Οι έγκυες γυναίκες, των οποίων τα έμβρυα κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης είναι λιγότερο ανεπτυγμένα και άρα έχουν μικρότερο μήκος, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο αποβολής, σύμφωνα με μια νέα βρετανική έρευνα.
Οι ερευνητές του πανεπιστημίου του Νότινγκχαμ, με επικεφαλής την ινδικής καταγωγής δρα Σιάμαλι Σουρ, διαπίστωσαν ότι το 78% των αποβολών έως την 12η εβδομάδα της κύησης αφορούν έμβρυα που, από άποψη μήκους (ύψους), ανήκουν στο 5% των πιο μικρόσωμων μεταξύ του συνόλου.
Οι επιστήμονες μελέτησαν περιπτώσεις άνω των 500 εμβρύων, που είχαν συλληφθεί μέσω εξωσωματικής γονιμοποίησης, γεγονός που επέτρεπε να είναι γνωστή η ακριβής ηλικία τους. Μέσω υπερήχων μετρούσαν το μήκος των εμβρύων και, έτσι, ήταν σε θέση να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ο βαθμός σωματικής ανάπτυξης ενός εμβρύου έως το πρώτο τρίμηνο, αποτελεί προγνωστικό δείκτη κινδύνου για την πιθανότητα αποβολής στη συνέχεια.
Το 98% των εγκύων που δεν απέβαλαν, είχαν έμβρυο με φυσιολογική σωματική διάπλαση, ενώ το 78% των αποβολών αφορούσαν έμβρυα με ελλιπή ανάπτυξη. Όμως, στην περίπτωση των διδύμων εμβρύων, μόνο το 28,6% των κυήσεων που κατέληξαν σε αποβολή, αφορούσαν έμβρυα με καθυστερημένη ανάπτυξη.
Όπως δήλωσαν οι ερευνητές, υπάρχουν διάφοροι λόγοι που ένα έμβρυο παραμένει αφύσικα μικρόσωμο κατά τα πρώτα στάδια της κύησης. Η αιτία μπορεί να είναι κάποια ανωμαλία στο ίδιο το έμβρυο ή κάτι προβληματικό στο περιβάλλον της μήτρας, το οποίο αναστέλλει την ομαλή τροφοδοσία της -συνεπώς και του μωρού- με αίμα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