Το 2012 ήταν ένα από τα δέκα θερμότερα έτη παγκοσμίως, από το 1880, οπότε και άρχισε η επίσημη καταγραφή δεδομένων, ανακοίνωσαν η αμερικανική Εθνική Υπηρεσία Ωκεανών και Ατμόσφαιρας (NOAA) και η NASA.
Σύμφωνα με την αμερικανική διαστημική υπηρεσία, το 2012 ήταν το 9ο θερμότερο έτος, ενώ κατά τη NOAA ήταν το 10ο θερμότερο. Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Διαστημικών Μελετών Goddard της NASA, Τζέιμς Χάνσεν, απέδωσε τη διαφορά στη μεθοδολογία που χρησιμοποιεί η υπηρεσία για να εκτιμήσει τις θερμοκρασίες σε περιοχές, όπου δεν υπάρχουν μετεωρολογικοί σταθμοί, κυρίως κοντά στους πόλους.
Σε κάθε περίπτωση, ο Χάνσεν εμφανίστηκε πεπεισμένος ότι «η ισορροπία στον πλανήτη έχει χαθεί, η εισερχόμενη ενέργεια είναι περισσότερη από την εξερχόμενη. Μπορούμε, λοιπόν, να προβλέψουμε με βεβαιότητα ότι η επόμενη δεκαετία θα είναι θερμότερη από την τελευταία.»
Σύμφωνα με την έκθεση της NOAA, το 2012 ήταν επίσης το 36ο συνεχόμενο έτος που η παγκόσμια θερμοκρασία ξεπέρασε το μέσο όρο του 20ού αιώνα. «Και τα 12 έτη του 21ου αιώνα συγκαταλέγονται στα 14 θερμότερα από την έναρξη της καταγραφής δεδομένων, πριν από 133 χρόνια», αναφέρει στην ανακοίνωσή της η υπηρεσία. «Μόνο ένα έτος κατά τη διάρκεια του [20ού] αιώνα – το 1998 – ήταν θερμότερο από το 2012.»
Παράλληλα, όπως επιβεβαίωσε τις προηγούμενες ημέρες η NOAA, 48 ηπειρωτικές πολιτείες της Αμερικής βίωσαν το θερμότερο έτος στα χρονικά. Μάλιστα το ρεκόρ ανώτατων θερμοκρασιών του 1998 κατερρίφθη κατά 0,6 βαθμούς Κελσίου ή 1 βαθμό Φαρενάιτ. Σε όλες τις πολιτείες, κατεγράφησαν θερμοκρασίες υψηλότερες από το μέσο όρο, ενώ σε 19 από αυτές κατερρίφθησαν ετήσια ρεκόρ.
Στο μεγαλύτερο τμήμα του πλανήτη, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης, η ετήσια θερμοκρασία ήταν υψηλότερη από το μέσο όρο, χωρίς να λείψουν οι εξαιρέσεις. Η κεντρική Ασία, τμήματα του Ειρηνικού και του Νοτίου Ωκεανού, καθώς και κάποιες περιοχές της Αλάσκας και του Καναδά βίωσαν θερμοκρασίες αισθητά χαμηλότερες από το μέσο όρο.
«Επιπλέον, στην Αρκτική κατερρίφθη ρεκόρ λιωσίματος των πάγων, ενώ η έκταση του πάγου στην Ανταρκτική ήταν μεγαλύτερη από το μέσο όρο», αναφέρει στην ανακοίνωσή της η αμερικανική υπηρεσία.