Δύο οράματα για την Ευρώπη

ΑΠΟΨΗ
Τετάρτη, 18 Ιουλίου 2012 10:06
UPD:10:07

Η Ευρώπη έχει ξαναβρεθεί σε αυτή τη θέση στο παρελθόν, και συγκεκριμένα τη δεκαετία του 1990, όταν αποφάσισε τη σύσταση της ευρωζώνης.

A- A A+

Του Μπάρι Αϊχενγκριν*

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, σε αντίθεση με τον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο, δεν είχαν ποτέ πρόβλημα με το «vision thing» (σ.σ.: χαρακτηριστική φράση του πρώην Αμερικανού προέδρου που αναφέρεται στο όραμά του για τις ΗΠΑ). Ανέκαθεν ήξεραν πώς ήθελαν την ήπειρό τους. Αλλο, όμως, να έχεις ένα όραμα και άλλο να το υλοποιείς. Και σε ό,τι αφορά στην υλοποίηση των ιδεών τους, οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν επανειλημμένα αποτύχει.

Η απόκλιση ανάμεσα στους στόχους των Ευρωπαίων και στην ικανότητά τους να τους επιτύχουν έχει επανέλθει στο προσκήνιο μετά την πρόσφατη σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν κοινό όραμα για την ΕΕ: θέλουν μια οικονομική και νομισματική ένωση που θα ολοκληρωθεί με την τραπεζική, δημοσιονομική και πολιτική ενοποίηση. Το πρόβλημα παρουσιάζεται όταν η συζήτηση έρχεται στον τρόπο -και κυρίως τον χρόνο- που θα υλοποιηθούν οι τρεις τελευταίοι στόχοι.

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν ότι τραπεζική ενοποίηση σημαίνει σύσταση μιας ενιαίας εποπτικής αρχής. Αυτό συνεπάγεται εδραίωση ενός ενιαίου συστήματος εγγύησης καταθέσεων και ενός μηχανισμού διακοπής της λειτουργίας των αφερέγγυων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Αυτό συνεπάγεται ότι θα πρέπει να εκχωρηθεί στους μηχανισμούς διάσωσης της ΕΕ η εξουσία να προβαίνουν σε ενέσεις ρευστότητας απευθείας στις τράπεζες με χαμηλή κεφαλαιακή επάρκεια.

Ομοίως, η δημοσιονομική ενοποίηση προϋποθέτει ότι πρέπει να εκχωρηθεί στην Κομισιόν (ή, εναλλακτικά, σε ένα Ευρωπαϊκό Υπουργείο Οικονομικών) η εξουσία άσκησης βέτο επί των εθνικών προϋπολογισμών. Αυτό σημαίνει αμοιβαιοποίηση ενός μέρους των χρεών των κρατών μελών: τα χρέη των κρατών θα μετατρέπονται σε ευρωομόλογα και, κατά συνέπεια, θα αποτελούν κοινή υποχρέωση των μελών της ένωσης. Η Κομισιόν (ή το Υπουργείο Οικονομικών) θα αποφασίζει πόσα ευρωομόλογα θα εκδίδονται και σε ποιών το όνομα.

Η πολιτική ενοποίηση, τέλος, συνεπάγεται τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων των εθνικών νομοθετικών σωμάτων στο Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο θα αποφασίζει τη δομή της δημοσιονομικής, τραπεζικής και νομισματικής ενοποίησης. Τα όργανα που είναι αρμόδια για τις διεκπεραιωτικές λειτουργίες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα λογοδοτούν στο Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο θα μπορεί να αποφασίζει τη λύση τους σε περίπτωση που δεν επιτυγχάνουν να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους.

Τα οράματα αφθονούν. Το πρόβλημα είναι ότι για την υλοποίησή τους υπάρχουν δύο διαμετρικά αντίθετες προσεγγίσεις. Η μία στρατηγική θεωρεί ότι στην Ευρώπη υπάρχει επιτακτική ανάγκη για δρομολόγηση πολιτικών βαθύτερης ενοποίησης άμεσα και ότι δεν υπάρχει χρόνος για διοχέτευση ρευστότητας στις τράπεζες. Πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα για αμοιβαιοποίηση του χρέους. Πρέπει να αγοραστούν σήμερα τα ομόλογα των υπερχρεωμένων κρατών είτε από την ΕΚΤ είτε από τον διευρυμένο Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.

Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η Ευρώπη θα μπορεί να συστήσει στη συνέχεια τους αναγκαίους θεσμούς που θα πλαισιώνουν αυτές τις πολιτικές. Θα μπορεί να δημιουργήσει μια ενιαία αρχή εποπτείας των τραπεζών, να ενισχύσει τις αρμοδιότητες της Κομισιόν ή να συστήσει ένα Ευρωπαϊκό Υπουργείο Οικονομικών. Ομοίως, μπορεί να ενισχύσει τον ρόλο του Ευρωκοινοβουλίου. Η σύσταση θεσμικών οργάνων, όμως, χρειάζεται χρόνο και τα χρονικά περιθώρια εξαντλούνται επικίνδυνα, δεδομένων των μαζικών αναλήψεων από τις τράπεζες, των δημοσιονομικών κρίσεων και της κάθετης πτώσης του ευρώ. Αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στις νέες πολιτικές.

