Πρόκειται για το «φαινόμενο Pioneer», μία ανωμαλία στην πορεία των δύο διαστημικών σκαφών Pioneer 10 και 11 τα οποία βρίσκονται και τα δύο σε απόσταση δεκάδων δισεκατομμυρίων χιλιομέτρων από τη Γη, με κατεύθυνση γειτονικά αστρικά συστήματα.
Τα Pioneer 10 και 11 εκτοξεύθηκαν το 1972 και 1973 αντίστοιχα, με πρωταρχικό σκοπό τη μελέτη του Δία και του Κρόνου. Ολοκληρώνοντας την αποστολή τους, απέκτησαν αρκετή ταχύτητα ώστε να ξεφύγουν από τη βαρύτητα του Ήλιου, και μαζί με τo Voyager 1, είναι τα μόνα σκάφη που έχουν ξεκινήσει την περιπλάνησή τους στο διαστρικό κενό. Το Pioneer 10, έχει πορεία προς το άστρο Aldebaran, και θα χρειαστεί περίπου δύο εκατομμύρια χρόνια για να διανύσει την απόσταση των 68 ετών φωτός που μας χωρίζουν από αυτό, ενώ το Pioneer 11 ταξιδεύει προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς το κέντρο του γαλαξία και τον αστερισμό Scutum.
Αν και επικοινωνία μαζί με τα δύο σκάφη έχει χαθεί εδώ και πολλά χρόνια, ήδη από το 1980 φαίνονταν να έχουν μια ανεξήγητη, πολύ μικρή επιβράδυνση στην ταχύτητά τους, πέραν της επιβράδυνσης από τη βαρύτητα του Ήλιου. Η επιβράδυνση ήταν της τάξης των 0.9 νανόμετρων το δευτερόλεπτο και η προέλευσή της ήταν τελείως πρωτόγνωρη στους χειριστές των δύο σκαφών. Η τελευταία επικοινωνία με το Pioneer 10, το 2003, επιβεβαίωνε τη συγκεκριμένη ανωμαλία, και το φαινόμενο προβλημάτισε τους επιστήμονες για δεκαετίες, τόσο που είχαν προταθεί ακόμη κι εναλλακτικές θεωρίες για τη βαρύτητα.
Μία έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό Physical Review Letters, φαίνεται πως λύνει το συγκεκριμένο γρίφο. Σύμφωνα με αυτή, η επιβράδυνση προκαλείται από την πίεση προς τα πίσω που προκαλεί στο όχημα η εκπομπή θερμότητας. Αν και είναι εξαιρετικά μικρή, είναι προβλέψιμη, και οι εκτιμήσεις των επιστημόνων συμφωνούν με τα στοιχεία από τα Pioneer. «Το φαινόμενο μοιάζει με το να οδηγείς ένα αμάξι, και οι εκπομπή φωτός από τους προβολείς του να σε σπρώχνει προς τα πίσω», εξηγεί ο Slava Turyshev, ο κύριος συγγραφέας της έρευνας για λογαριασμό της NASA.
Το 2004, ο Turyshev αποφάσισε να ασχοληθεί σοβαρά με το θέμα, συγκεντρώνοντας στοιχεία από την τηλεμετρία που είχαν εκπέμψει τα δύο Pioneer. Τα πρώτα στοιχεία μάλιστα είχαν αποθηκευτεί στις «πρωτόγονες» διάτρητες κάρτες που χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση πληροφοριών τη δεκαετία του 70, και τα υπόλοιπα σε δισκέτες και μαγνητικές ταινίες. Μαζεύοντας με αυτό τον τρόπο 43 Gigabytes δεδομένων και με τη βοήθεια του προγραμματιστή Viktor Toth, κατάφεραν να λύσουν το μυστήριο. Το ότι το φαινόμενο παρατηρείται μόνο στα Pioneer, οφείλεται στην ιδιαίτερη κατασκευή τους και τη θερμότητα που εκπέμπεται από τα ηλεκτρικά του συστήματα, αλλά και την πυρηνική ενέργεια από τις διασπάσεις πλουτωνίου στον αντιδραστήρα των δύο σκαφών. «Φαίνεται πως η φυσική επικράτησε», λέει ο Turyshev. «Ίσως θα ήταν πιο συναρπαστικό να ανακαλύψουμε κάποιο νέο είδος φυσικής, τουλάχιστον όμως λύσαμε ένα μυστήριο», καταλήγει.