Aνεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (6/3/2003) Μέρος 1/7

Πέμπτη, 06 Μαρτίου 2003 21:00
A- A A+

ΔΙΚΗ – 17Ν

Α’ ΜΕΡΟΣ

09:09 – 10:35

ΠΕΜΠΤΗ 6 ΜΑΡΤΙΟΥ 2003

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 9:08

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

Α΄ ΜΕΡΟΣ

09:08 – 10:35

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που διακόπηκε και συνεχίζουμε στην επί την ένσταση κακής σύνθεσης του Δικαστηρίου, η οποία έχει αρχίσει να αναπτύσσεται εκ μέρους των κ.κ. Συνηγόρων της υπεράσπισης. Ποιος βούλεται αγορεύειν;

Ο κ. Εισαγγελεύς έχει τον λόγο.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, επειδή χθες, από την άλλη πλευρά, ετέθη το θέμα του εάν τα εγκλήματα που αποδίδονται στους κατηγορουμένους είναι πολιτικά και επειδή το θέμα της θεματικής νομιμότητας που έχει το παρόν Δικαστήριο είναι συναφές, τα δύο δηλαδή αυτά ζητήματα, είναι συναφή, ειδικότερα κύριε Πρόεδρε το θέμα της θεματικής νομιμότητας της συνθέσεως του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο ρυθμίζεται από τις διατάξεις του νόμου 3090/2002 καθώς και το θέμα του εάν τα αποδιδόμενα εγκλήματα στους κατηγορουμένους είναι πολιτικά, ή είναι εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου, αυτά τα δύο θέματα, έχουν ένα κοινό αποτέλεσμα: Δηλαδή την αρμοδιότητα ή αναρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου να δικάσει την κατηγορία κατά των κατηγορουμένων.

Τούτο, καθόσον εάν διαπιστωθεί το βάσιμον είτε της μιας είτε της ετέρας ενστάσεως, δηλαδή εάν διαπιστωθεί είτε ότι η σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου στερείται συνταγματικής νομιμότητος, είτε ότι τα αποδιδόμενα στους κατηγορουμένους εγκλήματα είναι πολιτικά, τότε, το παρόν Δικαστήριο πρέπει να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο καθ’ ύλιν να δικάσει την υπόθεση αυτή και να την παραπέμψει στο αρμόδιο Δικαστήριο το οποίο, την προκειμένη περίπτωση, είναι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Περιφερείας του Εφετείου Αθηνών που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών.

Τα θέματα αυτά, επαναλαμβάνω, έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου σας. Η οικονομία της δίκης αλλά η ορθότητα απονομής του δικαίου, επιβάλλουν την ενιαία συζήτηση των δύο αυτών θεμάτων, δηλαδή νομιμότητα του δικαστηρίου και πολιτικός χαρακτήρας ή μη των εγκλημάτων.

Κύριε Πρόεδρε, αιτούμαι την ενιαία συζήτηση των δύο αυτών ενστάσεων και την έκδοση μιας σχετικής αποφάσεως ενιαίας. Συνεπώς, και όποια άλλη σχετική ένστασις στοχεύει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, παρακαλώ κ. Πρόεδρε, τώρα να αποδοθεί και να συζητηθεί. Δεν είναι δυνατόν το Δικαστήριο να εξαντλείται εις ατέρμονας συζητήσεις επί των ιδίων θεμάτων.

Διότι κ. Πρόεδρε, η ουσία είναι μία: Να εκδοθεί μία ορθή και δικαία απόφασις η οποίας βέβαια προϋποθέτει, όχι τον κάματον, αλλά μίαν ήρεμον σκέψιν και όχι την κόπωσιν η οποία βεβαίως θα προέλθει από αυτάς τας ατέρμονας συζητήσεις.

Κύριε Πρόεδρε, υπάρχει και το άλλο θέμα: Το θέμα δηλαδή ότι έπειτα από ολιγότερον από ένα έτος, συμπληρώνεται ο χρόνος που μπορούν οι κύριοι κατηγορούμενοι να κρατούνται. Παρακαλώ και τούτο να ληφθεί υπόψιν.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ζητήσατε τον λόγον παρακαλώ, με τη σειρά που θέλετε. Εκπροσωπείτε όλους τους κατηγορούμενους οι Συνήγοροι σήμερα.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Δεν έχει τεθεί από την Υπεράσπιση η ένσταση αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Απαντά ο κ. Εισαγγελεύς, ετέθη από τον κ. Δημακόπουλο.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Η ένσταση που έχουμε θέσει και συζητείται είναι η κακή σύνθεσις του Δικαστηρίου. Αυτό ως προς το τυπικό μέρος του θέματος, για να αποφανθεί υποθέτω το Δικαστήριο, κάποιος πρέπει να θέσει το ζήτημα. Υπάρχει κι ένα θέμα ουσίας, δεν τα λέω αυτά μόνο για να πω ότι θα παρελκύσουμε τη δίκη, αυτό που θέλω να πω στην ουσία του θέματος, είναι ότι η σύγχυση τόσο διαφορετικών θεμάτων και εκ των πραγμάτων περίπλοκων, δεν είναι το καλύτερο για το ζητούμενο, για να βγει μια απόφαση πάνω σε κάθε θέμα που θίγεται.

