Το Νόμπελ Χημείας απονεμήθηκε στους Αμερικανούς Ρόμπερτ Τζ. Λέφκοβιτς του Πανεπιστημίου Ντιουκ και του Ιατρικού Ινστιτούτου Χάουαρντ Χιουζ και Μπράιαν Κ. Κομπίλκα του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, για τις μελέτες τους πάνω στους συζευγμένους υποδοχείς πρωτεΐνης G.
Το ανθρώπινο σώμα είναι ένα πολύπλοκο σύστημα εντός του οποίου αλληλεπιδρούν δισεκατομμύρια κύτταρα, κάθε ένα εκ των οποίων διαθέτει μικροσκοπικούς υποδοχείς ώστε να προσαρμόζεται στο περιβάλλον του και στις αλλαγές εντός αυτού. Οι συζευγμένοι υποδοχείς πρωτεΐνης G είναι μία εκ των σημαντικότερων τέτοιων ομάδων, των οποίων η ακριβής λειτουργία παρέμενε άγνωστη μέχρι πρόσφατα. Τα χημικά σήματα στα οποία εκτίθενται συνεχώς τα ανθρώπινα κύτταρα μπορούν να είναι ορμόνες, νευροδιαβιβαστές, ακόμα και φαρμακευτικές ουσίες.
Ο Λέφκοβιτς ξεκίνησε ήδη από το 1968 να χρησιμοποιεί ραδιενέργεια προκειμένου να εντοπίσει τους υποδοχείς των κυττάρων. Προσθέτοντας ισότοπα σε διάφορες ορμόνες και με τη βοήθεια της ακτινοβολίας, κατάφερε να εντοπίσει αρκετούς εξ αυτών, συμπεριλαμβανομένου ενός υποδοχέα αδρεναλίνης, ονομαζόμενου β-αδρενογενής.
Τη δεκαετία του 1980, με τη βοήθεια του Κομπίλκα και της δημιουργικής του προσέγγισης, η επιστημονική ομάδα κατάφερε να απομονώσει το γονίδιο που κωδικοποιεί τον συγκεκριμένο υποδοχέα, και συνειδητοποίησαν ότι υπάρχει μία ολόκληρη οικογένεια τέτοιων υποδοχέων. Η οικογένεια αυτή, που σήμερα ονομάζεται συζευγμένοι υποδοχείς πρωτεΐνης G, χρησιμοποιείται από τουλάχιστον τα μισά φαρμακευτικά σκευάσματα προκειμένου να επιτύχουν τη λειτουργικότητά τους.
Οι υποδοχείς αυτοί συνδέονται με το φως, τη γεύση, την όσφρηση, αλλά και την αδρεναλίνη, την ισταμίνη, την σεροτονίνη και την ντοπαμίνη. Σύμφωνα με τον δρ. Λέφκοβιτς «οι υποδοχείς λειτουργούν ως δίοδος των κυττάρων προς πολυάριθμους νευροδιαβιβαστές και ορμόνες στο σώμα μας. Η θέση τους τους επιτρέπει να ρυθμίζουν κάθε γνωστή φυσιολογική διαδικασία του ανθρώπου.
Όπως είναι λογικό, οι ιατροί σε περίπτωση ασθενειών χρειάζονται αυτή τη δυνατότητα ρύθμισης». Για παράδειγμα, η ισταμίνη είναι σημαντική σε περιπτώσεις αλλεργιών, η ντοπαμίνη για την νόσο του Πάρκινσον, και η σεροτονίνη για το πώς αισθανόμαστε το φως και το σκοτάδι.
Το 2011, 47 χρόνια μετά την πρώτη διατύπωση της θεωρίας, ο Κομπίλκα και η ομάδα του κατάφεραν να απεικονίσουν την ακριβή στιγμή που η ορμόνη ενεργοποιείται από τον υποδοχέα και στέλνει την εντολή στο κύτταρο. Ο Κομπίλκα, που μέχρι στιγμής απέφυγε να κάνει δηλώσεις, ήταν μέλος της ομάδας του Λέφκοβιτς στο Πανεπιστήμιο του Ντιουκ, πριν λάβει τη δική του έδρα στο Στάνφορντ.
Το βραβείο έχει απονεμηθεί μόλις σε τέσσερις γυναίκες από το 1901, με πιο πρόσφατη τη βράβευση της Άντα Γιόναθ το 2009 για τη μελέτη της πάνω στα ριβοσώματα. Ο Βρετανός Φρεντ Σάνγκερ είναι ο μοναδικός που έχει βραβευθεί δύο φορές, το 1958 για την έρευνά του πάνω στη δομή των πρωτεϊνών και κυρίως της ινσουλίνης, και το 1980 για τη μελέτη του πάνω στις αλληλουχίες βάσης των νουκλεϊκών οξέων.