Η κρίση του ευρώ, όπως αποκαλείται, αντιμετωπίζεται ως αμιγώς συναλλαγματική κρίση, ενώ ταυτόχρονα είναι δημοσιονομική ή ακόμη και τραπεζική κρίση. Η πολυπλοκότητα της κατάστασης έχει προκαλέσει σύγχυση και η σύγχυση έχει πολιτικές επιπτώσεις.
Η αλήθεια είναι πως η κρίση που ταλανίζει την Ευρώπη δεν είναι μόνο οικονομική και χρηματοοικονομική αλλά, κατά συνέπεια, και πολιτική. Τα διάφορα κράτη - μέλη έχουν δρομολογήσει αποκλίνουσες πολιτικές, οι οποίες αντανακλούν τις απόψεις και όχι τα πραγματικά εθνικά τους συμφέροντα. Πρόκειται για μια σύγκρουση πεποιθήσεων που σπέρνει τους σπόρους της σοβαρής πολιτικής διαμάχης.
Ουσιαστικά, η λύση που σκοπεύει να εφαρμόσει η Ευρώπη υπαγορεύεται από τη Γερμανία, η οποία διαθέτει τα δημόσια πιστωτικά κεφάλαια που απαιτούνται για κάθε λύση. Η προσπάθεια της Γαλλίας να επηρεάσει το αποτέλεσμα προσέκρουσε τελικά στην εξάρτησή της από τη στενή συμμαχία που διατηρεί με τη Γερμανία για εξασφάλιση της κορυφαίας αξιολόγησης (AAA) για το χρέος της.
Η Γερμανία θεωρεί υπεύθυνες για την κρίση τις χώρες που έχασαν την ανταγωνιστικότητά τους και διόγκωσαν τα χρέη τους. Έτσι, η Γερμανία ρίχνει όλο το βάρος της εξυγίανσης στις χρεωμένες χώρες. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, παραβλέπει το τεράστιο μερίδιο ευθύνης που φέρει ίδια για τη συναλλαγματική, τραπεζική και - γιατί όχι- δημοσιονομική κρίση της ευρωζώνης.
Όταν τέθηκε σε ισχύ το ευρώ, εκτιμάτο ότι θα φέρει σύγκλιση μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιών. Αντί για σύγκλιση, όμως, έφερε απόκλιση. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αντιμετώπιζε τα δημόσια χρέη όλων των κρατών - μελών ως μηδενικού κινδύνου και δέχθηκε επί ίσοις όροις τα κρατικά τους ομόλογα ως εξασφάλιση στο πλαίσιο της διευκόλυνσης χρηματοδότησης. Αυτό ώθησε τις τράπεζες που υποχρεούνταν, βάσει των κριτηρίων ρευστότητας, να διακρατούν τίτλους μηδενικού κινδύνου στη συσσώρευση ομολόγων από τα πιο αδύναμα κράτη - μέλη προκειμένου να κερδίζουν μεγαλύτερες αποδόσεις κατά λίγες μονάδες βάσης.
Το αποτέλεσμα ήταν να μειωθούν τα επιτόκια και να δημιουργηθούν φούσκες στην αγορά ακινήτων των λεγόμενων κρατών PIIGS (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία), την ώρα που το κόστος της επανένωσης ανάγκαζε τη Γερμανία να σφίξει το ζωνάρι. Έτσι δημιουργήθηκαν αποκλίσεις στην ανταγωνιστικότητα και επήλθε τραπεζική κρίση στην Ευρώπη, η οποία έπληξε τις γερμανικές τράπεζες περισσότερο από τις υπόλοιπες.
Στην πραγματικότητα, η Γερμανία διασώζει τα υπερχρεωμένα κράτη με σκοπό να προστατέψει το δικό της τραπεζικό σύστημα. Το υπέρογκο χρέος της Ιρλανδίας, για παράδειγμα, δημιουργήθηκε μετά από πιέσεις που ασκούσαν οι αρχές της ευρωζώνης στην Πορτογαλία να κρατικοποιήσει τις τράπεζές της, ως προϋπόθεση για να παραμείνουν βιώσιμες, με απώτερο στόχο τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος. Καθώς, όμως, οι ρυθμίσεις που επιβλήθηκαν από τη Γερμανία έχουν σκοπό να προστατέψουν το τραπεζικό σύστημα καθιστώντας τα κρατικά ομόλογα σε κυκλοφορία «ιερά», οι χρεωμένες χώρες είναι αναγκασμένες να σηκώνουν ολόκληρο το βάρος της εξυγίανσης.
Αυτό είναι ένα κατάλοιπο της διεθνούς τραπεζικής κρίσης του 1982, όταν η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δάνεισαν αρκετά χρήματα στις χρεωμένες χώρες για να εξυπηρετήσουν το χρέος τους μέχρι να μπορέσουν οι τράπεζες να συγκεντρώσουν αρκετά αποθεματικά για να ανταλλάξουν τους επισφαλείς χρεωστικούς τίτλους τους με ομόλογα Brady το 1989. Το αποτέλεσμα ήταν μια ολόκληρη «χαμένη δεκαετία» για τις οικονομίες της Λατινικής Αμερικής. Στην ουσία, οι σημερινές ρυθμίσεις τιμωρούν τις χρεωμένες χώρες ακόμη πιο αυστηρά από τη δεκαετία του 1980, καθώς μετά το 2013 θα αναγκάζονται να πληρώνουν τεράστια πριμ κινδύνου.
