Από τον Ούγκο Ντίξον
Η Ευρώπη χρειάζεται στρατηγική ανάπτυξης. Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αποτραπεί ένα σπιράλ λιτότητας. Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, χρειάζονται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και δημιουργία μιας πραγματικά ενιαίας αγοράς. Η σύνοδος κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτή την εβδομάδα είναι μια καλή ευκαιρία να έρθουμε πιο κοντά στους δύο αυτούς στόχους.
Η κρίση της ευρωζώνης φαίνεται να υποχωρεί. Η προσωρινή αντιμετώπιση των προβλημάτων της Ελλάδας με την έγκριση πακέτου διάσωσης ύψους 130 δισ. ευρώ την προηγούμενη εβδομάδα είναι ο βασικότερος λόγος αισιοδοξίας. Όσο, όμως, δεν υπάρχουν προοπτικές ανάπτυξης, ελλοχεύει ο κίνδυνος να ξανακυλήσει η ευρωζώνη στην κρίση. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Κομισιόν, ο ρυθμός ανάπτυξης στην ΕΕ συνολικά θα είναι μηδενικός φέτος, ενώ σε επιμέρους κράτη μέλη, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, θα σημειωθεί συρρίκνωση.
Η χορήγηση τριετών δανείων ύψους 500 δισ. ευρώ στις τράπεζες πριν τα Χριστούγεννα και η πρόσφατη δέσμευση της ΕΚΤ ότι θα προχωρήσει σε νέα ένεση ρευστότητας, έχει δώσει ώθηση στις χρηματοοικονομικές αγορές. Κάποια από αυτά τα χρήματα θα καταλήξουν στην πραγματική οικονομία. Ενώ, όμως, η νομισματική πολιτική είναι χαλαρή, η δημοσιονομική πολιτική είναι αυστηρή. Οι 23 από τις 27 χώρες της ΕΕ βρίσκονται σε διαδικασία «δημοσιονομικής εξυγίανσης», με στόχο τη μείωση του ετήσιου δανεισμού τους κάτω από το 3% του ΑΕΠ εντός του επόμενου έτους. Σύμφωνα με αυτό το σύστημα δημοσιονομικής πειθαρχίας - το λεγόμενο «πακέτο των έξι»- τα κράτη αντιμετωπίζουν ακόμη και πρόστιμα εάν δεν μπορέσουν να ακολουθήσουν την απαιτούμενη λιτότητα.
Η ισοσκέλιση των προϋπολογισμών δεν είναι κακή ιδέα. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι όταν η λιτότητα επιβάλλεται σε υπερβολικό βαθμό, μπορεί να παρασύρει τις οικονομίες σε ακόμη βαθύτερη ύφεση. Τα έσοδα από τους φόρους μειώνονται, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο δύσκολο τον ισοσκελισμό των κρατικών προϋπολογισμών. Η επιβολή πρόσθετων μέτρων λιτότητας συμπιέζει ακόμη περισσότερο την οικονομία. Μια συνετή προσέγγιση θα ήταν να δοθεί στις οικονομίες που είναι πιο ευάλωτες σε αυτό το σπιράλ, όπως η Ισπανία, μεγαλύτερο χρονικό περιθώριο για να μειώσουν τα ελλείμματά τους, με την προϋπόθεση βέβαια ότι εφαρμόζουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως είναι η περικοπή των υπέρογκων συντάξεων και η μεταρρύθμιση των ανελαστικών αγορών εργασίας.
Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι αρμόδιοι χάραξης στρατηγικής αρχίζουν να προσανατολίζονται προς αυτή την κατεύθυνση. Ο πρωθυπουργός της Ιταλίας, Μάριο Μόντι, ο οποίος χρίζει ευρείας αποδοχής, φαίνεται πως κατάφερε ως έναν βαθμό να πείσει την Αγκελα Μέρκελ ότι μια οικονομική πολιτική δεν μπορεί να περιλαμβάνει μόνο λιτότητα. Εν τω μεταξύ, η Κομισιόν, η οποία είναι αρμόδια για την παρακολούθηση των υπέρογκων ελλειμμάτων, δεν έχει αποκαλύψει τι σχέδια έχει για την Ισπανία.
Είναι γεγονός ότι δεν είναι εύκολο για την Ευρώπη να ξεφύγει από τα δίχτυα της λιτότητας τα οποία έριξε η ίδια. Όταν κυκλοφόρησε το ευρώ, οι κυβερνήσεις ήταν υποτίθεται υποχρεωμένες να διατηρούν τα ελλείμματά τους κάτω του 3%. Μέσα σε λίγα χρόνια, αυτοί οι κανονισμοί κατέληξαν ουσιαστικά στο καλάθι των αχρήστων, γεγονός που δημιούργησε τις προϋποθέσεις της σημερινής κρίσης χρέους. Η ιδέα πίσω από το «πακέτο των έξι» -και την ακόμη πιο αυστηρή νέα συνθήκη δημοσιονομικής πειθαρχίας που βρίσκεται στα σκαριά- είναι να επιβληθούν από την αρχή αυτοί οι κανόνες σε μια πιο δεσμευτική μορφή. Εάν αυτοί οι περιορισμοί εγκαταλειφθούν στην πρώτη δυσκολία, η αξιοπιστία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος θα καταρρεύσει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.