Δεν είναι πάντα θέμα χρόνου, είναι θέμα να μπορεί να γίνει και μια συζήτηση επί της ουσίας στα τιθέμενα. Αλλά, όσον αφορά το τυπικό μέρος, δεν έχουμε θέσει ένσταση αναρμοδιότητας προς το παρόν.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε το θέμα της αναρμοδιότητος με το θέμα αν τα εγκλήματα έχουν πολιτικό χαρακτήρα ή όχι, το θέτω ήδη κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δηλαδή το θέτετε υπό ποίαν μορφήν; Να αποφανθούμε ότι είμαστε αρμόδιοι;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Υπό την έννοια του εάν οι πράξεις που αποδίδονται στους κατηγορουμένους, είναι εγκλήματα πολιτικά ή εάν είναι εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Το θέτω εγώ κ. Πρόεδρε, ως θέμα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μπορείτε φυσικά να το θέσετε. Μπορεί να θέσει οποιοδήποτε θέμα ο Εισαγγελεύς της έδρας, όπως κι εσείς. Έχετε την καλοσύνη να πείτε κάτι πάνω σ’ αυτό ειδικά;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Μπορώ να το αναπτύξω εδώ και τώρα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πριν το αναπτύξετε, να δούμε εάν πρέπει ή δεν πρέπει να τεθούν και τα δύο θέματα μαζί, ή μπορούμε να κάνουμε και κάτι το ενδιάμεσο, να πούμε ότι επιχειρηματολογούν τα διάδικα μέρη επί αυτής της ενστάσεως, συνεχίζετε μετά επάνω στο θέμα που θέσατε εσείς και επιφυλάσσεται το Δικαστήριο και για τη μία και για την άλλη. Δεν είναι ανάγκη να πατάμε σε όλα.

Κύριε Εισαγγελεύ, μήπως η συζήτηση πάνω σε δύο θέματα τα οποία θα πρέπει να έχουν διαφορετικά επιχειρήματα, μήπως τους περιπλέξει τους κυρίους Συνηγόρους και θα πετάμε από το ένα θέμα στο άλλο; Αλλά το να αποφανθούμε από κοινού εμείς σαν Δικαστήριο, μπορούμε να επιφυλαχθούμε, είναι δικό μας δικαίωμα και δε νομίζω ότι θα υπάρξει πρόβλημα.

Δηλαδή να τεθούν διαδοχικά τα δύο θέματα, να αναπτύξουν την επιχειρηματολογία τους όλα τα μέρη και εμείς να αποφανθούμε στο τέλος για όλα. Αυτό μπορούμε να το πράξουμε, νομίζω. Αλλά δε θέλω να τους δημιουργήσουμε, στους κ.κ. Συνηγόρους, ένα πρόβλημα συγκέντρωσης του νοός και της ανάπτυξης των επιχειρημάτων με ετερόκλητα θέματα, ενδεχομένως. Εσείς τι θέση παίρνετε;

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Η θέση μου είναι ότι εμείς προτάσσουμε το θέμα της κακής σύνθεσης και θα ακολουθήσει το θέμα της αναρμοδιότητος, η οποία αναρμοδιότητα μπορεί να έχει διάφορες πτυχές. Τότε είναι ενιαία η αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Υπάρχουν ενστάσεις και για το πολιτικό έγκλημα, αλλά και για τη μεταφορά σε σχέση με το 111, την τροποποίηση που έγινε τελευταία, για την αναρμοδιότητα και την αρμοδιότητα, έχει παραλλάζουσες μορφές. Και εκείνες οι παραλλάζουσες μορφές, θεωρώ σωστό και ορθό να εκτεθούν όλες, επειδή καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αυτές ναι. Ετούτη εδώ, δεν συμφωνείτε.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Δεν συμφωνώ και θεωρώ ότι είναι δικονομικά κ. Πρόεδρε, στο Δικαστήριό σας αιτήματα θέτουν, ενστάσεις και αιτήματα. Δεν τίθενται διλήμματα να αποφασίσετε, με την έννοια «το θέτω και αποφασίστε ένα απ’ τα δύο›. Δικονομικά δεν γίνεται.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εντάξει.

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Είναι προφανές ότι η συζήτηση για την κακή σύνθεση του Δικαστηρίου και η σχετική απόφασή σας, ανεξάρτητα σε ποιο στάδιο θα την πάρετε, προτάσσεται, ως απόφαση εννοώ, από την κρίση στο δεύτερο θέμα, το αν είναι αρμόδιο το Δικαστήριο ή αν τα εγκλήματα είναι πολιτικά ή όχι, ή αν το θέμα της αρμοδιότητας που συναρτάται, ενδεχομένως και με άλλες πτυχές της αρμοδιότητος του Δικαστηρίου.

Με αυτή την έννοια νομίζω ότι θα πρέπει να γίνει πρώτα μια συζήτηση της οποίας ο κύκλος προφανώς δεν θα είναι μακρύς.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θα τα πούμε εδώ πέρα, ό,τι θέλει ο καθένας θα το πει.

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Προφανώς δεν θα είναι, γιατί δεν είναι σαν τη χθεσινή συζήτηση για την τηλεόραση.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι, εκείνο είναι γενικότερο θέμα και έχει κοινωνικές προεκτάσεις κτλ. Αυτό είναι άλλο. Νομικό τελείως το δικό μας. Έχετε κάτι άλλο να προσθέσετε, η πλευρά της υπεράσπισης;

Ο λόγος στον κ. Κοττέα, πάνω σ’ αυτό το θέμα, το αν θα συζητηθούν μαζί, αν δηλαδή θα επιχειρηματολογήσετε από κοινού ή διαδοχικά.