Ωστόσο, αποτελεί οξύμωρο σχήμα από τη μία να διασώζεται το τραπεζικό σύστημα -για ακόμη μια φορά- και από την άλλη να εξαναγκάζονται οι κάτοχοι κρατικών ομολόγων να συμμετέχουν στο κόστος της διάσωσης με την επιβολή ρητρών συλλογικής δράσης από το 2013. Επιπλέον, οι απαιτήσεις ανταγωνιστικότητας που ζήτησε η Γερμανία δημιουργούν ένα παιχνίδι με άνισους όρους, καθώς θέτουν τις ελλειμματικές χώρες σε μη βιώσιμη θέση. Το αποτέλεσμα ήταν να παρασυρθεί στην κρίση του ευρώ ακόμη και η Ισπανία, η οποία έχει χαμηλότερο δανειακό συντελεστή από τη Γερμανία. Αυτό που θα βιώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι ακόμη χειρότερο από μία «χαμένη δεκαετία»: θα βιώσει μια χρονική απόκλιση, καθώς οι πλεονασματικές χώρες θα προχωρούν δυναμικά μπροστά, ενώ οι ελλειμματικές χώρες θα μένουν πίσω εξαιτίας της υπέρογκης δανειακής τους επιβάρυνσης.
Μπορεί η Γερμανία να επιβάλλει αυτές τις ρυθμίσεις μετά από τις αφόρητες πιέσεις στο εσωτερικό της, αλλά ο γερμανικός λαός δεν ξέρει την αλήθεια και είναι λογικό να λειτουργεί υπό καθεστώς σύγχυσης. Οι κανονισμοί που θα τεθούν σε ισχύ στα τέλη Μαρτίου, οι οποίοι αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της Ευρώπης δύο ταχυτήτων, θα προκαλέσουν αίσθημα αγανάκτησης, το οποίο διακυβεύει την πολιτική συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για το λόγο αυτό είναι επιβεβλημένες δύο θεμελιώδεις τροποποιήσεις. Καταρχάς, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, εκτός από τα κράτη μέλη, θα πρέπει να σώσει και το τραπεζικό σύστημα. Με αυτόν τον τρόπο, το δημόσιο χρέος θα αναδιαρθρωθεί χωρίς να πυροδοτήσει κρίση στον τραπεζικό κλάδο. Παρά την πρόσθετη αυτή χρησιμότητα, το κεφάλαιο του ταμείου διάσωσης θα παραμείνει αμετάβλητο, καθώς, κάθε ποσό που θα χρησιμοποιείται για την αναδιάρθρωση κεφαλαίων ή τη ρευστοποίηση τραπεζών, θα μειώνει το ποσό που θα χρειάζονται οι κυβερνήσεις.
Εάν το τραπεζικό σύστημα τεθεί υπό την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντί να επαφίεται στις εθνικές αρχές, θα συντελεστεί μια θεμελιώδης βελτίωση που θα συμβάλλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Επιπλέον, θα έχει το καλό ότι θα διαφωτίσει τον γερμανικό λαό σχετικά με τις πραγματικές προθέσεις που βρίσκονται πίσω από το εγχείρημα της διάσωσης.
Δεύτερον, για να είναι δίκαιοι οι κανόνες του παιχνιδιού, θα πρέπει να μηδενιστεί το πριμ κινδύνου επί του κόστους δανεισμού για τα κράτη που τηρούν τους κανονισμούς. Αυτό μπορεί να συνοδευτεί με μετατροπή του δανειακού τους βάρους σε ευρωομόλογα. Οι μονωμένες χώρες θα πρέπει να εκδώσουν τα δικά τους ομόλογα, τα οποία θα συνοδεύονται από ρήτρες συλλογικές δράσης, ενώ θα προβλέπουν καταβολή πριμ κινδύνου μόνο για τα ποσά που υπερβαίνουν το ανώτατο όριο του δημόσιου χρέους (60% επί του ΑΕΠ) βάσει των κριτηρίων του Μάαστριχτ.
Το πρώτο βήμα μπορεί και πρέπει να γίνει άμεσα, ενώ το δεύτερο θα πρέπει να περιμένει. Ο γερμανικός λαός θα δυσκολευτεί πολύ να το αποδεχθεί, ωστόσο, είναι επιβεβλημένο προκειμένου να γίνουν δίκαιοι οι όροι του παιχνιδιού στην Ευρώπη.
Η ΕΕ έχει χτιστεί βήμα προς βήμα και οι αρχιτέκτονές της γνώριζαν εκ των προτέρων ότι κάθε βήμα είναι ανεπαρκές και θα χρειαστούν πρόσθετα βήματα. Ήταν, ωστόσο, πεπεισμένοι ότι, όταν θα έρχονταν η κατάλληλη στιγμή για τη διόρθωση κάποιας αδυναμίας, θα υπήρχε η πολιτική βούληση που απαιτείται.
Αυτή τη φορά, όμως, η προοπτική της Ευρώπης δύο ταχυτήτων θα υπονομεύσει την πολιτική συνοχή της Ευρώπης -και μαζί με αυτή την ικανότητά της να ενεργεί με ομοφωνία όταν χρειάζεται. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, παράλληλα με την εφαρμογή του μηχανισμού επίλυσης κρίσεων της ΕΕ, θα πρέπει να αναγνωριστεί και η ανάγκη για ένα επόμενο βήμα στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Διαφορετικά, τα ελλειμματικά κράτη δεν θα έχουν λόγο να ελπίζουν, θεωρώντας ότι ακόμη και εάν προσπαθήσουν σκληρά δεν θα καταφέρουν να βγουν μια μέρα από τη δύσκολη θέση.
Ο Τζορτζ Σόρος είναι πρόεδρος του Soros Fund Management.
Copyright: Project Syndicate, 2011.