Δεδομένη χαρακτηρίζουν Γερμανοί αναλυτές την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες μετά την επίσπευση της προεδρικής εκλογής, σημειώνει η Deutsche Welle σε δημοσίευμά της και διερωτάται ποια είναι τα σενάρια της επόμενης ημέρας σε περίπτωση που αναλάβει τη διακυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως επισημαίνεται, η επίσπευση της προεδρικής εκλογής στην Ελλάδα και το ενδεχόμενο πρόωρων εθνικών εκλογών απασχολεί τις τελευταίες ημέρες τον πολιτικό κόσμο της Γερμανίας. Οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν δεδομένο ότι η Ελλάδα οδηγείται σε πρόωρες εκλογές καθώς οι συσχετισμοί δυνάμεων στην παρούσα Βουλή απλώς δεν επιτρέπουν την εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας.
Ο πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης Λάζαρος Μηλιόπουλος είπε στη DW πως «όλα συνηγορούν υπέρ του ότι ο Σαμαράς δεν θα καταφέρει να αποσπάσει την απαιτούμενη πλειοψηφία του κοινοβουλίου για την εκλογή προέδρου, που θα του επέτρεπε να αποτρέψει πρόωρες εκλογές».
«Όλα δείχνουν λοιπόν ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός τα παίζει όλα για όλα επιδιώκοντας την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Δεν μπορώ να αξιολογήσω διαφορετικά την κίνηση αυτή. Μπορώ να φανταστώ ότι οι νυν διαπραγματεύσεις με την τρόικα αφορούν αποφασιστικής σημασίας διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και στα συμφραζόμενα αυτά ο Σαμαράς επιθυμεί μια ξεκάθαρη λαϊκή εντολή, με τον κίνδυνο βέβαια να χάσει τις εκλογές και να παραδώσει την εξουσία στον ΣΥΡΙΖΑ», συμπληρώνει.
Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τον κ. Μηλιόπουλο, υπάρχουν δυο ενδεχόμενα: ή να αποσύρει ο ΣΥΡΙΖΑ τις μαξιμαλιστικές του απαιτήσεις περί ακύρωσης όλων των συμφωνιών και να υιοθετήσει μια πιο μετριοπαθή στάση, που θα του επιτρέψει να ανταποκριθεί στις διεθνείς δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα ή να επιμείνει στη σκληρή του γραμμή, προκαλώντας νέα αναταραχή στις αγορές και επαναφέροντας τη συζήτηση περί εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη. «Θεωρώ όμως εντέλει πιο πιθανό να ακολουθήσει ο ΣΥΡΙΖΑ μια πιο διαλλακτική και μετριοπαθή στρατηγική στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα», προσθέτει.
Παρόμοια είναι και η εκτίμηση του ομότιμου καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Ντουίσμπουργκ - Έσσεν, Χάιντς Γιούργκεν Αξτ, ο οποίος αναφέρει ότι και η πλευρά των πιστωτών θα επιδείξει μεγαλύτερη συμβιβαστική διάθεση. «Κάνοντας έναν συνυπολογισμό όλων πιστεύω ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι θα κάνουν ό,τι μπορούν για να αποσπάσουν τη στήριξη του Α. Τσίπρα και να διαπραγματευτούν μαζί του. Με απώτερο στόχο αφενός ο ίδιος ο Τσίπρας να μην χάσει το κύρος του και αφετέρου να διασφαλιστεί η σταθερότητα της Ευρωζώνης και να μην αναγκαστεί η Ελλάδα να εγκαταλείψει το ευρώ. Ο κίνδυνος εξόδου λοιπόν δεν είναι ρεαλιστικός».
Σχολιάζοντας τη στάση του Βερολίνου και του Β. Σόιμπλε, ο οποίος χαρακτήρισε την επίσπευση της προεδρικής εκλογής «πιθανότατα μια καλή απόφαση», ο κ. Άξτ εκτιμά ότι ουσιαστικά ο Γερμανός υπουργός δεν θέλει να ρίξει και άλλο λάδι στη φωτιά.
Όπως εκτιμά, «ο κ. Σόιμπλε προσπαθεί να μην επιφέρει ακόμη μεγαλύτερη αναστάτωση. Στις αγορές βέβαια επικρατεί τώρα μεγάλη ανασφάλεια. Τα σπρεντ των ελληνικών ομολόγων εκτινάχθηκαν στα ύψη, το ελληνικό χρηματιστήριο κατέρρευσε. Οι δυο αυτές παράμετροι δείχνουν τις τεράστιες πιέσεις που ασκούν οι αγορές. Γι΄ αυτό και ο κ. Σόιμπλε εμφανίζεται καθησυχαστικός, αν και πιστεύω ότι βαθιά μέσα του έχει μια διαφορετική εικόνα για τα όσα διαδραματίζονται στην Ελλάδα».
Ο κ. Μηλιόπουλος από την πλευρά του εκτιμά ότι η γερμανική κυβέρνηση φαίνεται να έχει αντιληφθεί εδώ και καιρό ότι η νυν κυβέρνηση στην Αθήνα δεν μπορεί πλέον να επιβιώσει. Ως εκ τούτου, όπως λέει, το Βερολίνο προτιμά να ξεκαθαρίσει γρήγορα το πολιτικό τοπίο προκειμένου να τερματιστεί η πολιτική αβεβαιότητα. Όσον αφορά ενδεχόμενη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ, η γερμανική κυβέρνηση δεν φαίνεται να ανησυχεί, καθώς είναι μάλλον προετοιμασμένη:
«Ίσως να έχουν γίνει ήδη παρασκηνιακές διαβουλεύσεις με ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, που να έχουν οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ενδεχόμενη νίκη του στις εκλογές δεν θα επιφέρει προβληματικές εξελίξεις. Δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε αυτό. Ενδεχομένως να έχουν γίνει τέτοιες συζητήσεις. Αυτό θα εξηγούσε εν μέρει γιατί η γερμανική κυβέρνηση εμφανίζεται τόσο ήρεμη, αλλά και γιατί τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης δεν αντιδρούν στα γεγονότα με τόσο δραματικό τρόπο όσο πριν από 3-4 χρόνια».
Πηγή: ΑΜΠΕ