Καναδοί ερευνητές του Πανεπιστημίου Μακμάστερ του Οντάριο ανακάλυψαν ότι ένα είδος βακτηρίου μπορεί να μετατρέπει το περιβάλλον του σε χρυσό. Η ιδιότητα αυτή μπορεί να μην ήταν ευεργετική για το μυθικό βασιλιά Μίδα, αλλά αποτελεί το λόγο επιβίωσης του βακτηρίου Delftia acidovorans.
Το Delftia acidovorans κατοικεί πάνω σε κολλώδεις «βιοταινίες» (αποικίες μικροοργανισμών) που σχηματίζονται πάνω σε κοιτάσματα χρυσού, αλλά η έκθεση σε διαλυμένα ιόντα χρυσού μπορεί να το εξολοθρεύσει. Αυτό συμβαίνει διότι αν και ο χρυσός σε μεταλλική μορφή είναι χημικά ανενεργός, τα ιόντα του είναι τοξικά.
Για να προστατευτεί από αυτή την τοξική αντίδραση, το βακτήριο ανέπτυξε μία χημική ουσία η οποία αποτοξινώνει τα ιόντα του χρυσού, μετατρέποντας τα σε ακίνδυνα νανοσωματίδια χρυσού. Αυτά με τη σειρά τους συσσωρεύονται με ασφάλεια στο εξωτερικό των βακτηριδιακών κυττάρων.
Η ανακάλυψη αυτή έχει δυνητικές εφαρμογές στη διαδικασία εξόρυξης και εξαγωγής χρυσού, δήλωσε ο Νέιθαν Μαγκάρβι, επικεφαλής της έρευνας που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Chemical Biology. «Μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε τα ίδια τα βακτήρια είτε τα μόρια που εκκρίνουν, ώστε να διαχωρίζεται ο χρυσός από το νερό ή για να σχεδιαστούν αισθητήρες που θα ανιχνεύουν πλούσια κοιτάσματα χρυσού σε υδάτινους πόρους», πρόσθεσε.
Το προστατευτικό χημικό που ανέπτυξε το βακτήριο είναι μία πρωτεΐνη με την ονομασία delftibactin A. Τα βακτήρια Delftia acidovorans την εκκρίνουν σε περιβάλλοντα όπου βρίσκονται ιόντα χρυσού, και κατόπιν αλλάζουν χημικά τα ιόντα σε σωματίδια χρυσού διαμέτρου 20-50 νανομέτρων. Η συσσώρευση των σωματιδίων οδηγεί στη δημιουργία μικρών κοιτασμάτων χρυσού.
Το σχηματιζόμενο μετάλλευμα όμως δεν αντανακλά το φως όπως οι μεγαλύτερες ποσότητες χρυσού, με αποτέλεσμα να αποκτά ένα βαθύ μωβ χρώμα. Αυτό σημαίνει ότι οι μικροποσότητες χρυσού που δημιουργούνται δεν έχουν τη χρηματική αξία του κανονικού χρυσού, αλλά σύμφωνα με τον Μαγκάρβυ η μοναδική ιδιότητα του βακτηρίου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανίχνευση πλούσιων κοιτασμάτων χρυσού και ακόμα το διαχωρισμό τους από το νερό που τα περιέχει.
Το βακτήριο Delftia acidovorans ανακαλύφθηκε αρχικά από τον Αυστραλό Φρανκ Ράηθ του Πανεπιστημίου της Αδελαΐδας πριν από μία δεκαετία. Το 2009 ανακαλύφθηκε ένα παρόμοιο βακτήριο με την ονομασία Cupriavidus metallidurans, το οποίο επιβιώνει εφαρμόζοντας μία πιο ριψοκίνδυνη στρατηγική, μετατρέποντας τα ιόντα σε νανοσωματίδια χρύσου εντός του εσωτερικού του βακτηριδιακού κυττάρου.