Του Mark Roe*
Ήρθε το τέλος της λιτότητας; Στη σύνοδο του G8 στο Camp David τον περασμένο μήνα διατυπώθηκαν έντονες ενστάσεις για το πρόγραμμα λιτότητας που προωθεί η Γερμανία στα υπερχρεωμένα κράτη του Νότου. Ομοίως, το εκλογικό αποτέλεσμα στη Γαλλία ενίσχυσε τη θέση όσων υποστηρίζουν ότι μέσω της ανάπτυξης και όχι της δημοσιονομικής πειθαρχίας θα καταφέρει η Ευρώπη να μειώσει τα υπέρογκα δημόσια ελλείμματά της.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την άλλη, έχουν δρομολογήσει επεκτατικές και αναπτυξιακές μακροοικονομικές πολιτικές μετά τη χρηματοοικονομική κρίση των ετών 2007 - 2009, παρά τα υπέρογκα δημοσιονομικά ελλείμματα. Μέχρι στιγμής, εάν συγκρίνουμε την ασθενική ανάκαμψη των ΗΠΑ με τη «μη ανάκαμψη» της Ευρώπης, η αμερικανική επεκτατική πολιτική φαίνεται να έχει αποφέρει περισσότερους καρπούς από την ευρωπαϊκή λιτότητα.
Το θέμα, όμως, δεν είναι να επιλέξουμε απλώς μεταξύ της επέκτασης και της λιτότητας. Οι μακροοικονομικές πολιτικές αλληλεπιδρούν με τις μακροοικονομικές συνθήκες που ισχύουν, με διάφορους ουσιαστικούς τρόπους, οι οποίοι συνήθως περνούν απαρατήρητοι. Για να το θέσουμε απλά, η μικροοικονομική δομή της Ευρώπης καθιστά τις ίδιες αναπτυξιακές μακροοικονομικές πολιτικές λιγότερο αποτελεσματικές στην Ε.Ε. απ΄ ό,τι στις ΗΠΑ.
Ο λόγος είναι ότι η χαλάρωση της μακροοικονομικής πολιτικής, δηλαδή η μείωση των επιτοκίων ή η διοχέτευση χρημάτων στην οικονομία, έχει στόχο την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας. Όταν υπάρχει αυξημένη ρευστότητα, οι επιχειρήσεις προχωρούν σε προσλήψεις και ζητούν από τους υφιστάμενους υπαλλήλους να εργάζονται περισσότερες ώρες. Οι επιχειρηματίες που προβληματίζονται σχετικά με την έναρξη μιας επιχείρησης, αποφασίζουν να προχωρήσουν, και σε αυτό τους βοηθούν και οι τράπεζες που τους δανείζουν χρήματα να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους.
Οι υπάλληλοι που μόλις προσελήφθησαν και οι επιχειρήσεις που συστάθηκαν δαπανούν χρήματα, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα περισσότερες προσλήψεις, περισσότερες νέες εταιρείες και περισσότερες δαπάνες. Η οικονομία αναπτύσσεται, τα έσοδα από φόρους αυξάνονται και έτσι οι κυβερνήσεις μπορούν να θέσουν ευκολότερα σε τάξη τα οικονομικά τους. Με αυτόν τον τρόπο, μια χώρα αντιμετωπίζει τα οικονομικά της προβλήματα μέσω της ανάπτυξης.
Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, όμως, η ΕΕ δεν μπορεί να εφαρμόσει εξίσου εύκολα αυτό το σενάριο, καθώς οι κανονισμοί σε μικροοικονομικό επίπεδο δημιουργούν τριβές που επιβραδύνουν αυτού του είδους την επέκταση.
Ένα γνωστό παράδειγμα που χρησιμοποιείται συχνά, είναι οι αυστηροί κανονισμοί που διέπουν την εργατική νομοθεσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε πολλές χώρες της ΕΕ, η ακαμψία του εργασιακού κλάδου καθιστά δύσκολη τη μείωση του μεγέθους μιας εταιρείας. Δεδομένης αυτής της δυσκολίας, οι επιχειρήσεις διστάζουν να προχωρήσουν εξ αρχής σε προσλήψεις και περιμένουν μέχρι να βεβαιωθούν ότι η μακροχρόνια ζήτηση για τα προϊόντα τους μπορεί να δικαιολογήσει μακροχρόνιες προσλήψεις. Έτσι, ακόμη και εάν οι επιχειρήσεις αποκτήσουν ευκολότερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση και τον δανεισμό, πολλές εξ αυτών θα αρνηθούν να προβούν σε προσλήψεις μεγάλης κλίμακας από τον φόβο ότι θα επιβαρυνθούν με ένα υψηλό μισθολογικό κόστος σε περίπτωση επιδείνωσης των συνθηκών στο μέλλον.
