Toυ Τζόζεφ Στίγκλιτς
Oλος ο κόσμος πανηγυρίζει για τη δημοκρατική επανάσταση στην Τυνησία, η οποία έχει προκαλέσει έναν καταιγισμό ανάλογων γεγονότων σε πολλές περιοχές του κόσμου - κυρίως στην Αίγυπτο - με άγνωστες, μέχρι στιγμής, συνέπειες. Τα βλέμματα σε όλη την υφήλιο είναι στραμμένα στη μικρή χώρα των δέκα εκατομμυρίων κατοίκων, η οποία προσφέρει ενδιαφέροντα διδάγματα μέσα από την πρόσφατη εμπειρία της και δείχνει πώς η νεολαία που έδιωξε έναν διεφθαρμένο μονάρχη μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ενός σταθερού και λειτουργικού δημοκρατικού καθεστώτος.
Ας δούμε, καταρχάς, τα διδάγματα που μας προσφέρει η Τυνησία. Το πρώτο είναι ότι δεν αρκεί οι κυβερνήσεις να εγγυώνται εύλογους ρυθμούς ανάπτυξης. Η οικονομία της Τυνησίας σημείωνε ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 5% τα τελευταία 20 χρόνια και πολλές φορές η τυνησιακή οικονομία έχει συμπεριληφθεί στις οικονομίες με τις καλύτερες επιδόσεις, ιδίως στην περιοχή αυτή.
Ούτε το να ακολουθεί τις επιταγές των διεθνών χρηματοοικονομικών αγορών είναι αρκετό για μια κυβέρνηση. Μπορεί να αποσπά καλές αξιολογήσεις για τα ομόλογά της και να ικανοποιεί τους διεθνείς επενδυτές, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δημιουργούνται θέσεις εργασίας ή βελτιώνεται το βιοτικό επίπεδο για την πλειονότητα των πολιτών. Το ότι οι αγορές ομολόγων και οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης ζούσαν σε μία πλάνη αποδείχθηκε με την κρίση του 2008. Το ότι δυσανασχετούν σήμερα για τη μετάβαση της Τυνησίας από την απολυταρχία στη δημοκρατία δεν αποκαθιστά την αξιοπιστία τους και αυτό δεν πρέπει να ξεχαστεί ποτέ.
Ούτε η εξασφάλιση καλής εκπαίδευσης είναι αρκετή. Οι χώρες όλου του κόσμου βάζουν τα δυνατά τους για να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας προκειμένου να απορροφώνται όσοι βγαίνουν στην αγορά εργασίας. Η υψηλή ανεργία και η επίμονη διαφθορά αποτελούν εκρηκτικό συνδυασμό. Αυτό που μετρά σε μία χώρα είναι να επικρατεί αίσθημα ισότητας και η αίσθηση ότι το παιχνίδι παίζεται με δίκαιους όρους (fair play).
Όταν σε μια κοινωνία όπου οι θέσεις εργασίας σπανίζουν, βρίσκουν δουλειά μόνο όσοι έχουν πολιτικές διασυνδέσεις και όταν σε μια κοινωνία χαμηλού πλούτου οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι συσσωρεύουν χρήματα, είναι επόμενο ότι θα υπάρξει οργή για αυτές τις ανισότητες και τους υπαίτιους των συγκεκριμένων «εγκλημάτων».
Όσο ενάρετη και αν είναι η δημοκρατία –όπως αποδείχθηκε και στην Τυνησία είναι πολύ καλύτερη από οτιδήποτε άλλο- δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πραγματική δημοκρατία σημαίνει πολύ περισσότερα από την περιοδική διενέργεια εκλογών, ακόμη και όταν αυτές διενεργούνται κανονικά. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, η δημοκρατία συνοδεύεται από εντεινόμενες ανισότητες, με αποκορύφωνα το 1% του πληθυσμού να καρπώνεται το ¼ του εθνικού εισοδήματος, με συνέπεια η διανομή του πλούτου να γίνεται ολοένα πιο άνιση.
Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί ζουν χειρότερα σήμερα απ' ό,τι πριν μία δεκαετία, αφού σχεδόν όλα τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης τα καρπώνονται όσοι βρίσκονται στην κορυφή της εισοδηματικής πυραμίδας. Η «αμερικανικού τύπου» διαφθορά περιλαμβάνει δώρα τρισεκατομμυρίων δολαρίων προς τις φαρμακευτικές εταιρείες, εξαγορά των εκλογών με μαζικές προεκλογικές δωρεές και μείωση των φόρων για τους εκατομμυριούχους την ώρα που κόβονται οι παροχές υγείας προς τους φτωχούς.
