Εποχική γρίπη: Τι είναι και πότε θα πρέπει να ανησυχήσουμε…

Τρίτη, 03 Φεβρουαρίου 2015 11:58
UPD:12:01
Shutterstock

Η μετάδοση της γρίπης γίνεται κυρίως αερογενώς, δηλαδή διαμέσου των σταγονιδίων που εκπέμπει κάποιος με το βήχα ή το φτάρνισμα.

A- A A+

Όταν αναφερόμαστε στον όρο γρίπη εννοούμε μία οξεία πάθηση του αναπνευστικού συστήματος, η οποία προκαλείται από τους διάφορους ιούς της γρίπης.

Η γρίπη χαρακτηρίζεται από συμπτώματα θορυβώδη που περιλαμβάνουν υψηλό πυρετό, πονοκέφαλο, πόνους στους μύες και στις αρθρώσεις, ξηρό βήχα και πόνο στο λαιμό.

Η μετάδοση της γρίπης γίνεται κυρίως αερογενώς, δηλαδή διαμέσου των σταγονιδίων που εκπέμπει κάποιος με το βήχα ή το φτάρνισμα. Εκτός από αυτόν τον κύριο τρόπο μετάδοσης της γρίπης, ένας άλλος τρόπος μετάδοσης είναι και μέσω των χεριών, με τα οποία αγγίζουμε μολυσμένες επιφάνειες με τον ιό της γρίπης και στη συνέχεια τα μάτια μας, τη μύτη ή το στόμα μας, διασπείροντας έτσι τη μετάδοση της γρίπης. Η νόσος μεταδίδεται μία μέρα πριν εμφανιστούν τα συμπτώματα έως και επτά ημέρες μετά.

Εκτός από τα συνήθη συμπτώματα της γρίπης υπάρχουν και ανησυχητικά σημεία τα οποία θα πρέπει να μας κατευθύνουν ώστε να αναζητήσουμε ιατρική βοήθεια.  Αυτά είναι:

1.     Όταν ο πυρετός είναι  υψηλός και διαρκεί πολλές ημέρες ( συνήθως πάνω από 3 ημέρες)

2.     Όταν υπάρχει δυσκολία στην αναπνοή

3.     Όταν ο ασθενής αναφέρει πόνο στο στήθος

4.     Όταν υπάρχουν διαταραχές στην επικοινωνία, λιποθυμικά επεισόδια ή υπνηλία (ειδικά στα παιδιά)

5.     Όταν ενώ ο ασθενής παρουσίασε βελτίωση των συμπτωμάτων, επανεμφανίζει υψηλό πυρετό ή βήχα

Η γρίπη συχνά συγχέεται με το κοινό κρυολόγημα το οποίο προκαλείται από διαφορετικούς ιούς σε σχέση με τη γρίπη.

Ειδικότερα η γρίπη χαρακτηρίζεται συνήθως από υψηλό πυρετό, πονοκέφαλο, έντονους μυϊκούς πόνους, εξάντληση και βήχα ενώ στο κοινό κρυολόγημα τα παραπάνω συμπτώματα είναι πιο ήπια. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της γρίπης που τη διαφοροποιεί από το κοινό κρυολόγημα είναι το γεγονός ότι η γρίπη μπορεί να εμφανίσει σοβαρές επιπλοκές, ενώ το κοινό κρυολόγημα σπάνια εμφανίζει επιπλοκές. 
Οι κυριότερες επιπλοκές της γρίπης  είναι η πνευμονία, η παρόξυνση ορισμένων χρόνιων παθήσεων όπως το άσθμα και η χρόνια βρογχίτιδα  ενώ όταν συνοδεύεται από διάρροιες ή εμέτους ειδικά στα παιδιά  μπορεί να οδηγήσει σε αφυδάτωση.

Οι παραπάνω επιπλοκές συνήθως εμφανίζονται σε άτομα με ιστορικό χρόνιων παθήσεων όπως οι πάσχοντες από χρόνιες πνευμονοπάθειες, καρδιακή ανεπάρκεια, νεφρική ανεπάρκεια και άλλα χρόνια νοσήματα, ενώ στις ομάδες υψηλού κινδύνου ανήκουν και τα άτομα άνω των 60 ετών, οι έγκυες και τα βρέφη.

Έτσι εάν κάποιος εμφανίσει συμπτώματα γρίπης και ανήκει σε κάποια από τις ομάδες υψηλού κινδύνου, θα πρέπει άμεσα να επικοινωνήσει με το γιατρό του.

Τα μέτρα προφύλαξης είναι :

1.     Η αποφυγή επαφής με τους πάσχοντες

2.     Το συχνό πλύσιμο των χεριών

3.     Η κάλυψη με χαρτομάντιλο του στόματος και της μύτης όταν βήχουμε ή φτερνιζόμαστε

4.     Η παραμονή στο σπίτι όταν είμαστε άρρωστοι

Ο καλύτερος τρόπος προφύλαξης όμως είναι ο εμβολιασμός, ο οποίος διενεργείται τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο όπου  δύο εβδομάδες μετά από τον εμβολιασμό αρχίζουν να δημιουργούνται από τον οργανισμό αντισώματα για τη γρίπη, με την αποτελεσματικότητα του εμβολίου να φτάνει το 70%-90%.

Τα  άτομα τα οποία πρέπει να εμβολιάζονται απαραίτητα είναι υγιείς  άτομα άνω των 60 ετών καθώς και άτομα κάτω των 60 ετών τα οποία πάσχουν από χρόνιες παθήσεις  όπως νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος (π.χ. Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια), του κυκλοφορικού συστήματος (π.χ. Στεφανιαία νόσος), πάσχοντες από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, καρκινοπαθείς και γενικά ανοσοκατασταλμένα άτομα.

Εκτός από τον εμβολιασμό υπάρχουν και φάρμακα που εφαρμόζονται για τη θεραπεία της γρίπης που είναι τα λεγόμενα αντιιΐκά φάρμακα από τα οποία τα πιο αποτελεσματικά θεωρούνται η Ζαναμιβίρη και η Οσελταμιβίρη διότι είναι δραστικά έναντι και των δύο τύπων του ιού της γρίπης Α και Β.

Η χορήγηση ή όχι των αντιιΐκών φαρμάκων ανήκει στην κρίση του θεράποντα ιατρού, έχουν καλύτερο αποτέλεσμα  εάν χορηγηθούν μέσα στις δύο πρώτες ημέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων, ενώ στους ασθενείς υψηλού κινδύνου, εάν χορηγηθούν έγκαιρα μπορούν να αποτρέψουν μία δυσμενή και με επιπλοκές εξέλιξη της νόσου.

Dr. Γεώργιος Ι. Τασόπουλος MD,PhD
Πνευμονολόγος-Εντατικολόγος
www.pneumonologiko-iatreio.com
[email protected]

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή