Όλο και περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι πτηνά και άλλα ζώα μεταβάλλουν τη συμπεριφορά τους εξαιτίας της ανθρωπογενούς ηχορρύπανσης, που προκαλείται μεταξύ άλλων από τα αυτοκίνητα ή τα μηχανήματα των οικοδομών. Καθώς όμως πολλά ζώα επικονιάζουν τα φυτά, τρώνε ή διασπείρουν τους σπόρους τους, η ηχορρύπανση επηρεάζει έμμεσα και τα φυτά, όπως υποστηρίζουν οι συντάκτες νέας έκθεσης.
Σύμφωνα μάλιστα με τους ερευνητές του Εθνικού Κέντρου Εξελικτικής Σύνθεσης στο Ντάραμ της Βόρειας Καρολίνας, οι οποίοι παρουσιάζουν τα ευρήματά τους στην επιθεώρηση Proceedings of the Royal Society B., σε κάποιες περιπτώσεις, οι συνέπειες του θορύβου συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμη και δεκαετίες μετά την εξαφάνιση της πηγής του. Η ίδια ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τον Κλίντον Φράνσις είχε διαπιστώσει στο παρελθόν ότι ορισμένοι πληθυσμοί ζώων αυξάνονται, ενώ άλλοι μειώνονται όταν βρίσκονται κοντά σε πηγές θορύβου.
Οι επιστήμονες σκέφτηκαν ότι, καθώς τα φυτά δεν μετακινούνται όπως τα ζώα, η ανταπόκρισή τους στην ηχορρύπανση θα είναι διαφορετική. Από το 2007 έως το 2010 πραγματοποίησαν μια σειρά πειραμάτων, σε φαράγγι του Νιου Μέξικο, όπου μέρα-νύχτα πραγματοποιούνται έργα εξόρυξης φυσικού αερίου από χιλιάδες πηγές. Επέλεξαν μια τέτοια τοποθεσία αντί μιας πόλης π.χ. ώστε να μην υπάρχει ο κίνδυνος αλλοίωσης των αποτελεσμάτων από παράγοντες όπως η φωτορρύπανση. Λένε ωστόσο ότι τα συμπεράσματα πιθανότατα βρίσκουν εφαρμογή σε όλα τα οικοσυστήματα, όπου τα ζώα επηρεάζονται από το θόρυβο.
«Κατά το μεγαλύτερο μέρος της, η βιβλιογραφία γύρω από τις συνέπειες του θορύβου για τα οικοσυστήματα επικεντρώνεται στην ανταπόκριση ενός είδους, επειδή αυτό δεν μπορεί να επικοινωνήσει» με τα υπόλοιπα είδη, επισημαίνει ο Φράνσις. «Πρέπει όμως να συνειδητοποιήσουμε ότι εάν διαπιστώσουμε ενόχληση σε ένα είδος, το οποίο είναι πραγματικά σημαντικό για την κοινότητά του, θα υπάρχουν συνέπειες για ολόκληρο το οικοσύστημα. Μπορεί μάλιστα να δούμε μεγάλης κλίμακας αλλαγές λόγω της ανταπόκρισης [στο θόρυβο] ενός ή δύο τέτοιων, σημαντικών ειδών.»
Ο Φράνσις και η ομάδα του επικεντρώθηκαν σε ένα τοπικό είδος πεύκου, με τους καρπούς του οποίου τρέφονται πολλά πτηνά και ζώα, όπως σκίουροι, ποντίκια και λαγοί. Είδαν ότι από τα ζώα αυτά, δύο επηρεάζονται από το θόρυβο: τα ποντίκια, τα οποία ελκύονται από αυτόν και οι κίσσες, που τον αποφεύγουν. Και στις δύο περιπτώσεις, οι συνέπειες για τα πεύκα είναι αρνητικές. Αντί να κρύβουν τους σπόρους, τα ποντίκια τους τρώνε και το γεγονός ότι... δεν επιβιώνουν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους στην πεπτική οδό, μειώνει και τις πιθανότητες επιβίωσης των πεύκων από γενιά σε γενιά. Από την άλλη, οι κίσσες κρύβουν χιλιάδες σπόρους διαδραματίζοντας έτσι καθοριστικό ρόλο στη διασπορά τους. Συνεπώς, το ότι ο θόρυβος κρατά μακριά τα πτηνά έχει εξίσου αρνητικές επιπτώσεις για τα πεύκα.
Τα ευρήματα των επιστημόνων επιβεβαιώθηκαν από την καταμέτρηση σπορόφυτων σε θορυβώδεις και σε ήρεμες περιοχές: ο Φράνσις και οι συνάδελφοί του βρήκαν τετραπλάσιο αριθμό σπορόφυτων σε τοποθεσίες, όπου επικρατεί ησυχία. Αυτό, όπως ο ίδιος λέει, «ενδέχεται τελικά να σημαίνει και μικρότερο αριθμό ώριμων δέντρων σε περιοχές, όπου επικρατεί θόρυβος». Κάτι τέτοιο, προσθέτει, θα μπορούσε να έχει συνέπειες και για τα εκατοντάδες είδη που εξαρτώνται από τα δέντρα αυτά.