Επιπλέον, σε πολλές χώρες η δημοκρατία συνοδεύεται από εμφύλιες διαμάχες, φατριασμό και δυσλειτουργικές κυβερνήσεις. Υπό αυτή την έννοια, η Τυνησία έχει ένα θετικό σημείο εκκίνησης: το αίσθημα εθνικής σύμπνοιας που απορρέει από την επιτυχημένη απομάκρυνση του μισητού δικτάτορα. Η Τυνησία πρέπει να βάλει τα δυνατά της να διατηρήσει αυτό το αίσθημα σύμπνοιας, το οποίο προϋποθέτει δέσμευση για διαφάνεια, ανοχή και συμπεριληπτικότητα (inclusiveness) –τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο.
Ένα παιχνίδι με δίκαιους όρους (fair play) προϋποθέτει ελευθερία στην έκφραση, η οποία διασφαλίζεται μόνο μέσω του δημόσιου διαλόγου. Όλοι αναγνωρίζουν την αξία της έννομης τάξης αλλά αυτό που μετράει είναι το είδος της έννομης τάξης που επικρατεί. Οι νόμοι εφαρμόζονται για να διασφαλίζουν το δικαίωμα στις ίσες ευκαιρίες και την ανοχή, αλλά συχνά συντηρούν τις ανισότητες και την εξουσία των ολίγων.
Ίσως η Τυνησία να μην είναι σε θέση να εμποδίσει την κατάληψη της εξουσίας από συγκεκριμένα συμφέροντα. Εάν δεν θεσμοθετηθεί η δημόσια χρηματοδότηση των προεκλογικών εκστρατειών, εάν δεν επιβληθούν περιορισμοί στις ομάδες άσκησης επιρροής (lobbying) και εάν δεν εξαλειφθούν τα συγκοινωνούντα δοχεία ανάμεσα στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορέσει να εμποδίσει κάτι τέτοιο.
Υπάρχουν πολλές εξισορροπητικές κινήσεις που πρέπει να γίνουν: μια ιδιαίτερα ισχυρή κυβέρνηση είναι πιθανό να παραβιάζει τα δικαιώματα των πολιτών, ενώ μια ανίσχυρη κυβέρνηση είναι ανίκανη να αναλάβει τη συλλογική δράση που χρειάζεται για να εξασφαλίσει την ευημερία και την συμπεριληπτικότητα στην κοινωνία -και να εμποδίσει τους ισχυρούς του ιδιωτικού τομέα να κερδίζουν εις βάρος των αδυνάμων και των ανυπεράσπιστων. Η ιστορία της Λατινικής Αμερικής έχει δείξει ότι οι περιορισμοί στη θητεία των κρατικών αξιωμάτων επιφέρει προβλήματα, αλλά η απουσία περιορισμών είναι ακόμη χειρότερη.
Τα συντάγματα, συνεπώς, πρέπει να είναι ευέλικτα. Είναι λάθος να ενισχύονται οι «ιδιοτροπίες» της οικονομικής πολιτικής, όπως η εμμονή της ΕΚΤ με τον πληθωρισμό, την οποία επιτρέπει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρέπει, ωστόσο, να κατοχυρωθούν συγκεκριμένα δικαιώματα, τόσο πολιτικά (ελευθερία στο θρήσκευμα, την έκφραση και τον Τύπο) όσο και οικονομικά. Ένα καλό πεδίο για να ξεκινήσει ο δημόσιος διάλογος στην Τυνησία είναι να αποφασιστεί πόσο θα επεκταθεί το νέο σύνταγμα πέραν των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η Τυνησία έχει τις προϋποθέσεις να κάνει ένα εξαιρετικό ξεκίνημα. Ο λαός της ενέργησε στοχευμένα και συνειδητοποιημένα συστήνοντας μια μεταβατική κυβέρνηση, με καταξιωμένους και ταλαντούχους Τυνήσιους να προσφέρονται να υπηρετήσουν τη χώρα τους σε αυτή την κρίσιμη καμπή της ιστορίας της. Μόνοι τους οι Τυνήσιοι θα οικοδομήσουν το νέο σύστημα, το οποίο θα πρέπει να λειτουργήσει ως λίκνο της δημοκρατίας του 21ου αιώνα.
Από την πλευρά της, η διεθνής κοινότητα -η οποία συχνά υποστηρίζει απολυταρχικά καθεστώτα με το πρόσχημα της σταθερότητας (ή της αρχής ότι «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου»)- έχει σαφή ευθύνη να παρέχει στην Τυνησία οποιαδήποτε βοήθεια χρειαστεί τους επόμενους μήνες ή έτη.
*Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και κάτοχος βραβείου Νόμπελ στα Οικονομικά. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Freefall: Free Markets and the Sinking of the Global Economy» κυκλοφορεί στα Γαλλικά, τα Γερμανικά, τα Ιαπωνικά και τα Ισπανικά.
Copyright: Project Syndicate, 2011