Στον Κινέζο Μο Γιάν απονεμήθηκε το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας, σύμφωνα με ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας.
Ο 57χρονος συγγραφέας – ο οποίος στην Κίνα παρομοιάζεται με τον Φραντς Κάφκα και τον Γιόσεφ Χέλερ- έγινε ο 109ος τιμηθείς με το βραβείο, το οποίο πέρυσι είχε απονεμηθεί στον Σουηδό ποιητή, Τόμας Τρανστρέμερ. Το έπαθλο του συγκεκριμένου βραβείου - το οποίο απονέμεται μόνο σε εν ζωή λογοτέχνες- είναι 10 εκατομμύρια κορόνες (927.000 λίρες Αγγλίας).
«Αν ήταν να διαλέξω έναν συγγραφέα για να βραβευτεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, θα διάλεγα τον Μο Γιαν», έλεγε ο Ιάπωνας συγγραφέας Κενζαμπούρο Όε, επίσης νομπελίστας (1994), και όπως φαίνεται οι υπεύθυνοι της Σουηδικής Ακαδημίας τον πήραν πολύ σοβαρά επιλέγοντας τον Κινέζο δημιουργό.
Το πρώτο Νομπέλ Λογοτεχνίας σε Κινέζο συγγραφέα
Τα κινέζικα μέσα υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό την βράβευση του Μο Γιαν, θυμίζοντας ότι ποτέ κανένας Κινέζος συγγραφέας δεν τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τον Γκάο Χσινγιάνκ, που τιμήθηκε με το Νόμπελ το 2000, δεν τον θεωρούν Κινέζο, αφού έχει φύγει από την Κίνα το 1987, και είναι πολιτογραφημένος Γάλλος.
Ο συγγραφέας πρέπει να εκφράζει την σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας
Ο Μο Γιάν -που είναι αντιπρόεδρος της Εταιρείας των Συγγραφέων της Κίνας- έχει τους δικούς του αντιπάλους, αφού πολλοί τον θεωρούν συμβιβασμένο και δεν του συγχωρούν ότι συμμετείχε σε ένα χειρόγραφο προς τιμήν του Μάο Τσε Τουγκ. Οι υποστηρικτές του, αντίθετα, τονίζουν την προσήλωσή του στην παράδοση, το κριτικό του πνεύμα και την δυνατότητα να μιλάει για το σήμερα.
Ο Γιάν είχε δώσει το στίγμα του σε μια ομιλία του, το 2009, στη Διεθνή Έκθεση της Φρανκφούρτης, όταν η Κίνα ήταν τιμώμενη χώρα. Εκεί είχε αναφέρει: «Ο συγγραφέας πρέπει να εκφράζει την σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας και την ασκήμια της ανθρώπινης φύσης, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνεται με ενιαίο τρόπο. Κάποιοι μπορεί να τον θέλουν να φωνάζει στον δρόμο αλλά θα πρέπει να ανέχονται κι αυτούς που κρύβονται στα δωμάτια τους και χρησιμοποιούν τη λογοτεχνία για να εκφράσουν τις απόψεις τους».
Δεν εγκατέλειψε ποτέ την Κίνα
O Μο Γιαν γεννήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1955 στην επαρχία Σαντόνγκ της βορειοανατολικής Κίνας από μια φτωχή οικογένεια, που μετά βίας μπόρεσε να μεγαλώσει τα τέσσερά της παιδιά. Το 1976, κατατάχτηκε εθελοντικά στον Λαϊκό Απελευθερωτικό στρατό, όπου και σπούδασε βιβλιοθηκάριος. Το 1981, δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Βροχή που πέφτει μια ανοιξιάτικη νύχτα». Ακολούθησε το βιβλίο του «Oι κόκκινοι αγροί», το 1987, το οποίο άρχισε να του δημιουργεί προβλήματα με τη λογοκρισία, ενώ μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ζανγκ Γιμού. Το επόμενο μυθιστόρημά του, «Oι μπαλάντες του σκόρδου», το 1988, απαγορεύτηκε.
Το συγκεκριμένο γεγονός οδήγησε τον Γιαν να παραιτηθεί από το στρατό. Τα βιβλία του «Η δημοκρατία του κρασιού» (2001) και «Μεγάλα στήθη και φαρδιές περιφέρειες» (2003) αντιμετώπισαν, επίσης, προβλήματα με τη λογοκρισία. Ο Μο Γιαν παρά τις προτάσεις που είχε από τη Δύση να μετακομίσει εκεί, δεν εγκατέλειψε ποτέ την Κίνα. Το τελευταίο βιβλίο του Γιάν έχει τίτλο «Η ζωή και ο θάνατος με φθείρουν» και είναι μια πολιτική αλληγορία.