Οι επιπτώσεις από το σεισμό στην Ιαπωνία - ακόμη περισσότερο από την κρίση στον πυρηνικό σταθμό της Φουκουσίμα - ηχούν απειλητικά στα αυτιά όσων έχουν παρακολουθήσει το κραχ στο χρηματοοικονομικό τομέα πριν από τη Μεγάλη Ύφεση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και τα δύο αυτά γεγονότα δίνουν σαφή μαθήματα για το πόσο μεγάλοι κίνδυνοι ελλοχεύουν και πόσο ανεπιτυχής είναι η διαχείρισή τους από τις αγορές και τις κοινωνίες.
Υπό μία έννοια, βέβαια, δεν μπορεί να υπάρξει σύγκριση ανάμεσα στην τραγωδία ενός σεισμού, ο οποίος άφησε πίσω του περισσότερους από 25.000 νεκρούς ή αγνοούμενους, και στη χρηματοοικονομική κρίση, η οποία δεν μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια τρομαχτική καταστροφή. Με την πυρηνική καταστροφή της Φουκουσίμα, όμως, μπορούν να βρεθούν κοινά χαρακτηριστικά.
Οι ειδικοί, τόσο του πυρηνικού όσο και του χρηματοοικονομικού κλάδου, μας είχαν διαβεβαιώσει ότι η τεχνολογική πρόοδος έχει σχεδόν εξαλείψει τον κίνδυνο της καταστροφής. Τα γεγονότα, όμως, απέδειξαν το αντίθετο: ότι όχι μόνο ο κίνδυνος εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά ότι οι επιπτώσεις είναι τόσο σφοδρές που μπορούν εύκολα να αντισταθμίσουν τα υποτιθέμενα οφέλη των συστημάτων που επικαλούνται οι ηγέτες του εκάστοτε κλάδου.
Πριν από τη Μεγάλη Ύφεση, οι γκουρού της αμερικανικής οικονομίας -από τον διοικητή της Fed ως τους γίγαντες του χρηματοοικονομικού κλάδου- περηφανεύονταν ότι είχαν καταφέρει να τιθασεύουν τους κινδύνους. Με τα «καινοτόμα» χρηματοοικονομικά εργαλεία, όπως είναι τα παράγωγα προϊόντα και τα CDS, ήταν δυνατή η διασπορά του κινδύνου στο σύνολο της οικονομίας. Τώρα ξέρουμε πως δεν ενέπαιζαν μόνο την υπόλοιπη κοινωνία, αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς τους.
Όπως αποδείχθηκε, όλοι αυτοί οι μάγοι των χρηματοοικονομικών δεν αντιλαμβάνονται την πολυδιάστατη φύση των κινδύνων, για να μην σχολιάσουμε τους κινδύνους που απορρέουν από τα «fat-tail distributions» (στατιστικός όρος που περιγράφει σπάνια γεγονότα με τεράστιο αντίκτυπο, γνωστά και ως «μαύροι κύκνοι). Τα γεγονότα που υποτίθεται ότι συμβαίνουν μια φορά στα 100 χρόνια -ή ακόμη και μια φορά στη ζωή ενός σύμπαντος- εμφανίζονται κάθε 10 χρόνια. Το χειρότερο δε ήταν ότι δεν ήταν υποτιμημένη μόνο η συχνότητα αυτών των γεγονότων αλλά και η ασύλληπτη ζημιά που μπορούν να προκαλέσουν. Κάτι αντίστοιχο, δηλαδή, με την τήξη των πυρήνων των πυρηνικών αντιδραστήρων, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί τον εφιάλτη της πυρηνικής βιομηχανίας.
Η μελέτη της οικονομικής επιστήμης και της ψυχολογίας μάς βοηθούν να κατανοήσουμε γιατί κάνουμε τόσο κακή διαχείριση αυτών των κινδύνων. Έχουμε ελάχιστη εμπειρική γνώση για να αξιολογήσουμε τόσο σπάνια γεγονότα, συνεπώς είναι δύσκολο να κάνουμε καλές εκτιμήσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, το βάρος πέφτει στους ευσεβείς πόθους: ίσως, τελικά, να μην έχουμε κίνητρο να σκεφτούμε το χειρότερο. Αντιθέτως, όταν οι άλλοι επωμίζονται το κόστος των λαθών, υπάρχουν κίνητρα για αυταπάτη. Σ' ένα σύστημα που κοινωνικοποιεί τις ζημιές και ιδιωτικοποιεί τα κέρδη, η κακοδιαχείριση των κινδύνων είναι προδικασμένη.
