Αποτελώντας ντοκουμέντα της καθημερινής ζωής, των εκδηλώσεων και των κρίσιμων γεγονότων, που αποτυπώνονται στα πορτραίτα απλών και σημαντικών ανθρώπων αλλά και των ανταρτών και των στρατιωτών των αρχών του 20ού αιώνα, τα έργα ενός σπουδαίου φωτογράφου ζωντανεύουν μια ταραχώδη σελίδα της ιστορίας μας.
Σαν μια σημαντική παρελθοντική μαρτυρία για την κοινωνική και οικονομική ζωή της Καστοριάς, το φωτογραφικό έργο του αείμνηστου Λεωνίδα Παπάζογλου, που προέρχεται από τη συλλογή του πρόωρα χαμένου Γιώργου Γκολομπία και από το Αρχείο Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, παρουσιάζεται στην έκθεση «Φωτογραφικά πορτραίτα από την Καστοριά και την περιοχή της την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα», η οποία εγκαινιάζεται στο Πνευματικό Συνεδριακό Κέντρο Δροσοπηγής του Δήμου Κόνιτσας, την Παρασκευή 9 Αυγούστου, στις 8.30 το βράδυ και θα διαρκέσει έως τις 30 Σεπτεμβρίου.
Κερδίζοντας το μονοπώλιο της λήψης φωτογραφιών
Ο Λεωνίδας Παπάζογλου γεννήθηκε στην Καστοριά, το 1872, ενώ σε παιδική ηλικία μετακόμισε με τους γονείς του και τον μικρότερο αδελφό του, Παντελή, στην Κωνσταντινούπολη, όπου τα δύο αδέρφια σπούδασαν φωτογραφία. Μετά το θάνατο των γονιών τους, επέστρεψαν στη γενέτειρά τους και άνοιξαν το πρώτο τους φωτογραφείο, το 1898 - 1899, κερδίζοντας το μονοπώλιο της λήψης φωτογραφιών στην περιοχή, αφού ήταν οι πρώτοι ντόπιοι φωτογράφοι.
Η επαγγελματική του πορεία εκδηλώθηκε σε μια περίοδο ιδιαίτερα ρευστή και εκρηκτική για την περιοχή της Καστοριάς, στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν οι εθνικοί ανταγωνισμοί κλιμακώθηκαν και η οθωμανική καταπίεση ήταν πιο έντονη, αλλά και όταν εκδηλώθηκε ο Μακεδονικός Αγώνας και επετεύχθη, τελικά, η απελευθέρωση της περιοχής κατά τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο, το 1913. Εργάστηκε, κυρίως, στην περιοχή της Καστοριάς, ενώ σπάνια δούλευε στη Σιάτιστα και τα Γρεβενά. Πέθανε το 1918, σε ηλικία 46 ετών, από την επιδημία της ισπανικής γρίπης, η οποία μάστιζε την Μακεδονία εκείνη την περίοδο.
Μεγάλο μέρος του φωτογραφικού του αρχείου καταστράφηκε, ενώ σώθηκαν σχεδόν 2.500 αρνητικά σε γυάλινες πλάκες. Η συλλογή αυτή σώθηκε, φυλάχθηκε και αναδείχθηκε από τον γιατρό και συλλέκτη Γεώργιο Γκολομπία (1961 - 2009), ο οποίος έγραφε: «Είναι φανερό πως το αρχείο του Λεωνίδα Παπάζογλου, τόσο από άποψη όγκου, όσο και από άποψη ποιότητας, αποτελεί μείζονος σημασίας εύρημα για την ιστορία της φωτογραφίας, όχι μόνο σε τοπικό, αλλά και σε πανελλήνιο επίπεδο. Μπορεί κανείς να παραλληλίσει το έργο του με εκείνο ενός διευθυντή ορχήστρας, που με τη μπαγκέτα του κυριαρχεί πάνω στα μουσικά όργανα, ανατρέποντας παραφωνίες και παράγοντας, τελικά, την αρμονία». Πραγματικές αρχιτεκτονικές συνθέσεις
Βλέποντας τα άτομα που περιλαμβάνονται στο θέμα ως αρχιτεκτονικά μέλη, κάνοντας κατάλληλη χρήση του όγκου και της μορφής τους και διατάσσοντάς τα, έτσι ώστε να παράγονται πραγματικές αρχιτεκτονικές συνθέσεις με εκπληκτική επιδεξιότητα, ο Παπάζογλου έδειχνε ιδιαίτερη φροντίδα στην παρουσίαση μιας σειράς λεπτομερειών και υπαινικτικών συμβόλων, που συντελούν στην αισθητική αρτιότητα των φωτογραφιών, αλλά και στην κατάδειξη της ψυχολογίας των ατόμων και του πλέγματος των σχέσεων μεταξύ τους.
Ήταν η εποχή, που ο μακραίωνος πολυεθνικός και πολυπολιτισμικός χαρακτήρας της περιοχής, όπου συμβίωναν Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι και Τουρκαλβανοί, μαζί με τους εντόπιους σλαβόφωνους, πατριαρχικούς ή εξαρχικούς, που αποτελούσαν την πλειονότητα των αγροτικών και κτηνοτροφικών πληθυσμών της υπαίθρου, διένυε την τελευταία περίοδο της ύπαρξής του. Μπροστά από τον φακό του Παπάζογλου, παρέλασαν χωρίς διάκριση οι έλληνες αντάρτες, οι βούλγαροι κομιτατζήδες και οι τούρκοι στρατιώτες, οι αστοί των πόλεων και των μεγάλων χωριών, οι χωρικοί της περιφέρειας και οι ντόπιοι βοεβόδες διώκτες, που κατέτρυχαν τον ελληνισμό.
Ο ίδιος είχε δηλώσει ότι μια από τις πιο δύσκολες φωτογραφίσεις του ήταν αυτή του τάφου του Παύλου Μελά, αμέσως μετά την ταφή του σώματός του στην Καστοριά, από τον Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη, το 1903, όταν το σκηνικό στην περιοχή ήταν ιδιαίτερα τεταμένο. Μια άλλη περίεργη φωτογράφιση ήταν η φωτογραφία του κεφαλιού του Λαζάρ Ποπτράϊκωφ, το οποίο αφαίρεσαν από το νεκρό σώμα οι σύντροφοί του, για να μην ατιμαστεί, όπως είχε γίνει και στην περίπτωση του Παύλου Μελά.
Ο ηρωικός και ανήσυχος χαρακτήρας της εποχής δεν αποτυπώθηκε μόνον από τους τάφους των αγωνιστών της ελευθερίας, τα πτώματα των αμάχων ή τη μακρά σειρά των αντρών, που ποζάρουν περήφανοι και απειλητικοί με τα άρματά τους, αλλά και από τη συναρπαστική ενδυματολογική ποικιλία, ενώ το αρχείο του Παπάζογλου δίνει και τη δυνατότητα για πολλές πραγματολογικές και στατιστικές αναλύσεις, όπως για τους τύπους των όπλων, των υποδημάτων, των κοσμημάτων ή των χτενισμάτων της εποχής.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]