Κάποιος τρόπος θα υπάρχει για να τετραγωνιστεί ο κύκλος. Το καλύτερο θα ήταν να συνειδητοποιήσουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες ότι αυτό που προέχει είναι η μακροπρόθεσμη προοπτική και όχι η βραχυπρόθεσμη δημοσιονομική πειθαρχία. Κάτι τέτοιο θα ωφελούσε την ανάπτυξη σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, καθώς θα ενίσχυε την εντύπωση ότι η τρέχουσα επιβράδυνση είναι ήπια και όχι δραστική. Πολιτικές όπως η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και η απασχόληση περισσότερων νέων ανθρώπων θα βελτίωνε, επίσης, τις μακροχρόνιες προοπτικές της Ευρώπης.
Είναι πολλά, όμως, ακόμα που πρέπει να γίνουν ακόμα. Ο πιο δραστικός τρόπος για να αντιμετωπιστεί η επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι να ολοκληρωθεί η ενοποίηση της περιοχής, η οποία αφορά και στα 27 κράτη μέλη της ΕΕ -και όχι μόνο στα 17 που απαρτίζουν την ευρωζώνη. Είκοσι χρόνια μετά τη σύστασή της, η ενιαία αγορά παραμένει σε μεγάλο βαθμό κατακερματισμένη. Υπάρχουν, για παράδειγμα, 4.600 κλειστά επαγγέλματα, ενώ το κόστος σύστασης μίας επιχείρησης είναι περίπου το τετραπλάσιο σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Η δημιουργία μιας πραγματικής ενιαίας αγοράς, με την εξάλειψη όλων των περιοριστικών πρακτικών και την απλοποίηση της νομοθεσίας θα οδηγούσε στην αύξηση του ΑΕΠ της ΕΕ κατά 800 δισ. ευρώ ή, αλλιώς, κατά 7%, σύμφωνα με τη βρετανική κυβέρνηση.
Τα τελευταία χρόνια, οι προσπάθειες να δοθεί νέα πνοή στην ατζέντα της ενιαίας αγοράς έπεσαν στο κενό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρωτοβουλία «Στρατηγική της Λισαβόνας 2000», στόχος της οποίας ήταν να γίνει η ΕΕ «η πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία του κόσμου με βάση την τεχνογνωσία έως το 2010», η οποία απέτυχε. Τα μεγάλα συμφέροντα συνωμότησαν για να εξουδετερώσουν τις περισσότερες από τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις.
Ίσως, όμως, να δοθεί η ευκαιρία να τεθεί ξανά σε εφαρμογή αυτό το σχέδιο. Ο Βρετανός πρωθυπουργός, Ντέιβιντ Κάμερον, είναι βέβαιο ότι θα ασκήσει πιέσεις προς αυτή την κατεύθυνση στην επικείμενη σύνοδο της ΕΕ. Ίσως ο λόγος του να μην μετρήσει ιδιαίτερα, ιδίως μετά την απομόνωσή του τους τελευταίους μήνες στις διαβουλεύσεις για την καταπολέμηση της κρίσης. Αυτή τη φορά, όμως, δεν είναι μόνος του. Έντεκα άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες συντάχθηκαν μαζί του υπογράφοντας μια επιστολή που προτείνει μέτρα για την τόνωση της ανάπτυξης.
Ο πιο σημαντικός σύμμαχος του Κάμερον είναι ο Μόντι. Ο πρωθυπουργός της Ιταλίας ενδιαφέρεται πραγματικά για την ενιαία αγορά, γεγονός που αποδεικνύει το προσχέδιο που είχε καταρτίσει προ διετίας με προτάσεις για την αναγέννησή της. Έχει ασχοληθεί εκτενώς με το πώς μπορούν να υπάρξει ισορροπία μεταξύ ωφελημένων και ζημιωμένων, ούτως ώστε να υπάρξουν οφέλη για όλους. Η γνώμη του, επίσης, έχει αυξημένη βαρύτητα στη λήψη των αποφάσεων στην Ευρώπη. Το κλειδί της επιτυχίας είναι να πάρει με το μέρος του τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες, τη Γαλλία και τη Γερμανία, οι οποίες δεν συνυπέγραψαν την επιστολή Κάμερον. Οι πολιτικοί χειρισμοί δεν είναι εύκολοι. Αλλά αυτό που έχει περισσότερο ανάγκη η Ευρώπη - τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μακροπρόθεσμο επίπεδο- είναι η ανάπτυξη. Και οι ηγέτες θα πρέπει να ανταποκριθούν σε αυτή την πρόκληση.
REUTERS BREAKINGVIEWS