Με βάση τη δεύτερη προσέγγιση, είναι ανώφελο να δρομολογηθούν νέες πολιτικές προτού συσταθούν οι νέοι θεσμοί. Εάν τα χρέη αμοιβαιοποιούνταν χωρίς να έχει εκχωρηθεί πρώτα στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα η δυνατότητα άσκησης βέτο επί των δημοσιονομικών πολιτικών, το μόνο που θα γινόταν θα ήταν να δοθεί κίνητρο στις κυβερνήσεις να συνεχίσουν τις απερίσκεπτες πολιτικές τους. Εάν οι ενέσεις ρευστότητας προηγούνταν της σύστασης μιας ενιαίας εποπτικής αρχή, το μόνο που γινόταν θα ήταν να δοθεί ώθηση προς την ανάληψη μεγαλύτερων κινδύνων. Τέλος, εάν επιτρεπόταν στην ΕΚΤ να εποπτεύει τις τράπεζες χωρίς να αναγκάζεται να λογοδοτεί το Ευρωκοινοβούλιο, το μόνο που θα γινόταν θα ήταν να μεγαλώσει το δημοκρατικό έλλειμμα της ΕΕ και προκαλέσει αντιδράσεις.

Η Ευρώπη έχει ξαναβρεθεί σε αυτή τη θέση στο παρελθόν, και συγκεκριμένα τη δεκαετία του 1990, όταν αποφάσισε τη σύσταση της ευρωζώνης. Εκείνη την εποχή, κυριαρχούσαν δύο σχολές σκέψης. Η μία υποστήριζε ότι θα ήταν άσκοπο να δημιουργηθεί μια νομισματική ένωση χωρίς να έχει επιτευχθεί πρώτα σύγκλιση των οικονομικών πολιτικών και χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις.

Η άλλη σχολή προειδοποιούσε ότι το υφιστάμενο νομισματικό σύστημα ήταν άκαμπτο, εύθραυστο και ευάλωτο σε κρίσεις. Υποστήριζε ότι η Ευρώπη δεν μπορούσε να περιμένει να ολοκληρωθεί η διαδικασία εδραίωσης των θεσμών και ότι όσο γρηγορότερα συστηνόταν η ευρωζώνη τόσο το καλύτερο. Θα ακολουθούσαν οι αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις και η δημιουργία των θεσμικών οργάνων. Χωρίς ιδιαίτερο κίνδυνο υπεργενίκευσης, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η πρώτη σχολή αποτελείτο κυρίως από τους Βόρειους Ευρωπαίους, ενώ η δεύτερη απαρτίζονταν από τους Νότιους.

Η συναλλαγματική κρίση του 1992 έγειρε την πλάστιγγα προς τη δεύτερη άποψη. Μόλις κατάρρευσε το σύστημα ισοτιμιών της Ευρώπης, το επιχείρημα των Νοτιοευρωπαίων ότι δεν μπορεί να αναβάλει η Ευρώπη τη σύσταση της νομισματικής ένωσης υπερίσχυσε.

Το αποτέλεσμα δεν ήταν ευχάριστο. Μια νομισματική ένωση χωρίς τραπεζική, δημοσιονομική και πολιτική ενοποίηση αποδείχθηκε καταστροφική.

Καταστροφική θα ήταν, όμως, και η μη σύσταση της ευρωζώνης. Η κρίση του 1992 απέδειξε ότι το σύστημα που ίσχυε ήταν ασταθές. Εάν δεν προχωρούσε η Ευρώπη στη νομισματική ένωση, θα έθετε τις βάσεις για την εμφάνιση ακόμη σοβαρότερων κρίσεων. Αυτός ήταν ο λόγος που έκαναν οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποφασιστικά βήματα.

Ομοίως, εάν σήμερα η Ευρώπη δεν προχωρήσει στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την εξαγορά κρατικών ομολόγων, θα οδηγηθεί στην καταστροφή. Έτσι η Ευρώπη βρίσκεται σε μια δύσκολη κατάσταση, η οποία της είναι οικεία. Ο μόνος τρόπος να βγει από αυτή είναι να επισπεύσει κατά πολύ τη διαδικασία εδραίωσης των θεσμών. Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν είναι εύκολο. Η καταστροφή, όμως, δεν θα περιμένει.

*Ο Μπάρι Αϊχενγκριν είναι καθηγητής Οικονομικών και Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνια

Copyright: Project Syndicate, 2012

Προτεινόμενα για εσάς