ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κύριος Κοττέας, ο συνήγορος του κ. Σερίφη Ιωάννη έχει τον λόγο.
κ. ΚΟΤΤΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, αν λαμβάνω αυτή την στιγμή το λόγο είναι για έναν μόνο σκοπό. Κάποτε θα πρέπει σε αυτή τη χώρα οι θεσμοί να τηρηθούν. Αν θέλουμε να παγιωθεί το δημοκρατικό σύστημα, γιατί εσείς γνωρίζετε πολύ καλά όπως και οι κ.κ. Δικαστές ότι σε αυτή την χώρα κάθε 8 με 10 χρόνια εκτός της τελευταίας περιόδου είχαμε και μία δικτατορία η οποία κρατούσε κατά μέσο όρο 3,5 με 4,5 χρόνια.
Αν θέλουμε λοιπόν σε αυτή την χώρα να σταθεροποιηθούν οι θεσμοί πρώτοι και καλύτεροι είσαστε εσείς υποχρεωμένοι να τους θέσετε και να τους σταθεροποιήσετε. Πρώτος θεσμός, η Δικαιοσύνη. Γιατί το λέω;
Παρακολουθούμε καθημερινά την προσπάθεια που κάνει η Εκτελεστική Εξουσία να εισηγείται στην νομοθετική πώς θα περιορίσει τα δικαιώματα από την μια πλευρά της ελευθερίας της ανεξαρτησίας και της ευρύτητας που πρέπει να έχει η δικαστική εξουσία και από την άλλη πώς θα περιορίσει τα οποιαδήποτε ατομικά δικαιώματα των πολιτών.
Θέτω το θέμα επίσης για έναν δεύτερο ακόμα λόγο. Χθες σας ζήτησα αν είχατε κ. Πρόεδρε κενά στην δικογραφία, το πρακτικό της εκλογής της παρούσας συνθέσεως. Όχι γιατί αμφισβητώ τα πρόσωπα κι εσείς προσωπικά γνωρίζεται και εγώ δεν έχω ποτέ κανένα λόγο να κρύβω αυτά που σκέπτομαι, ότι έχω απεριόριστη εκτίμηση και σε σας και στο πρόσωπο κάποιων άλλων επί της Έδρας των οποίων γνωρίζω και ξέρω τον τρόπο που σκέπτονται και που δικάζουν.
Επίσης ξέρω ότι είστε εξ’ αυτών που θα προστατεύσουν τους θεσμούς. Αν ζήτησα λοιπόν αυτό το πρακτικό δεν το έκανα γιατί έτσι μου ήρθε στο κεφάλι, αλλά γιατί προκύπτουν κάποια θέματα που είσαστε υποχρεωμένοι πλέον να τα λύσετε εσείς.
Ποιος όρους έθετε ο 3090 κ. Πρόεδρε; Μετά όταν θα έρθει το θέμα της συνταγματικότητας θα δω αν είναι συνταγματικός. Δεν αναπτύσσω τώρα το θέμα ενόψει του ότι πιστεύω ότι θα τεθεί και πάλι. Ποιους όρους έθεσε ο νόμος αυτός προκειμένου να συσταθεί το Δικαστήριό σας; Είπε ότι θα κρατήσει επί μακρόν όπως ανέφερε και ο κ. συνάδελφος.
Ρωτώ λοιπόν και δεν έχω λόγο να ξέρω ότι θα απαντήσετε. Οι υποθέσεις πετρελαίων, της λαθρεμπορίας οι οποίες διαρκούν στον Πειραιά 3-3,5-4 μήνες η κάθε μία και οι οποίες υποθέσεις φρακάρισαν στο σύνολό τους το Εφετείο Πειραιά. Δεν είχαν ανάγκη ειδικής νομοθετικής ρύθμισης; Ένα το κρατούμενο.
Δεύτερον, τα κριτήρια που έθεσε ποια είναι αυτά; Το ότι υπάρχουν λόγοι υγείας σε κάποιους Δικαστές. Είμαι υποχρεωμένος επειδή δεν μετείχα κ. Πρόεδρε όταν η Ολομέλεια και δεν είχα δυνατότητα να μετέχω σε αυτήν, να ρωτήσω. Προεβλήθη από κανέναν Δικαστή λόγος υγείας για τον οποίο ζήτησε την εξαίρεσή του;
Τρίτον, η αρχαιότητα. Ερωτώ: υπήρξαν Δικαστές που είπαν ότι εμείς δεν θέλουμε γιατί είμαστε νεώτεροι να προηγηθούν οι αρχαιότεροι; Προηγήθηκαν οι αρχαιότεροι ή έγιναν μέσα στην επετηρίδα επεμβάσεις και άλματα τα οποία δεν δικαιολογούνται με τίποτα;
Τέταρτον, έθεσε ότι πρέπει να απέχουν εκείνοι οι οποίοι έκαναν ανακριτικά καθήκοντα ή έχουν άλλες υπηρεσιακές ανάγκες για να μην κωλυθεί περαιτέρω η εργασία τους. Ερωτώ και ερωτώ πάντοτε όταν αναφέρω ονόματα όχι για τους συγκεκριμένους Δικαστές για να μην γίνεται σύγχυση, ερωτώ για τον θεσμό. Γιατί κάποτε έστω και ένας αντισυνταγματικός νόμος πρέπει να εφαρμόζεται στην πράξη και στην ουσία μέχρις ούτω κριθεί αντισυνταγματικός.
Στην περίπτωση που συζητάμε πιστεύω απόλυτα γι’ αυτό τα λέω στο Δικαστήριό σας ότι δεν εφαρμόστηκε ούτε αυτός ο αντισυνταγματικός νόμος για την εκλογή σας. Όχι για σας προσωπικά, για να μην γίνεται σύγχυση κ. Πρόεδρε -όπως έχουν πει πολλοί συνάδελφοι το ίδιο λέω κι εγώ- αλλά από το σύνολο των Προέδρων Εφετών, θα προτιμούσα εσάς από οποιονδήποτε άλλον έστω κι αν αυτό, συγγνώμη κ. Πρόεδρε την άποψή μου εκθέτω. Εγώ λέω αυτό που πιστεύω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι, σας παρακαλώ δεν το θέλω. Δεν μου αρμόζει στο κάτω -κάτω.
κ. ΚΟΤΤΕΑΣ: Εντάξει, δεν το θέλετε. Κύριε Πρόεδρε, δεν έκανα στη ζωή μου ποτέ σε Δικαστή κομπλιμέντο, δεν πρόκειται να κάνω. Λέω πάντα αυτό που πιστεύω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Η αμοιβαία εκτίμηση γνωρίζετε ότι υπάρχει, αλλά αυτό είναι τελείως διαφορετικό θέμα. Μιλάμε θεσμικά τώρα. Καταλάβατε;
κ. ΚΟΤΤΕΑΣ: Θεσμικά μιλάω κ. Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μην προσωποποιούμε.
κ. ΚΟΤΤΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, γι’ αυτό το τονίζω ότι δεν έχει σχέση προς το πρόσωπο το δικό σας το πρόσωπο των κ. Εφετών στο πρόσωπο των κ. Εισαγγελέων ό,τι λέω.
