Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Ακόμα ένα καραβάνι μεταναστών και προσφύγων από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου έφτασε στον Πειραιά. Δεν ξέρω από πού έρχονται, δεν ξέρω πού θα πάνε. Βλέπω σκιές, υποπτεύομαι πληγές. Τα πρόσωπα λιώνουν. Περιγράμματα. Ωσπου, η ματιά πέφτει σε μια σύγχρονη Εκάβη στο λιμάνι.
Μεσόκοπη, μάτια αμυγδαλωτά, βλέμμα που μαστιγώνει τον φακό, χέρια σταυρωμένα στο πιγούνι, πρόσωπο καθάριο, μια ζωή μετέωρη, μια στωικότητα που ξαφνιάζει. Πώς μπορεί; Πώς αντέχει τόση νηφαλιότητα; Δεν έχει εκείνη τη φτωχική και φοβισμένη ή παρακλητική έκφραση. Περίεργες σκέψεις. Μπορεί να φταίει το βίαιο και πυκνό γεγονός. Μπορεί η άνοιξη. Μπορεί να φταίνε τα φεγγάρια, ίσως η ντροπή. Αν της έστελνα ένα μήνυμα, τι θα της έλεγα;
Θα ‘θελα να πω «Σε νιώθω». Δεν μπορώ, γιατί δεν ταιριάζει. Ποια συναισθήματα εκλήθη από τη «μοίρα» να διαχειριστεί; Τι διαδρομή να διανύσει; Ποια ζωή να πεθυμήσει; Πόσα ερωτηματικά να κατάπιε; Κανονικά δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Το «κανονικά» όμως έχει γίνει εντελώς απροσδιόριστο και το «εκεί» υπερχειλίζει την εικόνα.
Εκείνη η γυναίκα, χωρίς όνομα, αλλά μ’ ένα πρόσωπο που καίει. Εντός ηπιότητας. Εκτός κατανάλωσης τραγικών δοκιμασιών και θλίψης. Εντός τερατώδους προσαρμοστικότητας της ανθρώπινης ψυχής. Εκτός αναλύσεων και εκ των πραγμάτων ατελών λύσεων σ’ ένα κολοσσιαίο πρόβλημα, που δεν μπορεί να βαστάξει μια χώρα, πολύ περισσότερο μια λαβωμένη χώρα.
Εκείνη η Εκάβη, σ’ ένα καράβι. Δεν έμαθα τίποτα για τα λιμάνια της. Εμαθα για Δουβλίνο ΙΙ και Σένγκεν, νόμους κι αστυνόμους κι Ευρωπαίους τροχονόμους. Εμαθα για πολιτική ασύλου, σύστημα διάσωσης στη θάλασσα κι επιχείρηση διαφύλαξης συνόρων, για κοινωνία αξιών και ιεραποστολική πίστη στην προοδευτικότητα των δυτικών κοινωνιών.
Εκείνη η Εκάβη, σ’ ένα καράβι. Δεν έμαθα τίποτα για τα λιμάνια της. Εδώ, δεν μάθαμε τόσους αιώνες από τον Ευριπίδη, τον ποιητή των παθών. Ποιος ακούει τους ποιητές, ποιος ακούει τις Τρωάδες για τον παραλογισμό του πολέμου;