Την εβδομάδα που πέρασε ξεκίνησε η νέα σχολική χρονιά και ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει πόσο σημαντική είναι αυτή η καινούργια αρχή του ετήσιου εκπαιδευτικού κύκλου, δεδομένου ότι ουδείς δύναται να αμφισβητήσει τη χρησιμότητα της Εκπαίδευσης.
Το πρόβλημα είναι ότι σε αυτή τη χρησιμότητα ο καθένας δίνει διαφορετική διάσταση φέρνοντάς τη στα μέτρα του, αυτά που ικανοποιούν τις υποκειμενικά αξιολογημένες ανάγκες. Δηλαδή, για την κυβέρνηση ο χώρος της Εκπαίδευσης αποδεικνύεται χρήσιμος ως δεξαμενή «κινητικών» εργαζομένων του Δημοσίου, τους οποίους θα χρησιμοποιήσει για να «πιάσει» τους στόχους που έχουν τεθεί από την τρόικα.
Για την αξιωματική αντιπολίτευση, το πεδίο της Εκπαίδευσης δείχνει να είναι ιδιαίτερα χρήσιμο ως δρόμος που μπορεί να την οδηγήσει γρηγορότερα στα δωμάτια της εξουσίας. Για κάποιους συνδικαλιστές, ο εκπαιδευτικός χώρος προσφέρει ευκαιρίες ανάδειξης προσωπικών επιδιώξεων και πολιτικών στρατηγικών. Ο κατάλογος των διαφορετικών εκδοχών της χρησιμότητας μπορεί να αποδειχθεί μακρύς, αν θελήσει κανείς να τον εξαντλήσει.
Η πολιτική αναμέτρηση που στήνεται για τις επόμενες ημέρες δεν είναι το μοναδικό δείγμα αμετροέπειας πράξεων απέναντι στην Εκπαίδευση, η οποία αντιμετωπίστηκε πάντα με πολιτική ελαφρότητα.
Το εκπαιδευτικό μας σύστημα έχει μεταρρυθμιστεί πολλές φορές. Από πολλές κυβερνήσεις. Και όχι μόνο κυβερνήσεις που προέκυπταν έπειτα από εκλογική διαδικασία. Ακόμη και κυβερνητικά σχήματα που είχαν γεννηθεί από ανασχηματισμούς -απλούς, ενισχυμένους, ευρείς, δομικούς, δεν έχει σημασία- φρόντιζαν να κάνουν μια μεταρρύθμιση στο εκπαιδευτικό μας σύστημα.
Εν ολίγοις, κάθε υπουργός Παιδείας που σέβεται τον εαυτό του, από τη Μεταπολίτευση και εντεύθεν, φρόντιζε να συνδέσει το όνομά του με μια μεταρρυθμιστική διαδικασία στην Παιδεία. Αν κάθε μία από τις μεταρρυθμίσεις που έχει υποστεί το εκπαιδευτικό μας σύστημα τα τελευταία 40 χρόνια προχωρούσε έστω και ελάχιστα βήματα μπροστά τα θέματα της Παιδείας, τότε θα έπρεπε ήδη να διαθέτουμε ένα από τα πλέον εξελιγμένα και αποτελεσματικά εκπαιδευτικά συστήματα στον κόσμο.
Αυτός ο τόσο ζωτικός για τη μελλοντική μας ανάπτυξη τομέας ουδέποτε συνάντησε υπερκομματική αποδοχή, είτε γιατί οι αλλαγές που επιχειρούνταν κάθε φορά δεν είχαν επαρκώς μελετηθεί, ώστε να συναντήσουν μια συμφωνία που θα πηγαίνει πέρα από τα μικροπολιτικά συμφέροντα, είτε -το πλέον συνηθισμένο- γιατί είναι πολύ πιο εύκολο να διαφωνεί κανείς παρά να συμφωνεί και να προτείνει λύσεις στους πολιτικούς του αντιπάλους για θέματα ευρείας λαϊκής απήχησης και αποδοχής.
Θα περίμενε κανείς ότι στα χρόνια της κρίσης θα μπορούσαμε να αποκαταστήσουμε στην κοινή συνείδηση την πραγματική χρησιμότητα της Παιδείας και να την αντιμετωπίσουμε ανάλογα. Ομως, ανάμεσα στα άλλα, διαθέτουμε και ένα σημαντικό έλλειμμα πολιτικής παιδείας.
ΝΙΚΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ - [email protected]