Έχω εδώ την πρόταση που έκανε ο Προϊστάμενος των Εφετών Πειραιά ο κ. Χαρίδημος Παπαδάκης, γι’ αυτό είπα ότι δεν προσωποποιώ για κανέναν Δικαστή. Στην αιτιολογική του εισήγηση που κάνει ο κ. Προϊστάμενος λέει:
«Σκοπός των παραπάνω διατάξεων του νόμου δηλαδή είναι να οριστούν από τα μέλη του Δικαστηρίου για την εκδίκαση των υποθέσεων που θα έχουν πολύμηνη διάρκεια›.
Πρώτο θέμα, γιατί προδικάζει κάποιος αν έχει αυτή η υπόθεση πολύμηνη διάρκεια; Δεύτερο θέμα, εκείνα που δεν θα κωλυόταν εκ διαφόρων λόγων. Πρώτος λόγος και μάλιστα λέει, όπως υγείας -γι’ αυτό ρώτησα αν υπάρχει κάποιος Δικαστής που να έχει θέμα υγείας- σύντομης αποχώρησης από την υπηρεσία. Δεν συζητιέται αυτό, έτσι έπρεπε να είναι, εξαιρέσεως λόγω διαφόρων ιδιοτήτων.
Ερωτώ, ο κ. Χαρίδημος Παπαδάκης ως Προϊστάμενος του Εφετείου έχει υπηρεσίες τέτοιες που να είναι υποχρεωμένος να είναι στην υπηρεσία του; Βλέπω εδώ πέρα ότι τον πρώτο που προτείνει ο κ. Παπαδάκης είναι τον εαυτό του και δημιουργείται το πρώτο θέμα.
Διαβάζω στην «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ› της εποχής των κληρώσεων ότι «ο κ. Παπαδάκης δεν είναι μεταξύ αυτών που φέρεται ότι εισήχθησαν στην κληρωτίδα προκειμένου να εκλεγεί από τους επιλεγέντες›. Γι’ αυτό σας ζήτησα το πρακτικό, επειδή δεν έχω το πρακτικό ούτε είχα τη δυνατότητα γιατί έκατσα όλη την ημέρα εδώ πέρα να πάω στο Εφετείο, ούτε ήξερα αν θα μου το δώσουμε, γιατί θα το αναζητήσω.
Βλέπω όμως τη θέση του κ. Παπαδάκη ότι μπαίνει ο κ. Κλαπουτάκης. Έτσι έγινε κ. Πρόεδρε; Δεν σας ρωτάω, απάντηση περιμένω όταν θα ολοκληρώσω κ. Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι λέω μήπως δεν είναι αυτό που προκαθορίζει ποιοι θα είναι στην κληρωτίδα, τι πρότεινε ο κ. Παπαδάκης αλλά τι αποφάσισε η Ολομέλεια. Η Ολομέλεια αποφασίζει τους τάδε. Καταλάβατε; Ο κ. Παπαδάκης έκανε μία πρόταση. Η Ολομέλεια δεν μπορεί να ακολουθεί στο σύνολο.
κ. ΚΟΤΤΕΑΣ: Τότε ερωτώ ευθέως κ. Πρόεδρε. Μετείχε ο κ. Παπαδάκης στην κλήρωση και εάν ναι, έλαβε ψήφους και πόσους. Για εάν μετείχε, τότε δεν θα μπορούσε να μετέχει ο κύριος Παπαδάκης. Είναι πολύ απλό.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι να σας πω; Εγώ σας έδωσα την απάντηση ότι η Ολομέλεια δεν είχε τον κ. Παπαδάκη, είχε τον κ. Χλαμπουτάκη τελικά. Είναι το δια ταύτα. Δηλαδή δεν έχει σημασία τα «επειδή› που λέμε, «προτείνω τον τάδε, τον τάδε, τον τάδε› εμείς μπορούσαμε κανέναν από τους προταθέντες, ή μερικούς από τους προταθέντες. Καταλάβατε;
κ.ΚΟΤΤΕΑΣ: Αν είχα στο χέρι μου το πρακτικό, θα διαφοροποιούσα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας καταλαβαίνω, απλώς σας δηλώνω δηλαδή ότι η απόφαση ήταν: όλοι μας είμαστε την Ολομέλεια, δημοσιεύτηκε η απόφαση. Τελείωσε.
κ.ΚΟΤΤΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, όλα αυτά τα λέω γιατί αργότερα θα προσθέσω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να σας πω τώρα τι συζήτηση έγινε μέσα; Δεν επιτρέπεται όπως ξέρετε, είναι μυστικές οι συνεδριάσεις των Ολομελειών, δεν είναι δημόσιες. Το θέμα είναι το δια ταύτα. Το δια ταύτα δεν είχε τον κ. Παπαδάκη.
κ.ΚΟΤΤΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε η λεγόμενη μυστικότητα των συνεδριάσεων είναι σχήμα λόγου, γιατί τη μια μέρα συζητάτε εσείς και την άλλη τα γνωρίζουμε οι περισσότεροι. Για να μην κοροϊδευόμαστε εδώ πέρα σε αυτή την αίθουσα.
Δεύτερο θέμα. Υπήρχαν Εφέτες που μπήκαν στην κληρωτίδα, προτάθηκαν -δεν ξέρω αν μπήκαν, γιατί δεν το έχω πρακτικό- οι οποίοι να είχαν ασκήσει ανακριτικά καθήκοντα;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αυτούς, η Ολομέλεια δεν τους έβαλε. Γεννήθηκε ένα θέμα από ό,τι θυμάμαι, όσοι είχαν ανακριτικά καθήκοντα, όσοι είχαν έστω και παρεμπίπτοντα βουλεύματα, τα είχαμε πει αυτά τα πράγματα, ότι η αρχή της δίκαιης δίκης θα παραβιαζόταν.
Σκεφτείτε τώρα κάποιος να είχε αποφανθεί σε κάποιο παρεμπίπτον βούλευμα ότι είχε ζητήσει κάποιος αντικατάσταση πρωινής κρατήσεως με περιοριστικούς όρους και να έλεγε «όχι, άστε τον να κάθεται μέσα›. Αυτό σημαίνει ότι είχε πλέον μια αξιακή κρίση επί της υπόθεσης εκφέρει και δεν θα ήταν σωστό και δόκιμο να βρίσκεται εδώ πάνω στην έδρα.
κ.ΚΟΤΤΕΑΣ: Ασφαλώς κ. Πρόεδρε. Το πρόβλημά μου δεν είναι αυτό. Το πρόβλημά μου είναι εάν ο κ. προϊστάμενος στην εισήγησή του περιέλαβε και τέτοιους Εφέτες. Ερωτώ τώρα πλέον γιατί έχω αυτό το δικαίωμα. Πέστε μου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είναι ρητορικές πολλές φορές οι ερωτήσεις.
κ.ΚΟΤΤΕΑΣ: Ρωτώ εγώ τώρα ο απλός πολίτης, που θέλει να πιστεύει ότι δεν στήθηκε τίποτα. Όταν ο κ. προϊστάμενος που γνωρίζει, εισηγείται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, στην Ολομέλεια των Εφετών κάποια πράγματα, αντίθετα με τα όσα ο νόμος προβλέπει, αυτός ο νόμος πρέπει κατά τη λογική να εφαρμοστεί; Και αν εφαρμόστηκε και για να ξεκαθαρίζω το θέμα που συζητάω, εγώ προσβάλλω τη νομιμότητα της εκλογής, του ήδη κατά την άποψή μου αντισυνταγματικού νόμου.