κ. ΚΟΤΤΕΑΣ: Υπάρχουν δυο διαφορετικά θέματα κύριε Πρόεδρε: Το ένα που αναπτύσσουν οι κ.κ. συνάδελφοι και το άλλοι που έθεσε ο κ. Εισαγγελέας. Είναι δύο διαφορετικά. Ο κ. Εισαγγελέας έθεσε σε εσάς το θέμα, υπέβαλλε μάλλον ένσταση, αυτή είναι η έννοιά της, και διετύπωσε αμφιβολίες εάν το Δικαστήριό σας είναι νόμιμο ή όχι. Αυτό το θέμα θα πρέπει να αναπτυχθεί από τον κ. Εισαγγελέα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μην εκνευρίζεστε. Δεν βλέπετε εμένα; Είμαι απόλυτα ήρεμος, διότι εδώ, ό,τι θα πράξουμε και ό,τι θα κάνουμε μας το λέει η μεθοδολογία του δικαίου, δεν ερχόμαστε εμείς να βγάλουμε από το μυαλό μας τίποτα.

κ. ΚΟΤΤΕΑΣ: Δεν εκνευρίζομαι, είναι ο τόνος της φωνής μου έτσι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ούτε εκφέρετε κάποια κοινωνική κρίση. Εδώ είναι ακριβώς τι λέει η μεθοδολογία του Δικαίου. Ποιο προτάσσεται, ποιο δεν προτάσσεται, τι πρέπει να πούμε, αν μπορούμε να επιφυλαχθούμε.

κ.ΚΟΤΤΕΑΣ: Τη σειρά κ. Πρόεδρε να την καθορίσετε εσείς, ως έχετε δικαίωμα. Εγώ θέτω το θέμα ότι ο κ. Εισαγγελέας όταν θέτει προς το Δικαστήριό σας το αν είναι πολιτικά ή όχι τα αδικήματα, που καθ’ ημάς είναι πολιτικά, πιστεύω ότι θέτει ο ίδιος πλέον το σπέρμα να μην είναι βέβαιος ότι τα εγκλήματα για τα οποία φέρεται πως κατηγορούνται οι κ.κ. κατηγορούμενοι, ότι είναι ή δεν είναι πολιτικά.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αυτό ας αφήσουμε να το ερμηνεύσει ο ίδιος μετά. Θα το ερμηνεύσει ο ίδιος. Επί παρόντων και επί προφορικού λόγου, η ερμηνεία θα γίνεται αυθεντική από τον λαλούντα μόνον.

κ. ΚΟΤΤΕΑΣ: Καμιά αμφιβολία. Εγώ λέω τι ετέθη.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, ας μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας. Το θέμα του πολιτικού εγκλήματος, έχει τεθεί και από τους κατηγορουμένους με τις δηλώσεις τους, αλλά και από την πλευρά εκείνη χθες, του κ. Δημακόπουλου. Εν πάση περιπτώσει, έρχεται οπωσδήποτε από την πλευρά των κ.κ. κατηγορουμένων. Εγώ κύριε Πρόεδρε, δεν αμφισβητώ την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου βάσει του χαρακτηρισμού του εγκλήματος ως πολιτικού ή κοινού.

Εγώ κ. Πρόεδρε, ενδιαφέρομαι για την οικονομία της δίκης. Και πιστεύω ότι επιβάλλεται, όλες οι ενστάσεις που συνδέονται και στοχεύουν στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, είτε με τη μία είτε με την άλλη μορφή, οποιαδήποτε μορφή, πρέπει κύριε Πρόεδρε να τεθούν τώρα, από όλους τους παράγοντες της δίκης, ώστε να υπάρξει η ενιαία συμμετοχή τους.

Κύριε Πρόεδρε, εάν τεθεί το θέμα αυτό διαδοχικά της αρμοδιότητος με διάφορες εκτάσεις, κινδυνεύουμε να πέσουμε στο εξής: Να βγάλουμε αντιφατικές αποφάσεις. Εγώ δεν γνωρίζω τι μπορεί να σκέφτεται η πλευρά των κατηγορουμένων, ούτε εάν η μία η απόφασις η οποία βεβαίως στοχεύει πάντα στην αρμοδιότητα, αλλά από άλλη πλευρά, είναι δυνατό να διαφυλαχθεί ως προς την ορθότητα.

Κύριε Πρόεδρε, αυτή είναι η ευθεία. Πιστεύω ότι πρέπει τα θέματα αυτά να τεθούν, να δούμε τι συμβαίνει. Να δούμε περί τίνος πρόκειται.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Γιαννίδης ζήτησε πρώτος τον λόγο απ’ ότι θυμάμαι.

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου) Ήθελα να πω για το θέμα που τέθηκε. Υπάρχει θέμα ταχύτητας της διαδικασίας, συζητούμε για ενστάσεις οι οποίες θα καθορίσουν ή το ένα ή το άλλο θέμα και θα πρέπει να εξαρτηθούν με το θέμα των ενστάσεων.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Λέμε για αρχή, όχι ταχύτητας, οικονομίας είπε ο κ. Εισαγγελεύς. Δεν είπε δηλαδή να γίνει σώνει και καλά γρήγορα, είπε για αρχή οικονομίας. Εμείς θα το δούμε. Εσείς πάντως, αντιλέγετε σ’ αυτό που λέει ο κ. Εισαγγελέας. Να δούμε τι λέει και η Υπεράσπιση της Πολιτικής Αγωγής και να δούμε τι θα κάνουμε. ¶λλωστε εγώ, ο Πρόεδρος, θα ορίσω την τάξη, εκτός αν προσφύγετε μετά στο Δικαστήριο.

Ι. ΓΙΑΝΝΙΔΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, αντιλαμβάνομαι το καλοπροαίρετο του αιτήματος του κ. Εισαγγελέως, φοβούμαι όμως ότι αυτό ήδη μας συνέβαλλε εις το να απωλέσουμε χρόνο συζητώντας αντί επί της ενστάσεως, επί της σειράς των ενστάσεων.

Θεωρώ ότι καλόν είναι να ολοκληρώνεται η ένσταση από πλευράς υπερασπίσεως και πολιτικής αγωγής, ενιαία, διότι, όπως και εσείς παρατηρήσατε, είναι ιδίως αυτές που θα ακολουθήσουν, πολύπλοκες ενστάσεις. Δεν είναι δυνατόν -αυτό δεν θα είναι πλέον απάντηση σε ένσταση, θα είναι σχεδόν αγόρευση- εάν πάρουμε όλες τις δυνατές ενστάσεις που αφορούν, κατ’ αρχήν τον φυσικό δικαστή, που είναι άλλο θέμα από την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ή την αναρμοδιότητά του και αγορεύσουμε συγχρόνως, φοβούμαι ότι η πολυπλοκότητα των επιχειρημάτων είναι τέτοια που θα βρεθούμε σε δύσκολη θέση.

Δεν αμφισβητώ την ικανότητα του κ. Εισαγγελέως ή και των συναδέλφων να αγορεύσουν συγχρόνως επ’ αυτών, αλλά πέραν του γεγονότος ότι πρώτα θα πρέπει το Δικαστήριο να κρίνει και να αποφασίσει εάν όντως είναι φυσικός δικαστής και εν συνεχεία αν είναι αναρμόδιος. Πέραν τούτου θεωρώ και αυτό που ήδη παρατηρήθηκε, ότι η πληθώρα των ενστάσεων επί της αναρμοδιότητος και μόνον, είναι τέτοια, ώστε τουλάχιστον να μην τη συμπλέξουμε με τον φυσικό δικαστή.

Θα έλεγα μια που έχουμε προχωρήσει, να ολοκληρώσουμε τη συζήτηση για τον φυσικό δικαστή και εν συνεχεία ενδεχομένως να υποβληθούν και να προχωρήσω ένα βήμα προς την κατεύθυνση του κ. Εισαγγελέως, οι ενστάσεις που αφορούν στο αυτό αποτέλεσμα, δηλαδή στην αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου, είτε θέμα πολιτικού εγκλήματος είναι, είτε θέμα 187 είναι, είτε οποιοδήποτε άλλο θέμα, να συζητηθούν ενιαίως και με μία εσωτερική σειρά.

Δηλαδή ο κάθε Συνήγορος υπερασπίσεως ή πολιτικής αγωγής να ολοκληρώνει πρώτα την μία ένσταση και να συνεχίζει με την άλλη. Αλλά τουλάχιστον να ξεχωρίσουμε το θέμα του φυσικού δικαστή, που είναι και λογικά και δογματικά διαφορετικό και εν συνεχεία να προχωρήσουμε στις αναρμοδιότητες, έστω ενιαία. Αυτή είναι μία ενδιάμεση πρόταση, μια που έχει αρχίσει η συζήτηση. Σκεφθείτε τι θα γίνει τώρα. Έχουμε ήδη τρεις, αν δεν απατώμαι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Λοιπόν, εσείς είστε υπέρ της θέσεως χωριστών συζητήσεων. Ο κ. Μαύρος έχει τον λόγο.

Γ. ΜΑΥΡΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, με συγχωρείτε, λογικώς και χρονικώς προηγείται το θέμα της νομίμου συνθέσεως. Για να εξετάσετε αν έχετε αρμοδιότητα, πρέπει πρώτα να είστε νομίμως συντεθειμένοι. Αν δεν είστε νομίμως συντεθειμένοι, δεν μπορείτε να εξετάσετε τίποτε. Έχω και μίαν αντίρρηση ως προς την ενδιάμεση λύση. Και αυτή, για λόγους χρόνου και οικονομίας.

Ας πούμε ότι αναπτύσσονται και οι δύο ενστάσεις μαζί, δηλαδή της νομίμου συνθέσεως και εν συνεχεία της αρμοδιότητος. Αυτό έχει αξία μόνο για την περίπτωση που θα δεχθείτε ότι έχετε νόμιμον σύνθεση. Γιατί τότε βέβαια θα πείτε ότι έχουμε νόμιμον σύνθεσιν και αποφαινόμεθα και επί του θέματος της αρμοδιότητος. Αν όμως αποφανθείτε –διότι και αυτό είναι μέσα στις υποθέσεις– ότι δεν έχετε νόμιμον σύνθεσιν, θα έχομεν αναλωθεί αδίκως, διότι μη έχοντας νόμιμον σύνθεσιν, δεν μπορείτε να εκφράσετε τις απόψεις σας επί του αν το αδίκημα είναι πολιτικό ή δεν είναι πολιτικό.

Επομένως, κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα πρέπει να ολοκληρωθεί αυτή η συζήτηση η οποία άρχισε εχθές, εάν έχετε νόμιμον σύνθεσιν, να αποφανθείτε επ’ αυτού. Αυτό μας λέει και το Διοικητικό Δίκαιο, ξέρετε, όταν ερευνούμε τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξεως. Έχει νόμιμη σύνθεση; Μάλιστα. Έχει αρμοδιότητα; Μάλιστα. Μετά πάμε στους λόγους ακυρώσεως της πράξεως.

