Στη σκιά της έντονης ανησυχίας που πυροδότησε μια σειρά από διαρροές στον πυρηνικό σταθμό της Φουκουσίμα, η κυβέρνηση της Ιαπωνίας ανακοίνωσε φιλόδοξο σχέδιο ύψους άνω των 470 εκατομμυρίων δολαρίων για τον καθαρισμό της πολύπαθης μονάδας, δυόμιση χρόνια μετά από την καταστροφή της από το σεισμό και το τσουνάμι.
Το σχέδιο κινείται σε δύο άξονες: ο πρώτος αφορά στην κατασκευή ενός παγωμένου υπόγειου τείχους περιμετρικά των κατεστραμμένων αντιδραστήρων, ο οποίος θα βάλει τέλος στις διαρροές και θα αποτρέψει την επαφή των υπόγειων υδάτων με το - ραδιενεργό - νερό που χρησιμοποιείται για την ψύξη των ράβδων καυσίμου. Ο δεύτερος συνίσταται στην κατασκευή μιας δεύτερης μονάδας επεξεργασίας, όπου θα φιλτράρονται τα ραδιενεργά σωματίδια από το νερό.
Στον απόηχο των διαρροών που κορυφώθηκαν τον περασμένο μήνα, η κυβέρνηση «αισθάνθηκε ότι είναι απαραίτητο να εμπλακεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό», δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιοσιχίντε Σούγκα. Σημειώνεται ότι η ανακοίνωση έγινε λίγες ημέρες προτού η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή αποφασίσει εάν το Τόκιο μπορεί να φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2020, τους οποίους διεκδικούν επίσης Μαδρίτη και Κωνσταντινούπολη.
«Η κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να ξεφύγει από τα πρόχειρα μέτρα του παρελθόντος, κατάρτισε ένα βασικό σχέδιο που θα βοηθήσει στην αντιμετώπιση των διαρροών μολυσμένου νερού», δήλωσε ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας Σίνζο Άμπε κατά τη διάρκεια υπουργικού συμβουλίου για το θέμα.
Σχεδόν ένα μήνα αφότου η διαχειρίστρια της πυρηνικής μονάδας, Tepco, παραδέχθηκε ότι εκατοντάδες τόνοι ραδιενεργού νερού ενδέχεται να καταλήγουν καθημερινά στον ωκεανό, δεσμεύτηκε επίσης να απελευθερώσει τα «απαραίτητα κονδύλια» για την οριστική λύση του προβλήματος, προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση είναι έτοιμη να πάρει την κατάσταση στα χέρια της.
Υπενθυμίζεται ότι πέρυσι η κυβέρνηση χορήγησε 10 δισεκατομμύρια δολάρια στην Tepco, προκειμένου να ενισχύσει τις προσπάθειες καθαρισμού της πυρηνικής μονάδας. Για τον ίδιο σκοπό, ο ίδιος ο όμιλος έχει ήδη δαπανήσει περίπου άλλα τόσα χρήματα, τα οποία προστέθηκαν στις δαπάνες ύψους 50 δισ. για ορυκτά καύσιμα, με στόχο να καλυφθεί το κενό στην παροχή ηλεκτρικού ρεύματος.