Για να τελειώνω με αυτό το θέμα. Όλη αυτή η ιστορία της δημιουργίας του Ν.3090/2002 μέσα στην περίοδο των εορτών και κάτω από τις συνθήκες και ενόψει αυτής της Δίκης, που ψηφίστηκε, δημοσιεύτηκε και εφαρμόστηκε και γνωστού όντως πως λειτουργούν κάποια πράγματα και που οδηγούν και όταν θα έρθει η ώρα της αντισυνταγματικότητας θα τα θέσω, αυτός ο νόμος από τη φύση του και από τον τρόπο που λειτούργησε, δεν λειτούργησε σύννομα.
Κατά συνέπεια τίθεται ευθέως πιστεύω σε εσάς το θέμα, εγώ το θέτω, ότι η παρούσα σύνθεση, ακόμη και με τις αγαθότερες προθέσεις της, δεν είναι εκείνη η οποία είναι αρμόδια να δικάσει τους παρόντες κατηγορούμενους.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε. Έχετε τον λόγο.
Ν. ΠΡΩΤΕΚΔΙΚΟΣ: Είμαι ο συνήγορος του Κων/νου Τέλιου. Θα ήθελα να κάνω μόνο μια παρατήρηση μόνο κ. Πρόεδρε, είναι προφανής η θέσπιση του 3090 ειδικά για αυτή την περίπτωση. Το «προφανές› προκύπτει και από τον ίδιο το νόμο, ο οποίος περιορίζει τον συγκεκριμένο τρόπο σύνθεσης του Δικαστηρίου, μόνο στα κακουργήματα, τα οποία έχουν παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων.
Προκαλεί κατάπληξη, ότι ο νομοθέτης ξέχασε ότι σοβαρότατα κακουργήματα, τα οποία αναμένεται να κρατήσουν επί μακρό χρονικό διάστημα, είναι κατ’ εξοχήν τα κακουργήματα τα οποία παραπέμπονται ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου και του Μικτού Ορκωτού Εφετείου.
¶ρα μου προκαλεί μια κατάπληξη, εάν έχετε μια ανθρωποκτονία με 10 - 15 κατηγορουμένους και χωρίς να έχουμε θέμα εφαρμογής, ασχέτως τι θα πούμε στη συνέχεια, του άρθρου 187 αυτοί, γιατί θα πρέπει να δικαστούν σε δεύτερο βαθμό, από Εφέτες οι οποίοι δεν θα προκληρωθούν ή δεν θα προοριστούν πριν την κλήρωσή τους και οι οποίοι προφανώς θα έχουν τα ίδια προβλήματα υγείας, συνταξιοδότησης και όλα τα σχετικά. Αυτό, συμπληρωματικά μόνο, για να δείξουμε ότι ο νόμος αυτός, έχει τεθεί μόνο για την προκειμένη περίπτωση.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε πολύ.
Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Είμαι ο συνήγορος του κ. Τζωρτζάτου. Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Εφέτες, θέλω να προσθέσω λίγα λόγια σε όσα ορθά λέχθηκαν από τους εκλεκτούς συναδέλφους μου και από τον κ. Κοττέα ως προς το πώς έγινε αυτή η διάταξη και αν πραγματικά εγγίζει τη νομιμότητα.
Το λέω αυτό, διότι ομολογουμένως, έγιναν πολλές λεηλασίες της δικονομίας –και το λέω ευθέως- από τη νομοθετική εξουσία, η οποία εισήλατο κυριολεκτικά στο δικαστικό χώρο. Προσπαθεί η διάταξη αυτή, να εμφανιστεί ότι είναι μια γενική διάταξη και όχι διάταξη φωτογραφία.
Ερωτάται: όταν έχουμε την άσκηση διώξεως από τον Ιούλιο του 2002 και στη συνέχεια –δεν λέω για τη δημοσίευση, η ψήφιση έγινε μετά την άσκηση διώξεως- δηλαδή ήταν εν εκκρεμοδικία η υπόθεση και ξαφνικά εισέρχεται κυριολεκτικά η νομοθετική εξουσία με τον 390/2002 και μας λέει ότι σε υποθέσεις που έχουν παραπεμφθεί αρμοδίως για να εκδικαστούν στο Τριμελές Εφετείο κλπ. Ερωτώ: είναι ή δεν είναι φωτογραφία αυτός ο νόμος; Όταν έχει ξεκινήσει, πιστεύω ότι απαγορεύεται.
Θα πω επίσης το εξής: το άρθρο 8 του Συντάγματος όπως σωστά παρατηρήθηκε χτες από τον υπερασπιστή και συνάδελφό μου τον κ. Μυλωνά, που σας ανέφερε κάποια παραθέματα από τον Πατριάρχη -θα έλεγα- του Συνταγματικού Δικαίου τον Σμώλο, αναφέρθηκε στη λέξη «έκτακτα› σαφώς Δικαστήρια, ήταν στηριγμένο ακριβώς πάνω στο άρθρο 8 του Συντάγματος, που κι από αυτή την πλευρά έχετε δικαίωμα και καθήκον να το ελέγξετε. Γιατί αυτά ελέγχουμε εδώ και αυτό καλείστε να ελέγξετε.
Πέρα από αυτό, ας μου επιτρέψει ο κ. Κοττέας οι ερωτήσεις που ήταν ρητορικές, είναι και για εμένα ερωτήσεις, δηλαδή διερωτώμαι μια και δεν μπορώ να ρωτήσω το Δικαστήριο, θα πρέπει να διερωτώμαι πλέον, εάν και πως έγινε αυτή η διάταξη και πως εφαρμόστηκε, πως εκτελέστηκε. Είπαμε χτες ότι ενδεχομένως να είχαμε κάποιο πρακτικό της εκλογής. Όμως θα παρατηρήσω πέρα από τα όσα ελέγχθηκαν και κάτι άλλο:
Δεν προσβάλλει αυτό το ίδιο το σώμα των Δικαστών; Δεν προσβάλλει τους Δικαστές τους ιδίους, που οπωσδήποτε τίθενται έτσι σε διπλή τροχιά, η μεν μία in speed κατά την ορολογία την ξενόγλωσση σήμερα και οι άλλοι οι οποίοι έχουν βραδύτητα. Γιατί –υποθέτω- ότι ξέρετε η εισηγητική έκθεση της ιστορίας, είναι ότι θα πρέπει να επιλέξουμε μεταξύ των Εφετών που έχουν υγεία ακλόνητη -εύχομαι για όλους τους Εφέτες να έχουν ακλόνητη υγεία?
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όλα υπό αίρεση. Για όνομα του Θεού.
Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Όμως με αυτό τον τρόπο –χωρίς να υπαινίσσομαι τίποτα και για τους 30 ή τους 10 ή τους 15 ή 45 Εφέτες, όσοι επελέγησαν- έτσι, έγινε μια διάκριση η οποία στερεί αναγκαίως τον οποιοδήποτε πολίτη από το φυσικό του δικαστή.
