Πώς ορίζει κανείς την ευτυχία; Αυτό διερευνά η σκηνοθέτρια Πέννυ Παναγιωτοπούλου μέσα από μία ιστορία δυνατών συναισθημάτων, και μας μιλά για την ταινία «September». Πρόκειται για τη δεύτερη μεγάλου μήκους δημιουργία της, που μετά την πολυβραβευμένη πρώτη της ταινία «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: O μπαμπάς μου» (2002), συμμετείχε στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του 48ου Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, ενός από τα παλαιότερα Φεστιβάλ της Ευρώπης, αλλά και από τα πιο ανήσυχα και πρωτοπόρα στον ευρωπαϊκό χάρτη.
Κρατώντας κρυφές τις ευχές της, η Πέννυ Παναγιωτοπούλου μιλά για την ιστορία της ηρωίδας της, τον κινηματογράφο, τις επιρροές και τις διακρίσεις της.
Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης του «September»;
Μου αρέσουν πολύ οι ταινίες, οι οποίες έρχονται από πολύ παλιά. Εννοώ πίσω στις εποχές, όπου το ντοκιμαντέρ ήταν ντοκιμαντέρ και το φίξιον, φίξιον. Ίσως, να μην υπήρξε ποτέ ιστορικά αυτός ο διαχωρισμός, αλλά εγώ τον βίωσα έτσι. Θέλω να πω για τότε, που ο δυτικός κόσμος ήταν το κέντρο του κόσμου, και εκείνο που μετρούσε περισσότερο, ήταν το υπαρξιακό φορτίο του καθένα. Και για τότε, που η ευχαρίστηση πήγαζε από τη γλώσσα του κινηματογράφου αυτή καθεαυτή, απαλλαγμένη από κάθε περιγραφικότητα ή θεματική πρωτοτυπία. Παλιά, θυμάμαι μια συνέντευξη του Βιμ Βέντερς για την αγγλική τηλεόραση. Στην εικόνα, βράδυ, ένα σπίτι φωτισμένο, σκιές κινούνταν στα παράθυρα, τρεμόπαιζε το φως του δρόμου.
Ο ίδιος είχε φτιάξει ένα μικρό σπικάζ, που απλώς περιέγραφε αυτό που βλέπαμε και, θέλοντας να αποδείξει το πώς μπορείς να είσαι δημιουργικός με πολύ μικρές αφορμές, κοντοστέκεται και λέει: “αυτό θα μπορούσε να είναι η αρχή της καινούργιας μου ταινίας. Τόσο απλά. Η αρχή μιας ιστορίας”. Μου εντυπώθηκε! Και έτσι κι εγώ. Τόσο απλά, ένα φωτισμένο παράθυρο, δυο γυναίκες, δυο σπίτια, μια ζωή που παραλίγο να πάει χαμένη, αλλά δεν πάει τελικά, γιατί τίποτα δεν πάει χαμένο. Τι βιώνει η ηρωίδα της ταινίας και πώς ανατρέπεται η ήσυχη καθημερινότητά της;
Η Άννα είναι μια γυναίκα ανέμελα μόνη, που δε βιώνει η ίδια τη δική της μοναξιά, έως τη στιγμή που ο σκύλος της πεθαίνει. Τότε, αναγκάζεται να προσπαθήσει να έλθει σε επαφή με τους άλλους, γιατί, τότε και μόνο τότε, η ανάγκη της επικοινωνίας γίνεται επιτακτική. Άρα, την ησυχία της καθημερινότητάς της, την ανατρέπει η ανάγκη της να γίνει αποδεκτή, ολόκληρη, να ανήκει. Νομίζω πως η ταινία μιλάει και λίγο για τη δύναμη που έχουν οι σχέσεις, ακόμη και αυτές που δε γίνονται. Γιατί ακόμη και αυτό είναι ζωή, αν το κοιτάξεις από τη σωστή πλευρά. Τι σημαίνουν για σας οι διακρίσεις, που απέσπασε η πρώτη σας ταινία, αλλά και η συμμετοχή του «September» στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι;
Και ψυχικά και οικονομικά, είναι πολύ μεγάλη η προσπάθεια, που κάνει κάποιος για να φτάσει να δει την ταινία του σε μια μεγάλη αίθουσα με πολύ κόσμο. Πόσο μάλλον, να επιλεχθεί σε διαγωνιστικό τμήμα κάποιου μεγάλου Φεστιβάλ. Γι’ αυτό, η αναγνώριση είναι πάντα δικαίωση και επιβράβευση. Ένα σπρώξιμο να πας παρακάτω. Αλλά και η επαφή με το κοινό έχει τη δική της σημασία. Στην αρχή, είναι συγκίνηση και, μετά, εξατομικευμένη σχεδόν επικοινωνία! Δεν είναι ότι περιμένεις να δεις τι έκανες από τις αντιδράσεις των άλλων. Όχι. Ξέρεις πάντοτε τι έχεις κάνει. Αλλά, εκτιθέμενος, είναι σαν να αποκτάς συγγένειες με κάποιους και αποστάσεις από κάποιους άλλους. Δεν κρίνεσαι μόνο, κρίνεις κιόλας. Τοποθετείσαι και τοποθετείς.
Πού οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, η ανοδική πορεία του ελληνικού κινηματογράφου τα τελευταία χρόνια και, μάλιστα, στις δύσκολες συνθήκες της οικονομικής κρίσης;
Το σινεμά μας πάντοτε σε κρίση ήταν. Δεν είναι χειρότερες οι συνθήκες τώρα. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όλοι πάντοτε φτηνό σινεμά έκαναν. Ίσως παλαιότερα, όμως, να έβρισκαν υποστήριξη από τους θεσμούς και άνθρωποι που δεν το πονούσαν πολύ αυτό που έκαναν και, έτσι, πολλές καλές ταινίες χάνονταν και δεν ξεχώριζαν με τον τρόπο που γίνεται σήμερα. Όμως, πέραν αυτού, είναι και το πέρασμα στην ψηφιακή εποχή. Πιο εύκολα δοκιμάζεις πράγματα, οι κάμερες είναι σαν παιχνίδι. Ακόμα, το άνοιγμα των συνόρων. Παλιά, ήταν δύσκολο να βλέπεις ταινίες. Τώρα, είναι εύκολο και, έτσι, έχει αλλάξει το επίπεδο της κινηματογραφικής παιδείας. Υπάρχει μια νέα γενιά κριτικών, που αγαπάει το σινεμά και δεν το φορτώνει μιζέρια και προκατάληψη. Εκτός από χρήματα, τι χρειάζεται ένας νέος δημιουργός, για να κάνει τα πρώτα του βήματα;
Ταλέντο, τύχη, αυθεντικότητα και υπομονή.
Πώς αισθάνεστε για τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα;
Χειρότερα δε γίνεται.
Τι εύχεστε για το μέλλον;
Ποτέ δε λέμε τις ευχές μας στους άλλους, γιατί τις παίρνει ο αέρας και χάνονται, και συμβαίνουν αλλού και όχι σε μας που τις κάναμε!
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Πέννυ Παναγιωτοπούλου, σενάριο: Πέννυ Παναγιωτοπούλου - Καλλία Παπαδάκη, μουσική: Γιώργος Ζαχαρίου, διευθυντής φωτογραφίας: Γιώργος Μιχελής, μοντάζ: Πέταρ Μάρκοβιτς, καλλιτεχνική διεύθυνση: Λιλή Κεντάκα, κοστούμια: Εύα Γκουλάκου, ήχος: Ντίνος Κίττου, μιξάζ: Γιώργος Μικρογιαννάκης, μακιγιάζ: Αχιλλέας Χαρίτος - Άννα Παγούδη. Πρωταγωνιστούν: Κόρα Καρβούνη, Μαρία Σκουλά, Νίκος Διαμαντής, Χρήστος Στέργιογλου, Αναστάσιος Τζερτζεμέλης, Ειρήνη Κολλιάκου.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]