εταίρους και πιστωτές μια συμφωνία η οποία θα αποδεσμεύσει τουλάχιστον ένα μέρος της χρηματοδότησης, και δεδομένης της υφιστάμενης πραγματικά οριακής κατάστασης της ρευστότητας του ελληνικού δημοσίου, υπάρχει η πιθανότητα να σκάσει η «βόμβα» στα χέρια της υπηρεσιακής κυβέρνησης.
Δημοψήφισμα
Η επιλογή του δημοψηφίσματος αποτελεί επίσης εισήγηση μιας σειράς παραγόντων του κυβερνώντος κόμματος, την οποία έχει επιβεβαιώσει επισήμως ως ενδεχόμενο και ο ίδιος ο πρωθυπουργός.
Το άρθρο 44 του Συντάγματος (παράγραφος 2) προβλέπει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει τη δυνατότητα προκήρυξης δημοψηφίσματος, με διάταγμα, για «κρίσιμα εθνικά θέματα», ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας (151 ψήφοι) του συνόλου των βουλευτών και μετά από σχετική εισήγηση του υπουργικού συμβουλίου. Πρακτικά, η κυβέρνηση έχει κι εδώ τη δυνατότητα να διατυπώσει και να ορίσει το θέμα για το οποίο συντρέχει ο λόγος προκήρυξης δημοψηφίσματος όπως η ίδια τον αντιλαμβάνεται.
Βεβαίως το ερώτημα οφείλει να διατυπώνεται με τρόπο που θα οδηγεί στην απάντηση του πολίτη με ένα «ναι» ή ένα «όχι». Για παράδειγμα, «Να γίνει αποδεκτή η συμφωνία με το Eurogroup; Ναι ή όχι;». Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, που αποτελεί και την αιτία περιορισμένων δημοψηφισμάτων διεθνώς (σύμφωνα με τη μελέτη ειδικών του συνταγματικού δικαίου, συναντώνται κυρίως σε περιπτώσεις είτε δικτατορικών καθεστώτων είτε τοπικών διοικήσεων για θέματα με απλές και καλά γνωστές παραμέτρους), η διατύπωση του ερωτήματος αποτελεί ιδιαίτερα κρίσιμη παράμετρο, καθώς τα περισσότερα μείζονα ζητήματα δεν προσφέρονται για μονολεκτικές απαντήσεις.
Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, ο τελικός χαρακτήρας του ερωτήματος θα καθοριστεί από το πολιτικό αφήγημα που θα το συνοδεύσει την περίοδο ενόψει της ημέρας του δημοψηφίσματος. Για παράδειγμα, αν η πλειοψηφία ψηφίσει «όχι» στη συμφωνία με το Eurogroup αυτό θα συνεπάγεται και «όχι» στο ευρώ; Και αν δεν θα συνεπάγεται «όχι» στο ευρώ, τότε τι θα συμβεί, δεδομένου ότι η κοινή γνώμη είπε «όχι» στη συμφωνία που του πρόσφερε το ευρώ;
Πάντως, το επιχείρημα ότι το Σύνταγμα απαγορεύει την προκήρυξη δημοψηφίσματος για δημοσιονομικά ζητήματα ευσταθεί μόνο στην περίπτωση των ψηφισμένων νομοσχεδίων. Συνεπώς, δημοψήφισμα δύναται να προκηρυχθεί ακόμη και για δημοσιονομικό ζήτημα, εντασσόμενο απλώς στην κατηγορία των δημοψηφισμάτων περί «κρίσιμων εθνικών θεμάτων». Αρκεί να μην αφορά ήδη ψηφισμένο νομοσχέδιο. Άρα η διενέργεια δημοψηφίσματος με αντικείμενο μια συμφωνία με τους εταίρους και πιστωτές, για παράδειγμα στο Eurogroup, μπορεί να εγείρει ενδεχομένως ζήτημα «πολιτικής ηθικής» στην περίπτωση που η απέναντι πλευρά δεν έχει ενημερωθεί προτού δώσει το χέρι, ωστόσο, από συνταγματική άποψη είναι ορθή και διασφαλισμένη.
Σημειωτέον, και στην περίπτωση των πρόωρων εκλογών και στην περίπτωση του δημοψηφίσματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι δεσμευμένος από τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, εφόσον αυτές είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
[email protected]
@VasKostoulas