Το λέω αυτό, διότι ελέχθησαν πολλά περί της ορθότητας των κληρώσεων, διότι με «εκφοβισμούς› πάντοτε ξέραμε κι εμείς που παροικούμε στην Ιερουσαλήμ ότι λέγονται πολλά και εις βάρος του δικαστικού Σώματος και εις βάρος και δικηγόρων για τις επιλογές κλπ. Έπαψε κάποτε αυτό το γεγονός και ήρθε ο νόμος διευθέτησε αυτές τις διακρίσεις και είπε να κληρώνονται. Έρχεται επ’ ευκαιρία –το τονίζω αυτό- είναι νόμος φωτογραφία, μιας υποθέσεως βεβαίως σοβαροτάτης να δημιουργηθεί αυτός ο νόμος, να ψηφιστεί αυτός ο νόμος.
Περαιτέρω έχουμε δύο αρχές οι οποίες πραγματικά συνθλίβονται. Η μία είναι η αρχή της ίσης μεταχείρισης την οποία κάθε πολίτης αξιώνει από το Σύνταγμα. Ρωτώ εγώ ο οποίος είμαι ο εγκληματίας, ο παράνομος, παραβατικός, γιατί με τις ίδιες προϋποθέσεις θα δικαστώ από υμάς, οι οποίοι είναι επιλεγμένοι με αυτό τον τρόπο, ο οποίος είναι πράγματι μυστικός θα έλεγα, σε πολύ μυστικό Συμβούλιο και δεν θα μιλήσω, τα είπε ο κ. Κοττέας προηγούμενα και όχι από τον φυσικό μου δικαστή.
Καθώς επίσης και το άρθρο 8 το οποίο είναι συγκεκριμένο: δικαστικές Επιτροπές και έκτακτα Δικαστήρια, με οποιοδήποτε όνομα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν. Που πάει αυτό το άρθρο 8; Το διώξατε από το Σύνταγμα; Δεν θέλω να επαναλάβω αξιότιμε κ. Πρόεδρε και κύριοι Εφέτες, τα όσα ορθότατα σας είπε χτες ο κ. Μυλωνάς.
Ενόψει όλων αυτών, σκεφτείτε πως αισθάνονται οι οποιοιδήποτε κατηγορούμενοι και δη οι παρόντες ότι βρίσκονται προ ενός εκτάκτου Δικαστηρίου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εδώ μας είπαν και Στρατοδικείο! Το έκτακτο είναι λίγο.
Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Δεν θα πω έκτακτο προς Θεού! Όμως πράγματι και για άλλες ενστάσεις τις οποίες έχουμε, το ίδιο έγινε. Δεν θα αναφερθώ γιατί δεν έχω δικαίωμα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Από πλευράς υπεράσπισης έχει ζητηθεί ο λόγος.
κ.ΣΟΦΟΣ: Εκπροσωπώ την υπεράσπιση του κ. Παύλου Σερίφη, του κ. Κωστάρη και του κ. Καρατσώλη μαζί με τον κ. Σταμούλη, την δεσποινίδα Σταμούλη και τον κ. Νίκα.
Κύριε Πρόεδρε, συντομότατα θα αναφερθώ σε μια περίπτωση που έχει ήδη απασχολήσει και την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, θα προσκομίσω βέβαια τις σχετικές αποφάσεις στο Δικαστήριό σας, με την διάταξη του άρθρου 16 του Ν.2331/95 η οποία αντικατέστησε την παρ. 1 του άρθρου 23 του Ν.1756/88 του κώδικα περί οργανισμού των Δικαστηρίων, ορίστηκε πλέον η σύνθεση της πλήρους Ολομέλειας και της τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία συντίθενται η μεν πλήρης Ολομέλεια από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, ή το νόμιμο αναπληρωτή του και από το ήμισυ των λοιπών μελών, η δε τακτική Ολομέλεια από τους Αντιπροέδρους προεδρεύοντα πρώτον και τους Αρεοπαγίτες και από την υπόλοιπη σύνθεση η οποία αποτελείται από τουλάχιστον 17 Αρεοπαγίτες, με εκάστοτε περιττό ή άρτιο κατά σειρά αρχαιότητας, η οποία αποτελεί και την τακτική Ολομέλεια.
Εξάλλου από τις συνταγματικές διατάξεις όπως ανέφεραν οι προλαλήσαντες συνάδελφοι και δεν θα αναπτυχθώ στις συνταγματικές διατάξεις που αφορούν τη συγκεκριμένη επιχειρηματολογία, τη διάταξη του άρθρου 26 του Συντάγματος που ορίζει την διάκριση της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, τη διάταξη του άρθρου 87 παρ. 1 που ορίζει ότι η Δικαιοσύνη ασκείται από τα Δικαστήρια και συγκροτείται από τακτικούς Δικαστές οι οποίοι απολαμβάνουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 1 που ορίζονται οι προαγωγές, τοποθετήσεις και οι μεταθέσεις των δικαστικών λειτουργών, ενεργούνται με Προεδρικό Διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από απόφαση Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και τη διάταξη του άρθρου 93 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, που ορίζει τα Δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά, τα οποία οργανώνονται με ειδικούς νόμους και υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο, που το περιεχόμενό του, είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα.
Οι διατάξεις αυτές, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία θεσπίζει τόσο μεν το ατομικό δικαίωμα κατά του κράτους να μην στερείται ο Έλλην πολίτης του «in concreto› νομίμου δικαστή του, όσο δε και θεσμική εγγύηση της λειτουργίας της Δικαιοσύνης και της δικαστικής εξουσίας έναντι των άλλων εξουσιών, προκύπτει εξ όλων αυτών, ότι ο συνταγματικός νομοθέτης ανέθεσε μεν στον κοινό νομοθέτη τη σύσταση και την περαιτέρω οργάνωση των Δικαστηρίων και τη θέσπιση των αναγκαίων δικονομικών κανόνων για την αποτελεσματική επίλυση των διαφορών, πλην όμως –και τώρα σας αναγιγνώσκω το απόσπασμα περιεχομένου της υπ’ αριθμ. 1 του 96 αποφάσεως Ολομελείας του Αρείου Πάγου- η νομοθετική αυτή ρύθμιση δεν εκτείνεται τόσο, ώστε να πλήττεται η δικαστική ανεξαρτησία και το αυτοδιοίκητο των Δικαστηρίων. Όπως συμβαίνει, όταν ο νομοθέτης προσδιορίζει τους δικαστές που θα αποτελούν συγκεκριμένο τμήμα Δικαστηρίου.
Επαναλαμβάνω κ. Πρόεδρε ότι η διατύπωση της απόφασης της Ολομελείας όπως συμβαίνει όταν ο νομοθέτης προσδιορίζει τους δικαστές που θα αποτελούν συγκεκριμένο τμήμα Δικαστηρίου, ή θα συμμετέχουν σε ορισμένο Δικαστήριο για την εκδίκαση των ενώπιόν του υποθέσεων.
Διότι τούτο ενόψει των οριζομένων από τις συνταγματικές διατάξεις που προανέφερα, ανήκει στο ίδιο το Δικαστήριο χωρίς εξωτερική επέμβαση άλλου και ακολουθεί το σκεπτικό της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ως εξής:
Αντίθετη εκδοχή -και κατά την ταπεινή μου κρίση, πιστεύω ότι είναι η υπό κρίση περίπτωση- θα παρείχε στο κοινό νομοθέτη τη δυνατότητα να ορίζει τη σύνθεση και των δικαστηρίων της ουσίας, λέγοντας για παράδειγμα, ότι το Τριμελές Εφετείο συγκροτείται από τον πρώτον, τον τέταρτο ή τον πέμπτο κατά σειρά αρχαιότητα Εφέτη. Πράγμα το οποίο στο σκεπτικό της η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, αποδοκιμάζει και απορρίπτει. Γεγονός που θα επέτρεπε –λέει στη συνέχεια- στην εκάστοτε εκτελεστική εξουσία να επιλέγει τη σύνθεση της αρεσκείας της.