Έτσι νομίζω ότι είναι ορθολογικότερο και δεν θα μπλέξουν θέματα που είναι λογικώς και χρονικώς άσχετα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μπορούμε λοιπόν να συνεχίσουμε την επιχειρηματολόγηση πάνω στο πρώτο θέμα και όταν θα τελειώσουμε, θα δούμε τι θα κάνουμε. Μόνο σε αυτό το θέμα. Κύριε Χρυσικόπουλε, ποιον εκπροσωπείτε;

Κ. ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ: Εκπροσωπώ τον κ. Γιωτόπουλο. Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Εφέται, κατ’ αρχήν θα ήθελα να θέσω στο Δικαστήριό σας, ότι σε αυτή την υπόθεση η οποία έχει αποκαλεσθεί ιστορική, όπου οι Συνήγοροι έχουμε αναλάβει το καθήκον να υπερασπίσουμε τους κατηγορουμένους, θα παρακαλούσα τουλάχιστον, να μην –έστω και από Εισαγγελικής έδρας– αιωρείται, ότι εμείς οι Συνήγοροι, θέτοντας τις ενστάσεις, ή θέτοντας πολλές ενστάσεις, έχουμε ως σκοπό να παρελκύσουμε την διαδικασία. Τέτοια πρόθεση δεν υπάρχει.

Υπάρχει καθήκον όμως. Υπάρχει καθήκον δικό μας, στα πλαίσια του δικού μας λειτουργήματος, ακόμα και όταν διαπιστώνουμε διατάξεις νόμων που κατά τη δική μας ερμηνεία, ως συνλειτουργοί του Δικαίου, ενέχουν αντισυνταγματικότητα, να το θέτουμε στο Δικαστήριο. Η διάταξη του 4/93 δεν απευθύνεται μόνο στα Δικαστήρια, απευθύνεται σε όλους και απευθύνεται και στους δικηγόρους. Και δίνει την ευκαιρία να κριθεί από τη δικαστική εξουσία, η συνταγματικότητα των νόμων, η νομοθετική λειτουργία.

Θεωρώ λοιπόν ότι είναι δικό μας καθήκον και δική μας υποχρέωση να θέσουμε την αντισυνταγματικότητα και εσείς να αποφασίσετε. Διότι, εκείνο που είναι προφανές με το νόμο αυτόν, είναι ότι δημιουργείται μία παρέκκλιση στον θεσμό της κλήρωσης, που γνωρίζετε πολύ καλά το Δικαστήριό σας και γνωρίζουμε και εμείς, ότι υπήρξε μεγάλο διάστημα όπου δεν υπήρχε ο θεσμός αυτός, είχε κατακριθεί το προηγούμενο καθεστώς του διορισμού από τον Προϊστάμενο του Δικαστηρίου, υπάρχουν άρθρα τα οποία είναι δημοσιευμένα και τα οποία ομιλούσαν περί φυσικού και αφύσικου δικαστού -και μάλιστα το ένα εχθές αναφέρθηκε συνάδελφος και θα σας το δώσει νομίζω– και ενώ έχουμε το ’89 το νέο Οργανισμό και τον θεσμό της κλήρωσης, έρχεται πλέον με αυτόν το νόμο και εισάγεται μια εξαίρεση στον θεσμό της κλήρωσης, η οποία δημιουργεί, κατά τη γνώμη της Υπεράσπισης, παρέκκλιση.

Δεν θα κουράσω περισσότερο, γιατί η αντισυνταγματικότητα στηρίζεται στο 4 και στο 8. Εγώ θέλω να θέσω ένα θέμα που δεν ετέθη από τους συναδέλφους ως τώρα. Πέραν των όσων προβλέπει στην πρώτη παράγραφο ο νόμος ο 390/2002, συνεχίζοντας θέλω να υπογραμμίσω στο Δικαστήριό σας, ότι λέει ότι «η κληρωθείσα σύνθεση με αυτή τη διαδικασία, είναι η ίδια και σε περίπτωση αναβολής›.

Δηλαδή αν αναβληθεί το Δικαστήριο για οποιονδήποτε λόγο, είναι ενδεχόμενο να αναβληθεί το Δικαστήριο το οποίο με αυτή τη διαδικασία ορίζεται, την επόμενη φορά, πάλι οι ίδιοι δικαστές θα κληθούν να δικάσουν την υπόθεση αυτή. Δηλαδή δημιουργήθηκε ένας τρόπος εκλογής των Δικαστών μέσα από το διορισμό, μέσα από την Ολομέλεια και την κλήρωση μετά, όπου την ίδια υπόθεση, θα την δικάζουν, εφόσον κληρωθούν για πρώτη φορά, πάντα οι ίδιοι Δικαστές.

Μπορεί να αλλάξει μόνο για λόγους ειδικούς, αν υπάρχει όπως το λέει ο νόμος, ασθένεια ή αποχωρήσει ο Δικαστής. Αυτό είναι κατ’ αρχήν αντίθετο με αυτό που προέβλεπε ως τώρα ο νομοθέτης, σε σχέση με την κλήρωση, στο άρθρο 17 του Κώδικα. Δηλαδή, υπάρχει μια κατηγορία υποθέσεων, όλες οι άλλες υποθέσεις που κρίνονται, όπου ο νόμος προβλέπει ότι απαγορεύεται να προσδιοριστεί ή να αναβληθεί η υπόθεση σε δικάσιμη, για την οποία έχει γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του Δικαστηρίου.

