Από την έντυπη έκδοση
Σήμερα, όπως και πριν από πέντε χρόνια, άνοιξε πάλι η συζήτηση για το κούρεμα του ελληνικού δημόσιου χρέους. Ομως, όπως και τότε, η Ελλάδα δεν μαστίζεται μόνο από μία κρίση χρέους, αλλά από μία οικονομική κρίση.
Γι’ αυτό η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται ενώπιον της πρόκλησης να αναπτύξει μια συντονισμένη στρατηγική που θα καθιστά βιώσιμο το χρέος, ενώ ταυτόχρονα θα συνεχίσει τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και των δημόσιων θεσμών.
Μέχρι σήμερα η Ελλάδα δεν εκμεταλλεύτηκε τους ιδιαίτερους παραγωγικούς πόρους που διαθέτει στους τομείς της έρευνας και της επιχειρηματικότητας. Μόνο αν αξιοποιήσει αποτελεσματικότερα αυτούς τους πόρους, η χώρα θα μπορέσει να βγει από την κρίση και να προσφέρει ένα καλύτερο μέλλον στους πολίτες της.
Κλειδί για να επιτευχθεί αυτός ο σύνθετος στόχος είναι η εφαρμογή των παρακάτω σημείων:
1. Αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών και των Ευρωπαίων εταίρων.
Ο πραγματικός αντίπαλος της ελληνικής κυβέρνησης δεν συνεδριάζει στις Βρυξέλλες ή στο Βερολίνο, αλλά στην ίδια την Ελλάδα και στις χρηματοοικονομικές αγορές.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ότι οι επενδυτές και οι Ελληνες πολίτες συνεχίζουν να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στη νέα ελληνική κυβέρνηση με συνέπεια τη σημαντική επιδείνωση της κρίσης χρέους των τραπεζών.
Αν συνεχιστεί η φυγή κεφαλαίων από τη χώρα, οι ελληνικές τράπεζες απειλούνται με κατάρρευση. Μία τέτοια τραπεζική κρίση οδηγεί στην επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων και σε λεηλασία των ασφαλιστικών ταμείων. Αυτό θα βαθύνει ακόμη περισσότερο την κρίση των τελευταίων πέντε χρόνων.
Συνεπώς, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των χρηματοοικονομικών αγορών, των πολιτών και των Ευρωπαίων εταίρων της.
Η εμπιστοσύνη μπορεί να επανακτηθεί με μία συντονισμένη στρατηγική μεταρρυθμίσεων για το μέλλον της χώρας.
Καθοριστικό στοιχείο αυτής της στρατηγικής είναι η δέσμευση έναντι πιστωτών, αγορών και πολιτών ότι θα καταργηθούν τα προνόμια επιμέρους κατηγοριών και θα συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις στη χώρα. Η παράταση του υφιστάμενου προγράμματος είναι ορθή, αλλά βοηθά μόνο στην αγορά χρόνου, δεν λύνει τα θεμελιώδη προβλήματα.
Ως εκ τούτου, απαιτούνται σαφείς δεσμεύσεις για:
-
Την οικονομία της αγοράς και τον υγιή ανταγωνισμό.
-
Την παραμονή στο ευρώ και την Ε.Ε. με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αυτή συνεπάγεται.
-
Την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την προστασία των ιδιωτικών καταθέσεων στις τράπεζες.
-
Την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.
-
Ενα νέο μεταρρυθμιστικό και αναπτυξιακό πρόγραμμα με την Ε.Ε. και το ΔΝΤ.
2. Διασφάλιση βιωσιμότητας του χρέους.
Υπάρχουν δύο εναλλακτικές λύσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους προς το συμφέρον της Ελλάδας και της Ε.Ε.: Επιμήκυνση του δημόσιου χρέους και μείωση των επιτοκίων -εκεί που δεν έχει ήδη γίνει-, είτε αναπτυξιακή ρήτρα διασύνδεσης του επιτοκίου με την πορεία ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
3. Συνέχιση και προσαρμογή της μεταρρυθμιστικής πορείας.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος, που έχουν επανειλημμένα αναφερθεί, είναι επιβεβλημένες για τη μείωση της γραφειοκρατίας σχετικά με το άνοιγμα, τη λειτουργία και το κλείσιμο των επιχειρήσεων. Είναι ο καλύτερος τρόπος για την καταπολέμηση της διαφθοράς.
Οποιος θέλει να αξιοποιήσει καλύτερα τους παραγωγικούς πόρους της Ελλάδας, πρέπει επίσης να προωθήσει τη μεταφορά γνώσης μεταξύ ερευνητικών κέντρων και ιδιωτικών εταιρειών.
4. Αλλαγή στη μορφή επιτήρησης των μεταρρυθμίσεων.
Η μεταρρυθμιστική διαδικασία τα τελευταία πέντε χρόνια απέτυχε. Στο νέο ξεκίνημα, οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να προωθούνται ως μια μελλοντική προοπτική, παρά τη συνέχιση της λιτότητας. Οι δομικές μεταρρυθμίσεις δεν είναι ταυτόσημες με τη λιτότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να εγκολπωθεί τις μεταρρυθμίσεις ως δικό της στόχο.
5. Ενίσχυση του ελληνικού συστήματος καινοτομίας.
Στην Ελλάδα δεν θα υπάρξει βιώσιμη ανάπτυξη, όσο οι δυνάμεις της καινοτομίας δεν μπορούν να δραστηριοποιηθούν στη χώρα και φεύγουν στο εξωτερικό.
Επί χρόνια η Ελλάδα επενδύει μόλις 0,7% του ΑΕΠ στην έρευνα και ανάπτυξη. Αλλες χώρες της Ευρωζώνης επενδύουν περίπου 3% του ΑΕΠ στο μέλλον της χώρας τους. Χωρίς να κλείσει αυτό το χάσμα επενδύσεων στο σύστημα καινοτομίας, η Ελλάδα δεν θα μπει σε βιώσιμη τροχιά.
Είναι ολέθριο το γεγονός ότι η προηγούμενη κυβέρνηση, ενώ εφάρμοσε το σχέδιο λιτότητας μειώνοντας τα μισθολογικά κόστη, αμέλησε τις μεταρρυθμίσεις σε άλλους τομείς. Η Ελλάδα συνεχίζει να υποφέρει από ένα υπερβολικά ρυθμιστικό θεσμικό πλαίσιο για τις επιχειρήσεις που αποβαίνει εις βάρος των επιχειρηματιών και των μισθωτών.
H βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μπορεί να στοχεύει σε δύο κατευθύνσεις: Αφενός να καταστήσει την παραγωγική διαδικασία φτηνότερη μειώνοντας τους μισθούς (αυτό έχει συμβεί ήδη) και αφετέρου να αυξήσει την παραγωγικότητα με την ενίσχυση του σκέλους της καινοτομίας στην παραγωγική διαδικασία. Αυτό λείπει. Αλλά μόνο με αυτόν τον τρόπο θα διασφαλιστούν μεσοπρόθεσμα μισθολογικές αυξήσεις με όρους αγοράς.
Εάν, αντίθετα, η νέα κυβέρνηση αυξήσει απλά τους μισθούς με κυβερνητικές αποφάσεις και κρατικά διατάγματα, θα οδηγήσει τη χώρα σε οικονομική καταστροφή, διότι θα χάσει παντελώς την ανταγωνιστικότητά της.
ΜΑΡΣΕΛ ΦΡΑΤΣΕΡ, Πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών στο Βερολίνο (DIW).
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΡΗΤΙΚΟΣ, Διευθυντής έρευνας του Ινστιτούτου.