Κύριε Πρόεδρε, επιτρέψτε μου να πω ότι θα ήταν μεγάλη μου τιμή να μπορούσα κι εγώ ευθαρσώς να πω ότι σας γνωρίζω προσωπικά, σας θυμάμαι από το Εφετείο και πραγματικά κι εγώ προσωπικά, δεν θέλω να απέχω του θεσμικού χαρακτηρισμού των ως άνω διατυπώσεων. Αλλά θεωρώ ότι το σκεπτικό της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, της αποφάσεως που προανέφερα, της υπ’ αριθμ. 1 του 96 και της υπ’ αριθμ. 4 του 96 και της υπ’ αριθμ. 28 του 96, το σκεπτικό των οποίων είναι πανομοιότυπο, είναι σαφές ότι η διάταξη του άρθρου 11 του Ν.3090/2002 αντίκειται άμεσα στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1, η οποία ορίζει «in concreto› το άμεσο δικαίωμα του πολίτη, να μην αποστερείται το νόμιμο δικαστή.
Θα συμπληρώσω μόνο όσον αφορά την παραβίαση της αρχής της ισότητας, κάτι το οποίο επιβεβαιώνει η υπ’ αριθμ. 28 του 96 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία δεν ορίζεται κατά τον ίδιο τρόπο όπως ορίστηκε για παράδειγμα η σύνθεση της πλήρους Ολομέλειας και της τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, το αυτό και για το άλλο ακυρωτικό για το Συμβούλιο της Επικρατείας. Κατ’ ανάλογο σκεπτικό, δεν ορίζεται για τα διοικητικά δικαστήρια ομοίως, σύμφωνα με το νόμο 3090 πράγμα το οποίο αντικρούει στην αρχή της ισότητας εμμέσως διότι και οι πολίτες οι οποίοι δεν καταλαμβάνονται από την έλλειψη πλέον της ρύθμισης αυτής, στερούνται και αυτό «in concreto› του δικαιώματος του νομίμου Δικατού. Σας ευχαριστώ πολύ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αν έχετε την καλοσύνη μία από αυτές τις αποφάσεις, ειδικά την 28 η οποία αντικατοπτρίζει και τα δύο θέματα απ’ ότι είπατε. Ας τεθούν υπόψη γιατί αυτή την ώρα να μην ψάχνουμε. Μπορούμε να ψάξουμε βέβαια και να το βρούμε, αλλά απλώς διευκολύνεται η κατάσταση. Σε μένα δώστε την, δεν υπάρχει θέμα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Τις έτερος βούλεται. Η κυρία Καραμπλιάνη.
κα ΚΑΡΑΜΠΛΙΑΝΗ: Θα ήθελα στη συνέχεια της σκέψης του κ. συναδέλφου να αναφερθώ κι εγώ στην αντισυνταγματικότητα βάσει του άρθρου 8 του Συντάγματος που επιβάλλει τον προσδιορισμό τόσο του Δικαστηρίου όσο και του Δικαστή με βάση γενικά και αφηρημένα κριτήρια και σε ανύποπτο χρόνο.
Πάνω σε αυτό θα ήθελα να πω ότι το άρθρο 8 ουσιαστικά υλοποιείται από την κλήρωση δηλαδή, από την εισαγωγή του τυχαίου για το οποίο έχει αναφερθεί ο ¶ρειος Πάγος στην υπ’ αριθμόν 61/93 απόφασή του σε Συμβούλιο, κρίνοντας αντισυνταγματική την διάταξη του τότε νομοσχεδίου του 2172/93 νόμου που κατήργησε και τον 1916/90 για τον οποίο αναφερθήκαμε χθες για την δημοσιότητα.
Σε αυτό λοιπόν το νομοσχέδιο τότε περιλαμβανόταν διάταξη που στερούσε από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου την αρμοδιότητα και την εξουσία, μάλλον τον εξαιρούσε από την ανάδειξη των μελών των Πειθαρχικών Συμβουλίων του Αρείου Πάγου. Ήταν μια διάταξη που ψηφιζόταν τότε το ’83, προσπαθούσε ουσιαστικά απ’ τον Πρόεδρο τότε, να εξαιρέσει τον Πρόεδρο τότε απ’ τα συμβούλια.
Θέλω να πω ότι εδώ ο ¶ρειος Πάγος έκρινε ότι αυτή η εξαίρεση είναι αντισυνταγματική και μάλιστα με πλειοψηφία 50 μελών υπέρ και ενός μόνο μέλους να μειοψηφεί. Κατά τούτο πιστεύω ότι στηρίζει την εισαγωγή ακριβώς του τυχαίου, θέλοντας να περιλαμβάνονται στην κλήρωση όλα τα μέλη εν προκειμένω της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Αυτό κύριε Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας ευχαριστώ. Παρακαλώ, εκπροσωπείτε;
Ε. ΔΟΥΛΓΕΡΗ: Εκπροσωπώ τον κ. Θωμά Σερίφη. Μία παρατήρηση εν όψει του σχολίου σας σχετικά με το στρατοδικείο κύριε Πρόεδρε. Το συγκεκριμένο Δικαστήριο πράγματι δεν νομίζω να αμφισβήτησε κανείς ότι είναι ένα υφιστάμενο, ένα τακτικό Δικαστήριο. Πλην όμως στην ουσία και εν όψει του ότι του ανετέθη η εκδίκαση της συγκεκριμένης δίκης εκ των υστέρων, μετατρέπεται η δικαιοδοσία του από γενική σε ειδική.
Κατά τη γνώμη μας αυτό δεν είναι επιτρεπτό απ’ το Σύνταγμα, διότι η συγκρότηση της συνθέσεως ενός δικαστηρίου εν όψει και εν γνώσει της συζήτησης μιας υπόθεσης, είναι ασυμβίβαστη με το Σύνταγμα. Και ναι μεν του ανατέθηκε με νομοθετική πράξη, δηλαδή έχουμε μία παρέμβαση της νομοθετικής στη δικαστική εξουσία, όμως ο νομοθέτης μπορεί γενικά και αφηρημένα να μεταβάλει κάποιους κανόνες που αφορούν είτε την αρμοδιότητα των δικαστηρίων είτε τον οργανισμό, αλλά πάντα μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος.
Και τα δικαστήρια οφείλουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν απ’ το πρόσχημα αυτών των γενικών ρυθμίσεων ή με το πρόσχημα αυτών των γενικών ρυθμίσεων, επιχειρείται ή αποβλέπει ο νομοθέτης τη στέρηση ακριβώς του νομίμου δικαστή. Και αν διακρίνει κάτι τέτοιο, τότε πρέπει να αρνηθεί την εφαρμογή αυτού του νόμου. Μόνο αυτή την παρατήρηση κ. Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας ευχαριστούμε πολύ. Ο κ. Δαλιάνης έχει τον λόγο.