Θέτει -συνεχίζοντας σε δύο παραγράφους- κάποιες εξαιρέσεις, τις οποίες πάντα εξαιρέσεις, κάποιο Δικαστήριο θα έκρινε για να αναβάλλει. Αλλά να αναβάλλει, όχι στην ίδια σύνθεση, να αναβάλλει σε δικάσιμο που είχε γίνει κλήρωση. Εδώ έχουμε μια περαιτέρω εκδοχή, ότι σε περίπτωση αναβολής παραμένουν οι ίδιοι δικαστές και μάλιστα αυτό ισχύει και στο πρώτο και στο δεύτερο βαθμό.

Να υπενθυμίσω επίσης σε αυτή τη σειρά ότι το άρθρο 10 λέει ότι η μη τήρηση των διατάξεων των παραγράφων 2 έως και 8 συνεπάγεται ακυρότητα, θέλει και ακυρότητα για το θέμα της σύνθεσης του Δικαστηρίου, συνεπάγεται ακυρότητα που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η απολογητική διαδικασία της υπόθεσης.

Έτσι όπως -θα μου επιτρέψετε να πω- εσπευσμένα και πρόχειρα νομοθετήθηκε, εάν διαβάσει κανείς το ολοκληρωμένο κείμενο και με την τροποποίηση που έχει γίνει, πραγματικά δημιουργείται και σύγχυση διότι η μη τήρηση των διατάξεων των παραγράφων 2 έως και 8 συνεπάγεται ακυρότητα που καλύπτεται αν δεν προταθεί. Ποιων διατάξεων; Πώς θα έπρεπε να έχει γίνει η κλήρωση; Πώς θα καθορίζεται; Διότι δίδει το δικαίωμα, έχω την αίσθηση, στον οποιονδήποτε να πει και για άλλες υποθέσεις. Δεν είναι μόνο αυτή η υπόθεση που δικάζεται, με βάση αυτό που προβλέπει στο άρθρο 11 στην παράγραφο 7α σε υποθέσεις που έχουν προσδιοριστεί αρμοδίως για να εκδικαστούν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων και λόγω της σοβαρότητας και του αντικειμένου τους και μια υπόθεση που απειλούνται ισόβια σε ναρκωτικά, σοβαρή υπόθεση είναι και αντικείμενο σοβαρό μπορεί να έχει και σοβαρές υποθέσεις μπορούν να δικάζουν και άλλα Δικαστήρια ή και το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.

Δεν το καθορίζει, δεν θέτει κριτήρια ως προς την σοβαρότητα και το αντικείμενο και δίδει την δυνατότητα και στο Εφετείο Αθηνών στην Λουκάρεως να εμφανιστεί κάποιος και να πει «όχι η δική μου υπόθεση είναι σοβαρή κατά την έννοια της διατάξεως, εγώ θέλω να γίνει η κλήρωση με αυτή την διαδικασία› και να δούμε πώς θα εφαρμόζετε αυτή η διάταξη πλέον.

Νομίζω κ. Πρόεδρε ότι αυτόν τον ισχυρισμό προβάλουμε, την αντισυνταγματικότητα την οποία προβάλλουμε θεωρώντας ότι ο νόμος είναι ειδικός. Νομίζω ότι και στην πράξη θα αποδειχθεί. Εγώ περιμένω. Βεβαίως τώρα, σήμερα που μιλάμε δεν αποδεικνύεται διότι είναι νέος ο νόμος και έγινε για πρώτη φορά.

Πραγματικά περιμένω να δω, σε ένα χρόνο ποιες άλλες υποθέσεις θα έχουν με αυτή την διαδικασία ορισθεί η σύνθεση. Γιατί εδώ είμαστε -θα παραμείνουμε ελπίζω πρώτα ο Θεός-, θα δούμε. Όταν έρθει το Πενταμελές, όποτε έρθει, να δούμε πόσες άλλες υποθέσεις θα έχουν ορισθεί.

Πιστεύω λοιπόν ότι θέτει ζητήματα αυτός ο νόμος. Θέτει ζητήματα ισότητας και κλείνοντας θα πω ότι, όταν λέει ο νομοθέτης ο συγκεκριμένος τις υποθέσεις που έχουν παραπεμφθεί αρμοδίως για να εκδικαστούν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων και λόγω της σοβαρότητας και του αντικειμένου τους δεν υπάρχουν κ. Πρόεδρε υποθέσεις που έχουν σοβαρότητα και αντικείμενο, υπάρχουν πάντα κατηγορούμενοι και άνθρωποι όπως εύστοχα ειπώθηκε, Έλληνες πολίτες που δικάζονται οι οποίοι μπορούν να κατηγορούνται για σοβαρά αδικήματα και το άρθρο 4 τους Έλληνες πολίτες σκοπεί να προστατεύσει και για τους Έλληνες πολίτες θέτει την ισότητα στην μεταχείριση κι εδώ δημιουργείται ανισότητα στην μεταχείριση για ίδιες υποθέσεις χωρίς κανένα αντικειμενικό κριτήριο. Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Οι κύριοι συνήγοροι πρώτα να αναπτύξουν αντίρρησή τους. Είστε συνήγορος του κυρίου;

Δ. ΖΩΤΟΣ: Του κ. Ψαραδέλλη. Παίρνω ως βάση του συλλογισμού μου αυτά που εκτέθηκαν χθες και από τον κ. Μυλωνά και από τον κ. Ρουμελιώτη σε ό,τι αφορά και το θέτω ως προϋπόθεση μιας μείζονος προτάσεως σε σχέση με τα άρθρα 8 και τα άρθρα 4. Αυτά δηλαδή που προσδιορίζουν τους όρους και τα κριτήρια του φυσικού Δικαστή και της ισότητας των πολιτών απέναντι στο νόμο αλλά και της ισότητας του νόμου απέναντι στους πολίτες.

