Προσεκτική εξέταση της κοσμικής ακτινοβολίας υποβάθρου, δηλαδή του υπολείμματος της ακτινοβολίας που εξέπεμπε το σύμπαν κατά τη δημιουργία του, υποδεικνύει ότι η Μεγάλη Έκρηξη έλαβε χώρα πριν από περίπου 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια, 100 εκατομμύρια χρόνια νωρίτερα από τις προηγούμενες εκτιμήσεις.
Τα ευρήματα προέρχονται από την ανάλυση των πρώτων δεδομένων που συνέλεξε το διαστημόπλοιο Planck της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Διαστήματος, το οποίο εξετάζει πιο λεπτομερώς από ποτέ τη μικροκυματική ακτινοβολία που διαπερνά το σύμπαν και έχει απομείνει από την εποχή της Μεγάλης Έκρηξης.
Η ακτινοβολία αυτή εντοπίστηκε για πρώτη φορά το 1964 και αργότερα χαρτογραφήθηκε από δύο δορυφόρους της NASA (COΒΕ και WMAP) το 1989 και το 1991. Αποτελεί μία από τις ισχυρότερες αποδείξεις της θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης. Τώρα, η αποστολή Planck κατέγραψε τις λεπτομέρειες των μικροσκοπικών διακυμάνσεων θερμοκρασίας στην κοσμική ακτινοβολία υποβάθρου.
Οι διακυμάνσεις διαφέρουν μόνο κατά εκατό εκατομμυριοστά ενός βαθμού Κελσίου και αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες, πιο πυκνές περιοχές του διαστήματος, από όπου προήλθαν αστέρες και γαλαξίες.
«Είναι σαν να αναβαθμιστήκαμε από αναλογική τηλεόραση σε ψηφιακή υψηλής ευκρίνειας», δήλωσε ο Πoλ Χερτζ, διευθυντής Αστροφυσικής της NASA. «Νέες σημαντικές λεπτομέρειες είναι πλέον ξεκάθαρες», πρόσθεσε.
Συνολικά, τα νέα δεδομένα ταιριάζουν με αυτά που προβλέπουν τα υπάρχοντα μοντέλα εξέλιξης του σύμπαντος, αλλά παρουσιάζουν και κάποια νέα ερωτήματα.
«Οι διακυμάνσεις από περιοχή σε περιοχή του χάρτη που κατασκευάστηκε από τα δεδομένα του Planck μας δείχνουν νέα πράγματα για το τι συνέβη μόλις 10 νανο-νανο-νανο-νανοδευτερόλεπτα μετά τη Μεγάλη Έκρηξη, όταν και το σύμπαν επεκτάθηκε κατά 100 εξάκις εκατομμύρια φορές», δήλωσε ο Τσαρλς Λόρενς, μέλος της επιστημονικής ομάδας.
Οι νέες μετρήσεις δείχνουν ότι το σύμπαν είναι λίγο παλαιότερο και, αναπάντεχα, διαστέλλεται κατά λίγο πιο αργό ρυθμό από ότι προβλέπουν τα κοινώς αποδεκτά πρότυπα. Τα δεδομένα του Planck δείχνουν επίσης ότι η κανονική ύλη, από την οποία αποτελούνται τα αστέρια, οι πλανήτες, οι γαλαξίες και κάθε τι ορατό, αποτελεί μόλις το 4,9% του σύμπαντος.
Η σκοτεινή ύλη, η οποία δεν αλληλεπιδρά με το φως αλλά μπορεί να εντοπιστεί χάρις σε βαρυτικά φαινόμενα, συνιστά το 26,8% του σύμπαντος, ποσοστό αυξημένο κατά ένα πέμπτο συγκρινόμενο με παλαιότερες εκτιμήσεις. Το υπόλοιπο ποσοστό (περίπου 68-69%) του σύμπαντος είναι σκοτεινή ενέργεια, μία μυστηριώδης δύναμη η οποία δεν υπακούει στη βαρύτητα και είναι υπεύθυνη για την επιτάχυνση του ρυθμού διαστολής του σύμπαντος.