Μ. ΔΑΛΙΑΝΗΣ: Εκπροσωπώ τον κ. Σωτήριο Κονδύλη. Αυτό που ήθελα να παρατηρήσω γιατί στα περισσότερα θέματα που εθίγησαν έχω ήδη καλυφθεί απ’ τους συναδέλφους μου, είναι ότι και απ’ αυτό το κείμενο της διάταξης του Ν. 3090/2002 προκύπτει το απερίγραπτο αυτού του νομοθετήματος. Αφού παρέχεται μία εξουσία σε ένα όργανο, με όλο το κύρος που βεβαίως έχει η ολομέλεια των εφετών, κατά τρόπο εντελώς ανεξέλεγκτο, χωρίς κανόνες μέσα στους οποίους υποχρεώνεται να κινηθεί.
Εδώ όμως θα ήθελα να θέσω και έναν άλλο προβληματισμό. Εξ όσων γνωρίζω το δικαστήριό σας, η ολομέλεια των εφετών αρνήθηκε να κάνει την ανεξέλεγκτη αυτή επιλογή που της παρέχει το δικαίωμα ο νόμος. Στην ουσία δηλαδή αρνήθηκε να εφαρμόσει αυτό το νόμο και είναι εύλογο αυτό το πράγμα και πιστεύω ότι είναι προς τιμή της ολομέλειας, γιατί είναι προφανής η αντισυνταγματικότητά της.
Βεβαίως δεν γνωρίζω το κείμενο της απόφασής σας. Απ΄ όσο όμως έχω ακούσει και έχουν λεχθεί από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, εξαιρέθηκαν μόνο οι δικαστές που είχαν πρόβλημα υγείας και εκείνοι των οποίων επέκειτο η συνταξιοδότηση, αν δεν κάνω λάθος. Αν κάνω λάθος παρακαλώ να με διορθώσετε, για να μην στηρίξω σε λαθεμένη βάση τον συλλογισμό μου.
Στην πραγματικότητα δηλαδή η Ολομέλεια των Εφετών δεν έκανε καμία απολύτως επιλογή. ΕΦήρμοσε τον προηγούμενο νόμο με κάποιες αρνητικές προϋποθέσεις που έθεσε. Και τίθεται το ερώτημα αξιότιμε κύριε Πρόεδρε και κύριοι δικαστές, τελικά ποιος νόμος εφαρμόστηκε για τη συγκρότηση του δικαστηρίου σας;
Ο Ν. 3090 είναι βέβαιο ότι δεν έχει εφαρμοστεί, αφού δεν έγινε καμία επιλογή και η επιλογή όπως περιγράφεται στη σχετική διάταξη, αυτή η ανεξέλεγκτη επιλογή είναι ποιοτική καθαρά επιλογή αφού δεν τίθεται κανένα άλλο κριτήριο. Δεν εφαρμόστηκε.
Υποτίθεται ότι η επιλογή των δικαστών, μεταξύ των οποίων και έγινε η κλήρωση, έγινε από το σύνολο των Εφετών από τους οποίους εξαιρέθηκαν αυτοί που ήταν φυσικό να εξαιρεθούν, οι έχοντες κωλύματα. Ερωτώ λοιπόν, θέτω αυτό τον προβληματισμό, σε ποια νόμιμη βάση, σε ποιο νόμο στηρίχθηκε η εκλογή του δικαστηρίου σας. Και βεβαίως δεν χρειάζεται να επαναλάβω την εμπιστοσύνη που τρέφω στη συγκεκριμένη σύνθεση. Ευχαριστώ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κι εγώ σας ευχαριστώ. Νομίζω τελειώσαμε από αυτή την πλευρά. Κύριε Αναγνωστόπουλε δυο-τρεις φορές σας δόθηκε ο λόγος, αλλά πάλι ανακλήθηκε δυστυχώς. Έχετε πλέον τον λόγο.
Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: ¶κουσα με ενδιαφέρον τα επιχειρήματα της υπερασπίσεως, η οποία προβάλει ότι το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 3090/2002 επί τη βάσει του οποίου προέκυψε η σύνθεση του παρόντος δικαστηρίου, είναι αντίθετο προς το άρθρο 8 του Συντάγματος στο οποίο κατοχυρώνεται η αρχή του φυσικού ή ορθότερα του νόμιμου δικαστή.
Θυμίζω αξιότιμε κύριε Πρόεδρε, ότι η αρχή αυτή καθιερώθηκε για πρώτη φορά με σαφή τρόπο στο Σύνταγμα του έτους 1844. Εκεί περιελήφθηκε η διατύπωση η οποία έκτοτε επαναλήφθηκε σε όλα τα Συντάγματα, ότι ουδείς αφαιρείται άκων του παρά του νόμου ορισμένου εις αυτόν δικαστού.
Και έλεγε η διάταξη αυτή «ώθεν δικαστικαί επιτροπαί και έκτακτα δικαστήρια εις οιονδήποτε όνομα δεν επιτρέπεται να συστηθώσιν›. Αυτή είναι η συνταγματική διάταξη η οποία έκτοτε επαναλαμβάνεται σε όλα τα μεταγενέστερα Συντάγματα.
Είναι γνωστό επίσης αξιότιμοι κύριοι Εφέτες, κύριε Πρόεδρε, ότι νομοθέτημα περίπου της ίδιας εποχής με το Σύνταγμα του έτους 1844 είναι και ο παλαιός οργανισμός των δικαστηρίων επί τη βάσει του οποίου λειτούργησαν όλοι οι κλάδοι της δικαιοσύνης, μέχρι την ψήφιση των δικαστικών κωδίκων που ισχύουν σήμερα το έτος 1986.
Περίπου 150 χρόνια και υπό το κράτος του παλαιού οργανισμού των δικαστηρίων, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν εκληρούντο. Η κλήρωση ως τόπος αναδείξεως των δικαστών οι οποίοι συνθέτουν τα επιμέρους δικαστήρια, είναι κάτι το οποίο εισήλθε το έτος 1989 για πρώτη φορά με το Ν. 1806/1989.
Αναρωτήθηκα ακούγοντας την πλευρά της υπερασπίσεως, στην οποία περιλαμβάνονται και οι συνάδελφοι από παλαιότερες εποχές, πολλοί έγκριτοι και καθιερωμένοι, άραγε όλα αυτά τα χρόνια μέχρι το 1989 που ανακαλύφθηκε η κλήρωση ως ο μοναδικός τρόπος συγκροτήσεως δικαστηρίων, η σύνθεση των οποίων δεν αντίκειται στο άρθρο 8, όλα αυτά τα χρόνια τα δικαστήρια τα ελληνικά υπό τον Οργανισμό των Δικαστηρίων συνετίθεντο και εδίκαζαν εκτός νόμου, εκτός Συντάγματος;
Τόσα χρόνια δηλαδή η Ελλάδα μέχρι το 1989 ήταν μια πολιτεία της οποίας τα αρμόδια όργανα οι δικαστές, οι δικαιοδοτούσαν παρά το Σύνταγμα εναντίον και εκτός του Συντάγματος; Και αυτή όλη η συνταγματικά πρωτοφανής εκτροπή στην πλέον ευαίσθητη εξουσία, στη δικαστική εξουσία, είχε αφήσει ασυγκίνητους τους κυρίους υπερασπιστές και άλλους, οι οποίοι θα έπρεπε να είχαν σηκώσει επανάσταση με τα παράνομα δικαστήρια τα οποία συγκροτούνται.