Ειδικά σε ό,τι αφορά το άρθρο 8 και με τις δύο παραγράφους και με την 1 και με την 2 σε ότι αφορά το 8.1 ότι ο φυσικός Δικαστής θα πρέπει να ορίζεται για μία γενική κατηγορία υποθέσεων, απρόσωπα, γενικά και πριν από την αξιολόγηση μιας υπόθεσης πριν να ‘ρθει δηλαδή στο ακροατήριο και σε ό,τι αφορά την παράγραφο 2 στην βάση του ότι δεν πρέπει να δημιουργούνται ειδικά Δικαστήρια για ειδική υπόθεση ατομικά προσδιορισμένη.

Ο ισχυρισμός της υπεράσπισης είναι ότι ο συγκεκριμένος νόμος, η συγκεκριμένη διάταξη που αφορά την συγκεκριμένη κλήρωση δεν έχει γενικότητα, δεν αφορά δηλαδή μία κατηγορία υποθέσεων που θα μπορούσε από πριν, να ξέρουν οι πολίτες κατηγορούμενοι ότι θα παραπεμφθούν σε αυτή την κλήρωση αλλά αφορά μόνο την συγκεκριμένη.

Εξηγούμαι αμέσως. Λέει ο νόμος ότι τα δύο κριτήρια που χρησιμοποιεί για να απομονώσει μία κατηγορία υποθέσεων της ειδικής κληρώσεως του περιορισμένου αριθμού των Εφετών χρησιμοποιεί δύο κριτήρια. Το ένα είναι να πρόκειται για κακούργημα και το δεύτερο να πρόκειται για κακούργημα του Τριμελούς Εφετείου.

Είναι προφανές ότι τέτοιες υποθέσεις υπάρχουν πάρα πολλές αλλά δεν το εφαρμόζει για όλες αλλά για ορισμένες για τις οποίες το κριτήριο είναι που πρόκειται να διαρκέσουν πολύ. Αυτό το κριτήριο δεν υπάρχει ως αντικειμενικό από πριν προσδιορισμένο γιατί ο νόμος δεν μας λέει ούτε τι εννοεί ως μακρά διάρκεια. Εννοεί το μία εβδομάδα, ένας μήνας, 10 μέρες ούτως ώστε να μπορεί από πριν ο κάθε πολίτης κατηγορούμενος να ξέρει ότι «ναι, εγώ πρόκειται με αυτά τα κριτήρια να διαρκέσει η υπόθεσή μου πολύ› και το πολύ εννοούμε μία βδομάδα ή ένα μήνα ή έξι μήνες, εγώ θα πάω σε αυτή την ειδική κλήρωση και να διεκδικεί την ισότητά του με το άρθρο 4 και με τις άλλες αντίστοιχες υποθέσεις.

Με αυτή την έννοια λοιπόν δεν υπάρχει το κριτήριο της γενικότητας στην υπόθεση. Από τα πρακτικά της Βουλής είναι προφανές γιατί εκεί έγινε η σχετική συζήτηση προκύπτει, μάλιστα είναι ιδιαίτερα εμβληματική θα έλεγα η ομιλία του κ. Ιωαννίδη ο οποίος απευθυνόμενος στον Υπουργό λέει «είναι προφανές η σκοπιμότητα της συγκεκριμένης διατάξεως, είναι προφανής η σκοπιμότητα του ότι εκκρεμεί, ρυθμίζεται, επιχειρείται αυτή η ρύθμιση ενόψει της συγκεκριμένης δίκης, ακόμα με τέτοιο ρητό τρόπο και κατηγορηματικό›.

¶λλωστε δεν ήταν άγνωστο στο νομοθέτη ότι υπήρξαν και δίνω μια καινοφανής υπόθεση, διαδικασία το ότι υπάρχουν δίκες που κρατήσανε επί μακρόν και πραγματικά αναφέρω και την δίκη του Κοσκωτά και την δίκη Κράλλη-Κράμπη για μήνες αρκετούς. Αλλά σε αυτές τις υποθέσεις το άρθρο 17 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων προέβλεπε ρυθμίσεις άλλωστε όπως προβλέπει για όλες τις υποθέσεις, τους Αναπληρωματικούς Δικαστές όπως υπάρχει και στην συγκεκριμένη υπόθεση.

Τι γινόταν μέχρι τώρα; Προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του θεσμού των κληρώσεων ότι η κλήρωση των συνθέσεων των Ποινικών Δικαστηρίων καθιερώθηκε κυρίως ως τρόπος που διασφάλιζε και διασφαλίζει τον αδιάβλητο χαρακτήρα των συνθέσεων και υλοποιεί την συνταγματική αρχή του νόμιμου ή φυσικού Δικαστή.

Αυτή είναι η χαρακτηριστική αποστροφή της εισηγητικής εκθέσεως με δεδομένη την εμπειρία, την μακρά εμπειρία της αμφισβήτησης των παλαιών συνθέσεων και της αμφισβήτησης του αν κάποιος απολαμβάνει του φυσικού του Δικαστή ή όχι.