Για παράδειγμα, όπως φαίνεται από το πρόσφατο πορτρέτο του Ιταλού πρωθυπουργού, Μάριο Μόντι, που σκιαγράφησε ο Economist, εξαιτίας των κανονισμών που διέπουν τα εργασιακά στην Ιταλία, οι επιχειρήσεις αποφεύγουν να προσλαμβάνουν περισσότερους από 15 εργαζομένους, καθώς από αυτό το μέγεθος και πάνω είναι δύσκολο για την εταιρεία να απολύσει προσωπικό. Για να λειτουργήσουν οι επεκτατικές μακροοικονομικές πολιτικές χρειάζονται συμβατοί κανονισμοί σε μικροοικονομικό επίπεδο.
Η Γερμανία, ιδίως επί της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης του Γκέρχαρντ Σρέντερ, έκανε σημαντικά βήματα για την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και της επιχειρηματικότητας σε σύγκριση με άλλες κυβερνήσεις της ΕΕ. Είναι οξύμωρο, λοιπόν, που η Γερμανίδα καγκελάριος, Αγκελα Μέρκελ, αποτελεί τον πιο ένθερμο υποστηρικτή της λιτότητας, καθώς η επεκτατική αναπτυξιακή πολιτική θα ήταν πιο αποτελεσματική στη Γερμανία παρά στις υπόλοιπες χώρες τις ευρωζώνης για τις οποίες συστήνεται.
Ένα ακόμη μεγαλύτερο εμπόδιο στην ευόδωση της νομισματικής επέκτασης είναι οι κανονισμοί που παρακωλύουν την ίδρυση νέων επιχειρήσεων. Είναι πολύ δύσκολο να ανοίξουν διάφορα είδη επιχειρήσεων σε διάφορα μέρη και να επεκταθούν αυτές που έχουν ανοίξει. Η γραφειοκρατία που συνεπάγεται η σύσταση μιας απλής επιχείρησης εξακολουθεί να είναι πολύ μεγαλύτερη σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Παρότι οι διαδικασίες της ίδρυσης μιας επιχείρησης απλοποιήθηκαν στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι εξακολουθεί να χρειάζεται διπλάσιος χρόνος για το άνοιγμα μιας μικρής επιχείρησης στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες της ΕΕ σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, ενώ στην Ισπανία χρειάζεται ο τετραπλάσιος χρόνος.
Συνήθως διατυπώνονται παράπονα για την έλλειψη σπουδαίων επιχειρηματικών επιτυχιών στην Ευρώπη -της τάξεως του Facebook, ωστόσο, εξίσου σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία έχει και η δυσκολία έναρξης μικρών επιχειρήσεων, όπως κομμωτήρια, καταστήματα λιανικής και καταστήματα ηλεκτρονικών πωλήσεων.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τις άδειες ταξί. Αν και είναι πολλοί αυτοί που μπορούν να οδηγήσουν ταξί, συμπεριλαμβανομένων πολλών ανέργων, σε πολλές μεγαλουπόλεις της Ευρώπης και των ΗΠΑ ο αριθμός των αδειών ταξί που μπορούν να εκδοθούν είναι περιορισμένος. Στο μεγαλύτερο τμήμα της, η οικονομία είναι οργανωμένη όπως ο κλάδος των ταξί. Όσα οικονομικά κίνητρα και αν δοθούν, τα ταξί δεν θα αυξηθούν εάν δεν αρθούν πρώτα οι περιορισμοί εισόδου στον κλάδο.
Σύμφωνα με τη Μάγκντα Μπιάνκο, τη Σίλβια Τζακομέλι και τον Τζάκομο Ροντάνο, ερευνητές της Τράπεζας της Ιταλίας, στην Ιταλία εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά θεσμικά εμπόδια στην επέκταση της οικονομίας. Για παράδειγμα, όταν ένα εργοστάσιο αποκτά ευκολότερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση και βλέπει τη ζήτηση των προϊόντων του να αυξάνεται, αντί να προσλάβει νέο προσωπικό, προτιμά να αυξήσει τις τιμές του. Παράλληλα, ένας δυνητικός ανταγωνιστής που σκέφτεται να μπει σε μια αγορά, αποθαρρύνεται από τα σημαντικά νομοθετικά εμπόδια εισόδου και αποφασίζει πολλές φορές να αρκεστεί στην υφιστάμενη δραστηριότητά του.
Η επεκτατική νομισματική πολιτική σε ένα τέτοιο περιβάλλον κατά πάσα πιθανότητα θα αποτύχει. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, προτιμά να χρησιμοποιεί το δημόσιο για να επιτύχει συγκεκριμένα αποτελέσματα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πρόσληψη 60.000 νέων δασκάλων.
Θα περίμενε κανείς να γίνει στην Ευρώπη μεγάλο παζάρι, στο οποίο οι επεκτατικές μακροοικονομικές πολιτικές θα συνδυαστούν με τη χαλάρωση των μικροοικονομικών περιορισμών. Οι υφιστάμενες επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι, οι οποίοι προτιμούν το status quo, έχουν τη δύναμη να αναστείλουν το έργο των αρμοδίων χάραξης πολιτικής. Ίσως αυτό να ισχύει λίγο περισσότερο για την πολιτική ζωή της Ελλάδας, αλλά ισχύει και σε άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
*Ο Mark Roe είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ.
Copyright: Project Syndicate, 2012