Αναρωτιέμαι, κάποιος εκ των κυρίων συναδέλφων της υπερασπίσεως μέχρι το τέλος 1989 είχε ποτέ προβάλει σε ελληνικό δικαστήριο ένσταση κακής συνθέσεως, διότι παραβιάζεται το άρθρο 8 του Συντάγματος; Είναι άρα ο νομοθέτης ο πρόσφατος, ο νεότερος, ο οποίος εφηύρε όπως υποστηρίζει η υπεράσπιση νόμους ή θα έλεγα δικαιούμαι να το πω, η υπεράσπιση εκείνη η οποία εφευρίσκει δήθεν αντισυνταγματικότητες, εκείνη επ’ ευκαιρία και με αφορμή αυτή τη μία και μοναδική δίκη. Η οποία όπως είπα και την άλλη φορά έχει το προνόμιο να έχει περισσότερες από πλευράς υπερασπίσεως ενστάσεις αντισυνταγματικότητας. Εξ αίφνης διαπιστώνει η υπεράσπιση ότι το Σύνταγμα είναι διάτρητο και παραβιάζεται απ’ όλες τις απόψεις.
Αλλά έρχομαι στο θέμα μετά απ’ αυτή την ιστορική παρατήρηση και την απορία μου γιατί μέχρι το ’89 που η Ελλάς ανακάλυψε την κλήρωση, αποδέχονταν όλα τα δικαστήρια ως νομίμως συντεθιμένα.
Θυμίζω και πάλι κύριε Πρόεδρε ότι η κριτική η οποία είχε διατυπωθεί στο παλαιό καθεστώς του ορισμού των δικαστών οι οποίοι απήρτιζαν τα δικαστήρια, υπήρχε και είχε διατυπωθεί με διακριτικό θα έλεγα τρόπο και χωρίς υπέρβαση του μέτρου, πράγμα που χαρακτηρίζει άλλωστε πάντοτε την σοβαρή επιστημονική κριτική.
Παρατηρούσε δηλαδή η επιστήμη και ο κ. Μάνεσης στο βιβλίο του για τις ατομικές ελευθερίες και ο κ. Μπέης σε ένα άρθρο του της δεκαετίας του ’70, ότι με το Σύνταγμα δεν συμβιβάζεται απολύτως χωρίς να προβάλλεται ευθέως παραβίαση του Συντάγματος, περισσότερο γίνονταν υποδείξεις για να εναρμονιστεί η κοινή νομοθεσία, να είναι αν θέλετε περισσότερο εναρμονισμένη προς το Σύνταγμα.
Κάποιες δηλαδή τριβές, όχι αντισυνταγματικότητα, διαπίστωνε η θεωρία μόνο για τις περιπτώσεις εκείνες όπου η σύνθεση του δικαστηρίου καθοριζόταν δυο-τρεις μέρες προτού εκδικαστεί μια υπόθεση. Έλεγαν δηλαδή οι συνταγματολόγοι και οι δικονομολόγοι, ότι αυτό το οποίο καμιά φορά συνέβαινε, θα μπορούσε να πει κανείς ότι δημιουργούσε μια τριβή με το άρθρο 8 του Συντάγματος, χωρίς πάντως να προβάλλεται με τρόπο σαφή και ευθύ αντισυνταγματικότητα, παράβαση δηλαδή του Συντάγματος και δη του άρθρου 8 για τον νόμιμο δικαστή.
Αυτό ήταν το καθεστώς προ των κληρώσεων. Εισήχθη ο θεσμός αυτός των κληρώσεων, από την πλευρά της υπερασπίσεως ο θεσμός αυτός εκθιάζεται ως μοναδική μέθοδος αναδείξεως δικαστών οι οποίοι έχουν το τεκμήριο της αμεροληψίας για να εκδικάζουν ποινικές υποθέσεις.
Ερωτήθηκε εύστοχα από έδρας αξιότιμε κύριε Πρόεδρε εάν υπάρχουν παραδείγματα από άλλες νομοθεσίες, οι οποίες να καθιερώνουν ανάλογο σύστημα κληρώσεων. Η υπεράσπιση η οποία ασφαλώς έχει μελετήσει το θέμα αρκέστηκε να αναφέρει ότι μάλλον ίσως στη Γαλλία κάτι υπάρχει ή στην Ιταλία.
Εν πάση περιπτώσει βέβαιον είναι ότι πολιτισμένες έννομες τάξεις ανά τον κόσμο, αν όχι όλων, σχεδόν όλων των κρατών, εμπιστεύονται τους δικαστές και τις συνθέσεις των δικαστηρίων και δεν τους κληρώνουν. Αυτή είναι άλλη μία ελληνική πρωτοτυπία, η οποία αν θέλετε την άποψή μου, δεν εκφράζει την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στους θεσμούς τους, αλλά τη δυσπιστία τους.
Και θα έλεγα ότι έκφραση δυσπιστίας στα δικαστήρια και στους θεσμούς εν έτει 1989 την βρίσκω παράταιρη και η άποψή μου πάλι εάν ενδιαφέρει είναι ότι ο θεσμός αυτός κακώς εισήχθη με τον τρόπο που εισήχθη, δεν χρειαζόταν και αντί να τονούται η εμπιστοσύνη και το κύρος προς τη δικαστική εξουσία, οι δικαστές υποβιβάζονται εις τη θέση τω ενόρκων.
Διότι εκεί για τους ενόρκους ανέκαθεν προέβλεπε η νομοθεσία την κλήρωση για ευνόητους λόγους. Αλλά ο τακτικός δικαστής δεν είναι ένορκος και επειδή δεν είναι ένορκος, ουδείς θα έπρεπε κανονικά να αξιώνει να κληρούται αυτός ωσάν εάν δεν κληρωθεί τότε πλέον δικαιολογείται η δυσπιστία και η έλλειψη εμπιστοσύνης στην αμερόληπτη και ανεξάρτητη κρίση του.
Μα η ανεξαρτησία και η αμεροληψία των δικαστών κατοχυρώνεται με την σειρά των συνταγματικών εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τις οποίες παρέχει το ίδιο το Σύνταγμα. Και με τους άλλους δηλαδή ασφαλώς τρόπους, με τους οποίους η κοινή νομοθεσία τον περιβάλει με τις εγγυήσεις εκείνες που τον καθιστούν άτρωτο απέναντι σε επιρροές έξω.
Τι θα αποτελούσε γι’ αυτή την υπόθεση παραβίαση της αρχής. Από τις αποφάσεις που ανέγνωσε ένας εκ των συναδέλφων της υπερασπίσεως, προέκυψε νομίζω σαφώς κύριε Πρόεδρε, εάν γινόταν μία νομοθετική ρύθμιση όπου ο νομοθέτης η νομοθετική εξουσία θα έλεγε ότι την υπόθεση των κατηγορουμένων ως μελών της οργάνωσης 17Ν θα την εκδικάσουν οι δικαστές κύριοι τάδε, τάδε και τάδε, αυτό βεβαίως θα ήταν μία παραβίαση του άρθρου 8 του Συντάγματος.
Η υπεράσπιση ενώ αυτό ανέγνωσε, ότι δηλαδή θα παραβιαζόταν το άρθρο 8 του Συντάγματος αν ο νομοθέτης υπαγόρευε τα ονόματα των δικαστών που θα δικάσουν αυτή την υπόθεση, στη συνέχεια απ’ αυτή την ορθή θέση, εξήγαγε το παράδοξο τουλάχιστον συμπέρασμα, ότι αυτή η σύνθεση άρα -λέει η υπεράσπιση- είναι παράνομη.