Σε σχέση με αυτό υπάρχει επίσης η εμπειρία της κληρώσεως των Ενόρκων και πριν ακόμα από την κλήρωση των συνθέσεων των Δικαστηρίων. Η κλήρωση μεταξύ των 10 Ενόρκων, των 4 Ενόρκων που μπαίνουν στην κληρωτίδα, των κληρωτέων 10 Ενόρκων και να κληρωθούν οι 4 εάν τυχόν αυτοί οι 10 αποτελούν τους εν δυνάμει Ενόρκους φυσικούς Δικαστές του κατηγορουμένου στο Μικτό Ορκωτό.

Εάν παραβιαστεί η διάταξη του άρθρου 385 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας έχουμε κακή σύνθεση του Δικαστηρίου, απόλυτη ακυρότητα λόγω του 171. Χαρακτηριστικά να αναφέρω τις δύο αποφάσεις του Αρείου Πάγου με τις οποίες αναιρέθηκαν αποφάσεις των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων επειδή στην κληρωτίδα αντί για 10 Ενόρκους στη μία περίπτωση μπήκανε 11 και στη δεύτερη περίπτωση προκειμένης εκλογής αναπληρωματικών Ενόρκων δεν μπήκαν στην κληρωτίδα ως κληρωτέοι 12 Ένορκοι Δικαστές αλλά 11.

Με αυτή την έννοια ο πολίτης στερήθηκε της δυνατότητας του εν δυνάμει φυσικού του Δικαστή, του να κληρωθεί δηλαδή ο φυσικός του Δικαστής μεταξύ 12 Ενόρκων ή 10 αντίστοιχα και όχι 11. Στην προκειμένη περίπτωση αυτό που έγινε ή αυτό που γίνεται με το νόμο χωρίς κριτήρια αντικειμενικά, έχουν ορισθεί ονομαστικά και με αυτή την έννοια δεν έχουμε την αρχή της τυχαιότητας που θέλησε ο νομοθέτης όταν προσδιόριζε την αρχή των κληρώσεων, την κλήρωση των συνθέσεων ως τρόπο σύνθεσης των Δικαστηρίων.

Η αρχή που πρυτάνευσε εκεί ήταν αρχή της τυχαιότητας και όχι αρχή του ονομαστικού προσδιορισμού. Με τον περιορισμό των Εφετών, από τον αριθμό των κληρωτέρων Εφετών από τον αριθμό των 140 στους 30, δηλαδή στο 10πλάσιο που ορίζει ο συγκεκριμένος νόμος, έχουμε ονομαστικό προσδιορισμό των κληρωτών Δικαστών και άρα παραβίαση της αρχής της τυχαιότητας που θέλησε ο νομοθέτης με την αρχή των κληρώσεων και άρα παραβίασε την συγκεκριμένη διάταξη στην συγκεκριμένη περίπτωση του άρθρου 8.1 δηλαδή της αρχής του φυσικού Δικαστή.

Αλλά και ταυτόχρονα της αρχής του 4 γιατί η συγκεκριμένη υπόθεση θα δικαστεί από Δικαστές ονομαστικά προσδιορισμένους ως κληρωτέους που είναι τμηματικά μικρότερος ο αριθμός τους από το σύνολο των Δικαστών.

Με αυτές τις σκέψεις νομίζω ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση παραβιάζει και τις δύο αυτές διατάξεις και θα ήθελα να προσθέσω ακόμα για την εμπειρία των κληρώσεων. Ότι από την στιγμή που καθιερώθηκε η αρχή των κληρώσεων σταμάτησαν και οι ψίθυροι, σταμάτησαν και οι αμφισβητήσεις σχετικά και με την νομιμότητα των συνθέσεων και σε ό,τι αφορά την εκπλήρωση της συνταγματικής αρχής του φυσικού Δικαστή.

Για τους λόγους αυτούς επειδή η συγκεκριμένη ρύθμιση αφορά σε εξατομικευμένη ρύθμιση σε ό,τι αφορά την συγκεκριμένη δίκη παραβιάζει και την αρχή του άρθρου 4 και την αρχή του άρθρου 8. Σε σχέση με τα κριτήρια που θέλησε να εφαρμόσει ο νομοθέτης δεν αφήνει στον εφαρμοστή της διάταξης κανένα περιθώριο. Δηλαδή, με ποιον τρόπο μπορούν να ορισθούν οι 30 Εφέτες και οι 10 Πρόεδροι; Ποια κριτήρια θα εφαρμοστούν; Ακόμα και σε αυτό το επίπεδο καταργείται η αρχή της τυχαιότητας αφού αυτοί οι 30 και 10 αντίστοιχα δεν προκύπτουν από μία τυχαία κλήρωση ή τυχαία ανάσυρση των ονομάτων τους από τον συνολικό αριθμό αλλά ορίζονται.

Με αυτή την έννοια μπορεί να εμφιλοχωρεί πάντα η σκέψη του μη αδιάβλητου χαρακτήρα του ορισμού των 30 και δεύτερον, από την αντίθετη πλευρά δεν μπορεί ο πολίτης κατηγορούμενος, να διεκδικήσει ο τρίτος που θέλει να διεκδικήσει την αρχή του άρθρου 4 την ίδια εφαρμογή και για τον εαυτό του αφού δεν μπορεί να αποδείξει ότι «η δική μου υπόθεση επίσης θα διαρκέσει επί πολύ›.

Αυτές τις σκέψεις μαζί με την συνάδελφο την κα Καραμπλιάνη τις έχουμε καταχωρήσει και θα τις δώσουμε στο Δικαστήριό σας εγγράφως. Ευχαριστώ.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή