Τη διεξαγωγή έγκαιρης, αμερόληπτης και αποτελεσματικής έρευνας όσον αφορά τη συμπεριφορά της αστυνομίας απέναντι σε κατοίκους της Ιερισσού Χαλκιδικής που αντιτίθενται στις επενδύσεις εξόρυξης χρυσού, ζητεί από τις ελληνικές αρχές η Διεθνής Αμνηστία.
Ειδικότερα, ζητεί να διερευνηθούν οι ισχυρισμοί για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τις επιχειρήσεις που διεξήγαγε η αστυνομία μετά την εμπρηστική επίθεση στις εγκαταστάσεις της εταιρείας «Ελληνικός Χρυσός» στις Σκουριές.
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, υπάρχουν ισχυρισμοί ότι η αστυνομία χρησιμοποίησε χημικές ερεθιστικές ουσίες εναντίον διαδηλωτών στην Ιερισσό με δυσανάλογο μη αναγκαίο τρόπο και προκαλώντας έτσι τραυματισμούς, ότι συγκεντρώθηκαν δείγματα DNA από κατοίκους με ακατάλληλο τρόπο και ότι τα άτομα που ανακρίθηκαν από την αστυνομία, προφανώς ως ύποπτοι για πιθανή εμπλοκή στον εμπρησμό, στερήθηκαν πρόσβαση σε δικηγόρο πριν ή κατά τη διάρκεια της εξέτασης.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, τις εβδομάδες που ακολούθησαν τον εμπρησμό, η αστυνομία κάλεσε για εξέταση περισσότερους από 100 κατοίκους της Ιερισσού και του κοντινού χωριού Μεγάλη Παναγιά.
Οι ισχυρισμοί
Στη σχετική ανακοίνωση αναφέρονται αναλυτικά τα ακόλουθα:
Στις 20 Φεβρουαρίου 2013 δύο κάτοικοι μεταφέρθηκαν χωρίς της συγκατάθεσή τους στο αρχηγείο της αστυνομίας και κρατήθηκαν εκεί επί αρκετές ώρες χωρίς απαγγελία κατηγορίας, ενώ η αστυνομία, σύμφωνα με ισχυρισμούς, δήλωνε στους συγγενείς και τους δικηγόρους τους ότι δεν είχαν πληροφορίες σχετικά με το πού βρίσκονταν.
Σύμφωνα με αναφορές, δεν επιτράπηκε η παρουσία δικηγόρων κατά την εξέταση των κατοίκων, παρόλο που το είχαν ζητήσει και παρέμειναν στα αστυνομικά τμήματα επί αρκετές ώρες.
Επιπλέον, οι δικηγόροι ανέφεραν ότι πολλοί από αυτούς τρομοκρατήθηκαν προκειμένου να δώσουν δείγμα DNA, καθώς τους είπαν ότι σε διαφορετική περίπτωση θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με κατηγορίες για ανυπακοή και θα τους κρατούσαν περισσότερο χρόνο.
Η Διεθνής Αμνηστία επικαλείται ακόμη αναφορές σύμφωνα με τις οποίες στους κατοίκους των οποίων το DNA αποκτήθηκε δόθηκε ένα χαρτί προς υπογραφή, βάσει του οποίου έδιναν τη συγκατάθεσή τους.
Δέκα κάτοικοι που αρχικά αρνήθηκαν να δώσουν DNA, σύμφωνα με ισχυρισμούς, εξαναγκάστηκαν να το κάνουν.
Κάποιοι από τους κατοίκους ισχυρίστηκαν επίσης ότι υπέστησαν κακομεταχείριση κατά τη διάρκεια της εξέτασής τους.
Επιπλέον, μεταξύ εκείνων που κλήθηκαν από την αστυνομία για εξέταση, ήταν δύο ανήλικες μαθήτριες, στις οποίες δεν επιτράπηκε η πρόσβαση σε δικηγόρο ή και η παρουσία των γονιών τους.
Στη σχετική ανακοίνωση γίνεται λόγος και για τα επεισόδια που εκτυλίχθηκαν στις 7 Μαρτίου, όταν αστυνομικοί των ΜΑΤ μαζί με εισαγγελείς προσπάθησαν να μπουν στην Ιερισσό προκειμένου να ψάξουν στα σπίτια των κατοίκων στο πλαίσιο της ποινικής έρευνας για την εμπρηστική επίθεση.
Γίνεται αναφορά στις καταγγελίες ότι η αστυνομία πέταξε χημικά και εντός αυλής γυμνασίου, όπου τραυματίστηκε ένας μαθητής στο κεφάλι από κομμάτι χειροβομβίδας κρότου λάμψης.
Στην απάντησή τηε, η αστυνομία ανέφερε ότι είχε κάνει μέτρια χρήση χημικών για να διαλύσει συγκέντρωση των κατοίκων ότι δεν πέταξε χημικά στο σχολείο και ότι δύο αστυνομικοί τραυματίστηκαν όταν τους πέταξαν πέτρες κάποιοι από τους κατοίκους.
Βαθιά ανησυχία
Μετά την απαρίθμηση των παραπάνω ισχυρισμών η Διεθνής Αμνηστία εκφράζει τις πιο βαθιές της ανησυχίες και ειδικά σε ό,τι αφορά τον τρόπο απόκτησης των δειγμάτων DNA.
Ανησυχεί επίσης για το γεγονός ότι «στους ανθρώπους αυτούς δεν επιτράπηκε πρόσβαση σε δικηγόρους, παρά το γεγονός ότι πράξεις όπως η συλλογή δειγμάτων DNA φέρεται να δηλώνουν ότι η μεταχείρισή τους είναι αντίστοιχη με τη μεταχείριση υπόπτων σε εν εξελίξει ποινική έρευνα».
Καλεί τέλος τις ελληνικές αρχές να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι αστυνομικοί δεν χρησιμοποιούν μη αναγκαία και δυσανάλογη βία κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων ή άλλου είδους συναθροίσεων.
«Η αστυνόμευση και ο εξοπλισμός ασφαλείας -όπως οι λαστιχένιες σφαίρες, τα δακρυγόνα και οι χειροβομβίδες κρότοι λάμψης, που συχνά περιγράφονται ως λιγότερο "θανατηφόρα όπλα"- μπορεί να προκαλέσουν σοβαρό τραυματισμό, ακόμα και το θάνατο. Οι χημικές ερεθιστικές ουσίες, όπως το δακρυγόνο, δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται όταν οι άνθρωποι είναι περιορισμένοι σε έναν χώρο και όχι με τρόπο που μπορεί να προκαλέσει διαρκή βλάβη (όπως από πολύ κοντινή απόσταση ή άμεσα κατά πρόσωπο των ανθρώπων)», τονίζεται στην ανακοίνωση.