Η υπεραλίευση δεν βλάπτει μόνο το περιβάλλον, αλλά και την οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με έκθεση του New Economics Foundation, εάν αφήναμε περιθώριο ανάκαμψης στα αποθέματα ψαριών των ευρωπαϊκών θαλασσών, μακροπρόθεσμα τα οικονομικά οφέλη θα ήταν μεγαλύτερα από το ύψος των σημερινών επιδοτήσεων. Σε αριθμούς: η αξία των αποθεμάτων θα άγγιζε τα 3,2 δισεκατομμύρια ευρώ επιπλέον το χρόνο, ενώ θα δημιουργούνταν έως και 100.000 νέες θέσεις απασχόλησης.
Οι συντάκτες της έκθεσης με τίτλο «Χαμένοι στη Θάλασσα» εκτιμούν μεταξύ άλλων ότι η πλήρης αποκατάσταση των αποθεμάτων 43 ειδών ψαριών της ηπείρου θα είχε ως αποτέλεσμα τη διοχέτευση στην αγορά 3,5 εκατομμυρίων τόνων ψαριών επιπλέον, «ποσότητα που θα επαρκούσε για να καλύψει την ετήσια ζήτηση για σχεδόν 160 εκατομμύρια πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
«Οι αρμόδιοι υπουργοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξαφανίζουν στο άψε - σβήσε εκατομμύρια ευρώ και χιλιάδες θέσεις εργασίας το χρόνο επιτρέποντας να συνεχίζεται η υπεραλίευση», λέει ο ερευνητής του ιδρύματος Ρούπερτ Κρίλι. «Η αποκατάσταση των αποθεμάτων ψαριών είναι θέμα πολιτικής βούλησης και, με δεδομένο το οικονομικό κλίμα σήμερα, το διακύβευμα είναι μεγαλύτερο από ποτέ.»
Το ίδρυμα προειδοποιεί ότι η υπεραλίευση είναι ίσως η πιο καταστροφική για το θαλάσσιο περιβάλλον δραστηριότητα, αφού πλήττει άμεσα τις παραθαλάσσιες κοινότητες, ενώ καθιστά τη βιομηχανία της αλιείας οικονομικά ευάλωτη, αγγίζοντας και την τσέπη του φορολογούμενου μέσω των επιδοτήσεων. «Πρόκειται για μια μάχη που χάνεται: μόνο για αυτά τα 43 είδη που εξετάστηκαν, το κόστος της υπεραλίευσης είναι πέντε φορές μεγαλύτερο από την αξία των επιδοτήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Υπολογίζεται ότι περίπου τα τρία τέταρτα των ευρωπαϊκών αποθεμάτων ψαριών υπεραλιεύονται. Σύμφωνα με την έκθεση, η σημερινή πολιτική, που έχει ως αποτέλεσμα οι Ευρωπαίοι υπουργοί να «παζαρεύουν» κάθε χρόνο προκειμένου να εξασφαλίσουν το μεγαλύτερο δυνατό μερίδιο ψαριών, τα αποθέματα των οποίων όλο και συρρικνώνονται, δεν έχει αποτέλεσμα.
Όσο για τις προωθούμενες μεταρρυθμίσεις της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, το New Economics Foundation εκτιμά ότι ούτε αυτές επαρκούν για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Όπως εξηγεί ο Κρίλι, όταν σε άλλες περιοχές παρατηρείται μείωση των αποθεμάτων ενός ψαριού, η αλίευσή του διακόπτεται άμεσα. Στη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ όμως προτείνεται μόνο σταδιακός περιορισμός της αλιείας σε περίπτωση περιορισμού των αποθεμάτων, κάτι που κατά τον Κρίλι δεν έχει επιστημονική βάση. Προσθέτει εξάλλου ότι σχεδόν 7 στις 10 φορές, οι ετήσιες ποσοστώσεις που καθορίζονται στις Βρυξέλλες είναι υψηλότερες από αυτές που προτείνουν οι επιστήμονες.