Με σκοπό να φωτίσει τον ρόλο της τέχνης μέσα στο νέο ελληνικό κράτος και να αναδείξει τη διαλεκτική της σχέση με την κοινωνία, η Εθνική Πινακοθήκη πραγματοποιεί τη νέα παρουσίαση των μόνιμων συλλογών ελληνικής ζωγραφικής και γλυπτικής, την οποία θα εγκαινιάσει ο υπουργός Πολιτισμού, κ. Πάνος Παναγιωτόπουλος, αύριο, Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου, στις 8 το βράδυ στην Εθνική Γλυπτοθήκη [Άλσος Στρατού - Γουδή].
Θα εκτεθούν περίπου 120 έργα, ανέφερε στη συνέντευξη Τύπου η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, κα. Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα, η οποία πρόσθεσε: «αισθανόμαστε πως δεν προδίδουμε το αίσθημα όσων θα επισκεφθούν το χώρο».
Τα έργα είναι ευτυχισμένα
«Έγινε ένα μνημειακό έργο, καταφέραμε να μεταστεγάσουμε – χωρίς να γίνει το παραμικρό - 20000 έργα, τα οποία με τη συμβολή της Εθνικής Τράπεζας φιλοξενούνται σε αποθήκες υψίστης ασφαλείας, με 24άωρη ένοπλη φύλαξη. Είναι φυλαγμένα σε τέλειες συνθήκες, ενώ η επιχείρηση έγινε αναίμακτα, αθόρυβα και κυρίως χωρίς γκρίνια. Τα έργα είναι ευτυχισμένα», είπε η κα. Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα.
Σύντομα εξελίξεις
Η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης ανέφερε, επίσης, πως το πρόβλημα με την υγρασία το οποίο προέκυψε στο κτήριο της Πινακοθήκης θα αντιμετωπιστεί και όλα θα είναι έτοιμα τους πρώτους μήνες του 2016. Ακόμα, αποκάλυψε πως έγινε συμφωνία με το υπουργείο Εθνικής Άμυνας ώστε να παραχωρηθεί στη Γλυπτοθήκη ακόμα ένα κτήριο της περιοχής (οι παλιοί φούρνοι) αλλά και υπαίθριοι χώροι. «Οραματίζομαι ένα Μουσείο το οποίο θα είναι μοναδικό στον κόσμο», πρόσθεσε και επισήμανε πως αναζητούνται χορηγοί για τις μελέτες.
Νέα παρουσίαση των μονίμων συλλογών
Σύμφωνα με τη μουσειολογική μελέτη, η οργάνωση και παρουσίαση του υλικού της επανέκθεσης έγινε με το σκεπτικό ότι η νεοελληνική τέχνη, λόγω των ειδικών ιστορικών συνθηκών, δεν ακολούθησε μια οργανική εξέλιξη, οπότε οι μόνιμες συλλογές δε θα μπορούσαν να εκτεθούν σύμφωνα με αυστηρά τεχνοϊστορικά κριτήρια. Συνεπώς, για τα πρώτα χρόνια μετά την Ανεξαρτησία, τα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα (1832 - 1862), αναγνωρίστηκε ο πρωτεύοντας ιδεολογικός ρόλος, που κλήθηκε να διαδραματίσει η ιστορική ζωγραφική: η προβολή και η εξιδανίκευση του Αγώνα αποτέλεσαν ζωτικό, υπαρξιακό αίτημα του νέου κράτους.
Nικόλαος Γύζης (1842-1901). Τα αρραβωνιάσματα των παιδιών, 1877. Λάδι σε μουσαμά, 103 x 155 εκ. Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Αθήνα.
Η δεύτερη σε σημασία θεματική ενότητα της περιόδου, η Πρώιμη Ελληνική Προσωπογραφία, δίνει την εικόνα της αναδυόμενης αστικής τάξης της νέας Ελλάδας, με προφανή ακόμη τα σήματα της αγροτικής της καταγωγής. Όσο για την τεχνοτροπία, ο Ακαδημαϊσμός ισοπεδώνει κάθε επίδραση, κάθε πηγή έμπνευσης, γιατί ορίζεται πολύ περισσότερο από το επίπεδο που έχουν οι αποδέκτες της τέχνης (ορίζοντας προσδοκίας), παρά από τα κέντρα που τη φωτίζουν (Παρίσι, Μόναχο, Ρώμη).
Η δεύτερη περίοδος του 19ου αιώνα, που ορίζεται από την έξωση του Όθωνα (1862 - 1900), συμπίπτει με την ωρίμανση της αστικής τάξης και την κυριαρχία της Σχολής του Μονάχου με τους μεγάλους δασκάλους της. Οι θεματικές δεσπόζουσες αλλάζουν: τη θέση της ιστορικής ζωγραφικής παίρνει τώρα η ηθογραφία, με τις αποχρώσεις της (Οριενταλισμός) και τις σχολές της (Μόναχο, Παρίσι κ.ά.). Η ηθογραφία, μια εξιδανικευμένη μορφή ρεαλισμού, είναι το καταφύγιο της νοσταλγίας της αστικής τάξης, ο ψεύτικος παράδεισός της. Η ώριμη αστική προσωπογραφία, σκηνοθετημένη μέσα στο εμβληματικό της πλαίσιο, διαφέρει ριζικά από τα στημένα πορτρέτα της πρώτης περιόδου.
Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932). Παιδική συναυλία, 1900, λάδι σε μουσαμά, 176 x 250 εκ.
Η νεκρή φύση υμνεί τα υλικά αγαθά της νέας τάξης. Η τοπιογραφία παύει να βλέπει τον κόσμο με τα μάτια των ρομαντικών περιηγητών: γίνεται ρεαλιστική, υπαιθριστική, ενώ αρχίζει να αισθάνεται τα πρώτα σκιρτήματα του ιμπρεσιονισμού. Μια ιδιαίτερη ενότητα αφιερώνεται στην τελευταία συμβολιστική φάση του Γύζη, όπου ο καλλιτέχνης, με τον ιδεαλιστικό οραματισμό και την ελεύθερη τεχνική του, αναδεικνύεται σε κορυφαίο ευρωπαίο ζωγράφο.
Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967). Η αποθέωση του Αθανάσιου Διάκου πριν το 1933. Λάδι σε μουσαμά, 380 x 380 εκ. Δωρεά Σ. Παρθένη.
Ο 20ός αιώνας σημειώνει τη στροφή προς τη νέα πολιτική, κοινωνική και καλλιτεχνική πραγματικότητα. Ο ελληνικός μοντερνισμός είναι υπαιθριστικός. Η νέα ιεραρχία φέρνει τώρα στο προσκήνιο έναν μεταϊμπρεσιονιστικό προβληματισμό, που συνοδεύεται από ένα αίτημα όχι μόνο αισθητικό, αλλά και ιδεολογικό: τη χρωματική ερμηνεία του ελληνικού φωτός. Άλλωστε, σχεδόν μόνιμο γνώρισμα της ρητορικής, που αναπτύσσεται γύρω από την καλλιτεχνική δημιουργία στην Ελλάδα, είναι η εθνικιστική ιδεολογία, ιδιαίτερα όταν συντρέχουν ιστορικοί λόγοι, όπως η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, που αποτελεί ορόσημο για τη νέα τροπή της νεοελληνικής τέχνης στην περίοδο του Μεσοπολέμου.
Η εθνική ταπείνωση της Μικρασιατικής Καταστροφής θα αποτελέσει το άλλοθι για μια αναδίπλωση, που απηχεί τη μεταπολεμική στροφή προς την τάξη και την παράδοση (retour a l’ ordre), που χαρακτηρίζει όλη την ευρωπαϊκή τέχνη του Μεσοπολέμου. Στη δεκαετία του ’20, παρατηρείται μια στροφή από την αίσθηση στη νόηση. Από μια προσωρινή φάση υπαιθρισμού που βασιζόταν στην παρατήρηση, οι έλληνες καλλιτέχνες, με προεξάρχοντα τον Κωνσταντίνο Παρθένη, στρέφονται προς μια εσωτερική, νοητική εικόνα. Η αλλαγή αυτή, που συνοδεύεται από μια επιστροφή στον ανθρωποκεντρισμό, θα οδηγήσει σε διάφορες κατευθύνσεις. Οι ζωγράφοι θα αναζητήσουν πηγές έμπνευσης τόσο στην παράδοση, όσο και στα μοντέρνα ρεύματα.
Γιάννης Μόραλης (1916-2009). Επιτύμβιο, 1958. Λάδι σε μουσαμά, 204 x 223 εκ.
Οι τάσεις αυτές θα αποκρυσταλλωθούν στη γενιά του ’30, μια γενιά ανήσυχη, προβληματισμένη, εξωστρεφή (μελετά με προσοχή όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη) και εσωστρεφή (θέλει να κυρώσει τα διδάγματα του μοντερνισμού, ανατρέχοντας στη γηγενή παράδοση).
Περιορισμένη είναι η επίδραση του Εξπρεσιονισμού στην Ελλάδα. Οι λιγοστοί εκπρόσωποί του δε φτάνουν ποτέ στη βιαιότητα της έκφρασης των βορειοευρωπαίων ομοτέχνων τους. Ο Γιώργος Μπουζιάνης, που σπούδασε και έδρασε στη Γερμανία, παραμένει ο αυθεντικότερος και ο πιο πρωτότυπος έλληνας εξπρεσιονιστής.
Η μεταπολεμική γενιά είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ανθρωποκεντρική και επιγονική, προσηλωμένη στα μεγάλα πρότυπα της γενιάς του ’30. Ανάμεσα σε αυτούς που διαπλάστηκαν μέσα στο κλίμα της περιώνυμης γενιάς, ο Γιάννης Μόραλης περνάει από τα αυστηρά κλασικιστικά πορτρέτα της νεότητάς του στα επιτύμβια και στα επιθαλάμια. Τέλος, ο συγχρονισμός, με τις νέες αφαιρετικές τάσεις Ευρώπης και Αμερικής, σημειώνεται στα μέσα της δεκαετίας του ’50.
Επιμέλεια: Έφη Αγαθονίκου, Μαρία Κατσανάκη, Ζίνα Καλούδη, Άννυ Μάλαμα, επιμέλεια γλυπτικής: Τώνια Γιαννουδάκη, συνεργασία: Όλγα Μεντζαφού, αρχιτέκτονες: Γιώργος Παρμενίδης, Kριστίν Λονγκεπέ.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]