Μια περιήγηση στους δρόμους και την ιστορία της Αθήνας με όχημα τον χρόνο και παρελθοντικές γραφές, ξεδιπλώνεται στις σελίδες του βιβλίου «Αθήνα. Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία» των Θανάση Γιοχάλα και Τόνιας Καφετζάκη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του βιβλιοπωλείου της Εστίας.
Μνημεία, χώροι, δρόμοι και κτίρια – ακόμα και ορισμένα που πια δεν υπάρχουν – καταγράφονται, και μέσα από την παρουσίασή τους ο αναγνώστης περπατά σε δρόμους της πόλης, βιώνοντας την ατμόσφαιρα κυρίως του 19ου και του πρώτου μισού του 20ου αιώνα.
«Η παλιά πόλη: Πλάκα, Μοναστηράκι, Ψυρρή», «Η Ακρόπολις, οι γύρω λόφοι και οι γειτονικές συνοικίες», «Το εμπορικό κέντρο: Αιόλου, Αθηνάς, πλατεία Κοτζιά και οι γύρω δρόμοι», «Από την οδό Ακαδημίας έως τη λεωφόρο Αλεξάνδρας», «Το δυτικό τμήμα της πόλης: από την οδό Πειραιώς έως τον ελαιώνα», «Γύρω από την πλατεία Συντάγματος», «Από την “Παριλίσσια” Αθήνα έως τη θάλασσα», «Από την πλατεία Συντάγματος έως τους Αμπελοκήπους και του Γουδή», «Από την πλατεία Συντάγματος έως την πλατεία Ομονοίας», «Γύρω από την πλατεία Ομονοίας» και «Από τα Χαυτεία έως τα Πατήσια» είναι οι τίτλοι των ένδεκα κεντρικών στάσεων – κεφαλαίων, βάσει των οποίων διαγράφεται ο χάρτης της διαδρομής του βιβλίου.
Αποσπάσματα από ιστορικά, λογοτεχνικά, περιηγητικά, αυτοβιογραφικά και δημοσιογραφικά κείμενα σχετικά με κτίρια και τους ενοίκους τους ή με στιγμιότυπα που έχουν διαδραματιστεί σε σημεία της πόλης είναι μόνιμοι σύντροφοι του αναγνώστη, με αποτέλεσμα οι βιβλιογραφικές πηγές να αποτελούν έναν επιπλέον πολύτιμο οδηγό, σε περίπτωση επιθυμίας περαιτέρω διεισδυτικής ξενάγησης.
Έτσι, ενδεικτικά, μεταξύ άλλων αποσπασμάτων για τον κήπο του Ζαππείου, που υπήρξε πάντα αγαπημένος χώρος περιπάτου των Αθηναίων, διαβάζουμε από τον Β. Κοραχάη («Ο Τύπος (Τα 70 χρόνια της “Ενώσεως Συντακτών”)»): « Ένα φωτεινό δειλινό, λοιπόν, συναντά ο Παύλος Νιρβάνας τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη στην αρχή της οδού Φιλελλήνων. Τον συναντά να βαδίζει βιαστικά, σχεδόν τρέχοντας προς το Ζάππειο. Ξαφνιάστηκε! Τάχασε. Νόμισε πως κάτι σοβαρό συνέβαινε σ’ αυτόν τον ήρεμο, νηφάλιο και σιγανοπερπατητή της Παλιάς Αθήνας. Επιτάχυνε το βήμα του, διέσχισε την έρημη τότε οδό Φιλελλήνων, τον πλησίασε και τον ρώτησε:
- Πού πας Αλέξανδρε; Τι σου συμβαίνει;
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στράφηκε, είδε τον Νιρβάνα και ατάραχος αλλά με μια πίκρα έντονα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του αποκρίθηκε : - Πάω να προφθάσω τον ήλιο…»
Ιστορικές στιγμές δένουν, λοιπόν, αρμονικά με λογοτεχνικές και σκιαγραφούν πρόσωπα του παρελθόντος με φόντο πάντα δρόμους, πλατείες, καφενεία της πόλης. Προσωπικότητες της ιστορίας και λογοτεχνικοί ήρωες εμφανίζονται στα σπίτια τους ή στους δημόσιους χώρους όπου διαδραματίζονται μεγάλα ιστορικά γεγονότα και μικρές καθημερινές στιγμές.
