Ασύρματη σύνδεση «επόμενης γενιάς»

Τρίτη, 18 Δεκεμβρίου 2012 10:50
UPD:10:50

Tα «σύρματα» και οι οπτικές ίνες αποτελούν ένδειξη μίας παλαιότερης, «μη ασύρματης» εποχής, και δεν πρέπει να έχουν θέση στο μέλλον, σύμφωνα με την DARPA, η οποία ξεκίνησε πρόγραμμα ανάπτυξης τεχνολογίας που θα καθιστά εφικτό το στήσιμο ενός πλήρως ασυρμάτου δικτύου με bandwidth αντίστοιχο αυτού που συναντάται σε εξελιγμένα δίκτυα οπτικών ινών (100 gigabits per second).

A- A A+

Παρά την «έκρηξη» του ασύρματου Ίντερνετ τα τελευταία χρόνια και των τεχνολογιών που τη συνόδεψαν, ακόμα και οι πλέον ισχυρές ασύρματες συνδέσεις, όπως αυτές που χρησιμοποιούνται σε βιομηχανικές εφαρμογές, δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις «κλασικές» συνδέσεις καλωδίων και οπτικών ινών όσον αφορά την ταχύτητα και την αξιοπιστία.

Ωστόσο, τα «σύρματα» και οι οπτικές ίνες αποτελούν ένδειξη μίας παλαιότερης, «μη ασύρματης» εποχής, και δεν πρέπει να έχουν θέση στο μέλλον, σύμφωνα με την DARPA, η οποία ξεκίνησε πρόγραμμα ανάπτυξης τεχνολογίας που θα καθιστά εφικτό το στήσιμο ενός πλήρως ασυρμάτου δικτύου με bandwidth αντίστοιχο αυτού που συναντάται σε εξελιγμένα δίκτυα οπτικών ινών (100 gigabits per second).

Πρωτευόντως, ο σκοπός της ανάπτυξης τέτοιας τεχνολογίας είναι η παροχή της δυνατότητας στησίματος ασυρμάτων δικτύων σε θέατρα στρατιωτικών επιχειρήσεων, ώστε να είναι εφικτή η ταχεία ανταλλαγή δεδομένων χωρίς να απαιτείται ανάπτυξη υποδομών τηλεπικοινωνίας. Σε πιο «ειρηνικές» εφαρμογές, θα μπορούσε να σημαίνει καλύτερες ευρυζωνικές συνδέσεις για ανθρώπους σε απομακρυσμένες περιοχές, καθώς και επέκταση της κάλυψης των δικτύων κινητής τηλεφωνίας. Επίσης, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για το γρήγορο στήσιμο δικτύων σε περιοχές όπου λαμβάνουν χώρα καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης (φυσικές καταστροφές κλπ).

Η επίσημη ονομασία του προγράμματος είναι 100 Gigabit-per-second RF Backbone (μέσα στη DARPA χαρακτηρίζεται απλά ως 100G). Σκοπός είναι η εύρεση μίας λύσης που θα επιτρέπει την ανάπτυξη τέτοιων δικτύων τόσο στα πεδία των στρατιωτικών επιχειρήσεων, όσο και πάνω σε αεροσκάφη, με «ακτίνα» 200 χιλιομέτρων όσον αφορά τη δημιουργία ενός data link μεταξύ αεροσκαφών, και 100 χιλιομέτρων για data links μεταξύ αεροσκαφών και εγκαταστάσεων εδάφους, έτσι ώστε να μπορούν να γίνονται διαθέσιμα γρήγορα και εύκολα τα δεδομένα που προκύπτουν από τη λειτουργία των ραντάρ των αεροσκαφών. Ο όγκος αυτών των πληροφοριών είναι τόσο μεγάλος, ώστε η αποστολή τους σε βάσεις εδάφους για να γίνει επεξεργασία και ανάλυσή τους είναι επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία- και ουσιαστικά είναι ο λόγος ύπαρξης αεροσκαφών διοικήσεως και ελέγχου, όπως τα AWACS, καθώς έχουν τη δυνατότητα ταχύτερης λήψης και ανάλυσης των δεδομένων. Επίσης, η ανάγκη για βελτιωμένες δυνατότητες στησίματος αξιόπιστων data links εντείνεται λόγω της αύξησης του ρόλου των μη επανδρωμένων αεροσκαφών.

Απώτερος στόχος του 100G είναι η επίτευξη επιδόσεων αντίστοιχων του CDL (Common Data Link) που χρησιμοποιείται σήμερα από τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις. Το σύστημα θα πρέπει να έχει δυνατότητα λειτουργίας παντός καιρού, και να μην επηρεάζεται από την παρουσία νεφών. Ως ημέρα υποβολής προτάσεων η DARPA έχει ορίσει τις 9 Ιανουαρίου.

Προτεινόμενα για εσάς