Γιατί λέει η υπεράσπιση συντονιζόμενη με τους κυρίους κατηγορουμένους, σας όρισαν κύριοι δικαστές η εκτελεστική νομοθετική εξουσία για να μας δικάσετε. Ποιος σας όρισε; Όρισε κανείς ότι το δικαστήριο αυτό θα συντίθεται από τον Πρόεδρο και τους κυρίους Εφέτες οι οποίοι το συνθέτουν;
Υπήρξε εδώ παρέμβαση του νομοθέτη ή της εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος τάχα υπέδειξε τα ονόματα των μελών του δικαστηρίου; Ή αντιθέτως η ολομέλεια των Εφετών ως έκφραση της ανεξαρτησίας την οποία έχει ως ολομέλεια του Εφετείου των Αθηνών, εκείνη όρισε αριθμό μελών της, εκ των οποίων κληρώθηκαν τα μέλη της συνθέσεως αυτού του δικαστηρίου. Αυτό δεν έγινε; Δεν είναι αυτό έκφραση ανεξαρτησίας αυτοδιοικήσεως και αυτονομίας της δικαστικής εξουσίας η οποία ρυθμίζει εκείνη με την κυριαρχική βούληση των μελών της τα internal corporis και αποφασίζει και δημιουργεί μία ευρύτερη ομάδα απ’ την οποία κληρώνονται οι δικαστές;
Προχωρώ κύριε Πρόεδρε. Γιατί δεν ενοχλείται η υπεράσπιση από το γεγονός ότι η Ολομέλεια των Εφετών συνήλθε στην υπόθεση αυτή σύμφωνα με το άρθρο 29 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και δεν επέλεξε μείζονα αριθμό Ανακριτών εκ των οποίων κληρώθηκε κάποιος, αλλά όρισε ότι Ανακριτές στην υπόθεση αυτή θα είναι οι εξής τρεις Εφέτες. Είναι αυτό ορισμός μελών δικαστών και μάλιστα με όνομα, οι οποίοι ανέλαβαν την ανάκριση στην υπόθεση αυτή;
Γιατί κανείς εκ των κυρίων κατηγορουμένων δεν εξέφρασε την δυσπιστία του ή δεν παραπονέθηκε στην ανάκριση, γιατί ήταν αυτοί οι ανακριτές που δεν είναι εκείνοι που θα τους έλαχαν, εκείνοι οι οποίοι θα κληρώνονταν υπό διαφορετικές περιστάσεις;
Όταν η ίδια η ποινική δικονομία επιτρέπει στην Ολομέλεια των Εφετών να συνέρχεται, να επιλαμβάνεται μιας υποθέσεως που και αυτό αποτελεί αφαίρεση της υποθέσεως απ’ τον ανακριτή και ανάθεσή του σε εφέτη και όταν της επιτρέπει επίσης να ορίζει ονομαστικώς ποιοι θα είναι οι ανακριτές αυτοί, αυτή η διάταξη τελεί εκτός Συντάγματος; Αν κανείς αποδεχθεί την αφελή επιτρέψτε μου ερμηνεία την οποία προβάλει η υπεράσπιση περί του τι σημαίνει νόμιμος και φυσικός δικαστής, τον οποίο ταυτίζει μ’ αυτό το δικαστή που μου έλαχε, που μου κληρώθηκε, αλίμονο αν έτσι είχαν τα πράγματα, τότε θα έπρεπε να πούμε ότι αντισυνταγματική υπήρξε και η προδικασία υπ’ αυτή την έννοια, εκτός κύριε Πρόεδρε εάν απατώμαι και προβληθεί και τέτοιου είδους ένσταση αργότερα, αν η υπεράσπιση αναφερθεί σε τυχόν ακυρότητα της προδικασίας. Δεν το ξέρω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θα σας παρακαλούσα να αποφορτίσετε τον λόγο σας απ’ τη λέξη «αφελή›. Δεν χρειάζεται.
Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτό δεν χαρακτηρίζει τους προβάλλοντες την άποψη κύριε Πρόεδρε. Εγώ δεν έχω καμία αντίρρηση να την ανακαλέσω, αλλά είναι φανερό και η εκτίμηση, εγώ είπα κύριε Πρόεδρε ότι η εξίσωση φυσικός δικαστής, νόμιμος δικαστής ίσον κληρωθείς δικαστής, είναι αφελής, πώς να το κάνουμε. Αφού είναι; Να μην το πω;
Αυτό δεν αφορά τους συναδέλφους τους οποίους τιμώ και την υποστηρίζουν. Και εκείνοι μπορεί να υποστηρίξουν ότι η δική μου άποψη ότι το 29 έχει εδώ κάποια σχέση, δεν έχει καμία σχέση και μπορεί να είναι αφελής. Δεν έχω πρόβλημα. Αλλά δέχομαι την παρατήρησή σας και να την πω ότι είναι απλουστευτική. Να το διορθώσω αν μου επιτρέπετε και ζητώ συγνώμη εάν στη ρύμη του λόγου υπήρξε μια διατύπωση που μπορεί να ήταν υπερβολική.
Δεν πιστεύω να με χαρακτηρίζει και δεν έχω καμία πρόθεση προς τους κυρίους συναδέλφους τους οποίους τιμώ απεριόριστα, υπ’ αυτή την έννοια να θίξω τις απόψεις τους. Απόψεις συζητούμε εδώ. Τα πρόσωπα είναι γνωστά και πάρα πολύ σεβαστά.
Λέγω κύριε Πρόεδρε, ότι η Ολομέλεια των Εφετών η οποία συνήλθε επί τη βάσει της νέας διατάξεως και όρισε αριθμό μελών της εκ των οποίων κληρώθηκε η παρούσα σύνθεση, το έκανε κατ’ εφαρμογή αυτής της διατάξεως, η οποία είναι μια διάταξη που δίνει τη δυνατότητα στο Εφετείο να προβαίνει σε μία εσωτερική λειτουργική οργάνωση του τρόπου λειτουργίας, προκειμένου να απονεμηθεί με τρόπο ορθολογικό και αποτελεσματικό με τον καλή έννοια η δικαιοσύνη.
Λέω δηλαδή, εάν γινόταν ένας νόμος που έλεγε ότι στα μεγάλα Εφετεία δικαιούται να συνέλθει η Ολομέλεια των Εφετών, συνέρχεται η ολομέλεια των Εφετών και επιλέγει έναν αριθμό εκ των μελών της, το 1/10, το 1/5, δεν έχει σημασία, οι οποίοι θα εκδικάζουν εφ’ εξής με κλήρωση των μελών των αντίστοιχων δικαστηρίων, υποθέσεις οι οποίες αφορούν οικονομικά εγκλήματα. Έχω μια ιδέα: Θεσμοί οι οποίοι υπάρχουν και είναι κατοχυρωμένοι σε άλλες νομοθεσίες. Επειδή οι υποθέσεις που έχουν ως αντικείμενο οικονομικά εγκλήματα πολύ συχνά είναι υποθέσεις με πολύπλοκα αποδεικτικά θέματα και έχουν δίκες, είναι υποθέσεις οι οποίες διαρκούν πολύ.