Στο κεφάλαιο που χαρτογραφεί την περιοχή «Από την πλατεία Συντάγματος έως την πλατεία Ομονοίας» στην οδό Σταδίου συναντούμε το «Βιβλιοπωλείον της Εστίας» και μια υπέροχη περιγραφή ενός στιγμιότυπου που διαδραματίστηκε εκεί, από τον Τάσο Αθανασιάδη (Τα παιδιά της Νιόβης, τ. 4): «Έτσι, μπήκα κάποτε στο “Βιβλιοπωλείον Ιωάννου Κολλάρου” στην οδό Σταδίου. Σκίρτησα απ’ το ξάφνιασμα. Πίσω απ’ τον πάγκο, που χώριζε τους πελάτες απ’ τα ράφια με τα βιβλία, πλάι στο ταμείο, καθόταν ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Αθέατος για κείνον ανάμεσα σε όσους μπαινόβγαιναν, είχα απομείνει να παρατηρώ τον λιγνό εξηντάρη με τα κατεβασμένα μπορ της γκρίζας ρεπούμπλικας, ατάραχο μέσα στο μεγαλείο του».
Στον ίδιο δρόμο και το «Πατάρι του Λουμίδη»: Δίπλα ακριβώς από το βιβλιοπωλείο, ήταν το καφενείο του Λουμίδη. Ιδρύθηκε το 1938 από τους αδελφούς Λουμίδη. Εκεί εκτός από τον ισόγειο χώρο υπήρχε και το περίφημο «Πατάρι». Αποτελούσε για χρόνια χώρο συνάντησης λογοτεχνών, δημοσιογράφων και καλλιτεχνών. Θαμώνες του υπήρξαν οι Κ. Βάρναλης, Μ. Αυγέρης, Ν. Βαλαωρίτης, Ν. Καρούζος, Δ. Χριστοδούλου, Ελ. Βακαλό, Τ. Σινόπουλος, Μ. Σαχτούρης. Οδ. Ελύτης, Ν. Γκάτσος, Μ. Χατζιδάκις. Αλ. Αργυρίου κ.ά..
Μια περιγραφή του καφενείου έχει αποτυπωθεί από την περίφημη πένα του Νίκου Τσιφόρου («Η Τέχνη ψηλά στο πατάρι»): «[…] το μυστικό της επιτυχίας του μαγαζιού. “Σερβίρισμα στο πόδι”. Όλοι οι περαστικοί από την οδόν Σταδίου μπαίνουνε “για μια στιγμή”, για ένα φρεσκάρισμα της γεύσεως. Τώρα αν μένουνε δυόμιση ώρες όρθιοι σαν τους πελαργούς και φλυαρούνε σαν τα “φλαμίνγκο” στις όχθες κάποιας λίμνης, αυτό είναι μια άλλη υπόθεσις».
Πλούσιο είναι και το Παράρτημα, όπου – μεταξύ άλλων – συναντούμε πληροφορίες για τα συγκοινωνιακά μέσα, τον φωτισμό, την ύδρευση, τις επιδημίες. Οι περιγραφές του τόμου δημιουργούν φωτογραφικές αποτυπώσεις στο νου, και οι γεμάτες από λάμψη αλλά και σκόνη του παρελθόντος σελίδες καλούν, τελικά, τον σύγχρονο αναγνώστη – και ιδιαίτερα τον Αθηναίο - να δει με πιο έμπειρη πλέον ματιά την πολύπαθη, σήμερα, πόλη και να επαναδιαπραγματευθεί τη σχέση οικειότητας μαζί της.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]