Πράγματι, ο χρηματοοικονομικός τομέας βούιζε από τα προβλήματα και τις επιπτώσεις που είχε η δράση των οίκων αξιολόγησης. Οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης είχαν το κίνητρο για να αξιολογούν θετικά τίτλους υψηλού κινδύνου που πωλούσαν οι επενδυτικές τράπεζες που τους χρηματοδοτούσαν. Στις στεγαστικές τράπεζες δεν επιβάλλονταν κυρώσεις για την ανεύθυνη συμπεριφορά τους και ακόμη και αυτοί που εφάρμοζαν καταχρηστικές πρακτικές δανεισμού (predatory lending) ή δημιουργούσαν και πουλούσαν τίτλους που είχαν σχεδιαστεί για να είναι ζημιογόνοι, το έκαναν με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι κατοχυρωμένοι έναντι διώξεων αστικού ή ποινικού κώδικα.
Έτσι ανακύπτει το επόμενο ερώτημα: μας περιμένουν και άλλοι «μαύροι κύκνοι»; Δυστυχώς, ορισμένοι από τους πραγματικά μεγάλους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε σήμερα δεν αποτελούν καν σπάνια γεγονότα. Το καλό είναι ότι αυτοί οι κίνδυνοι μπορούν να τεθούν υπό έλεγχο με μικρό ή μηδενικό κόστος. Το κακό είναι ότι κάτι τέτοιο θα εγείρει έντονες πολιτικές αντιδράσεις από εκείνη τη μερίδα πολιτών που επωφελούνται από το status quo.
Τα τελευταία χρόνια ήρθαμε αντιμέτωποι με δύο τέτοιους μεγάλους κινδύνους αλλά κάναμε ελάχιστα για να τους θέσουμε υπό έλεγχο. Σύμφωνα με τα όσα γνωρίζουμε, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η πρόσφατη κρίση έχει αυξήσει τον κίνδυνο κατάρρευσης του χρηματοοικονομικού κλάδου στο μέλλον.
Οι τράπεζες «που είναι πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν» και οι αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνται γνωρίζουν πλέον ότι σε περίπτωση που «μπλέξουν» κατά πάσα πιθανότητα θα διασωθούν. Το αποτέλεσμα αυτού του «ηθικού κινδύνου» είναι ότι αυτές οι τράπεζες δανείζονται με ευνοϊκούς όρους, γεγονός που τους εξασφαλίζει το συγκριτικό πλεονέκτημα, το οποίο όμως δεν απορρέει από τις ανώτερες αποδόσεις τους αλλά από την πολιτική τους ισχύ. Παρότι οι υπερβολές στην ανάληψη κινδύνων έχουν περιοριστεί ως ένα βαθμό, ο καταχρηστικός δανεισμός και το ανεξέλεγκτο trading με «σκοτεινά» παράγωγα στην εξωχρηματιστηριακή αγορά καλά κρατούν. Οι μηχανισμοί που ενθαρρύνουν την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων παραμένουν ουσιαστικά αμετάβλητοι.
Αντιστοίχως, παρότι στη Γερμανία αποφασίστηκε η διακοπή της λειτουργίας όλων των πυρηνικών της αντιδραστήρων, στις ΗΠΑ και άλλα κράτη εξακολουθούν να λειτουργούν πυρηνικά εργοστάσια που έχουν εξίσου ελαττωματική σχεδίαση με τους σταθμούς της Φουκουσίμα. Η ίδια η ύπαρξη του πυρηνικού κλάδου στηρίζεται σε αφανείς δημόσιες επιδοτήσεις. Πρόκειται για το κόστος που επωμίζεται το κοινωνικό σύνολο σε περίπτωση μιας πυρηνικής καταστροφής, καθώς και για το κόστος της εναπόθεσης των πυρηνικών αποβλήτων, η οποία παραμένει μη διαχειρίσιμη. Όλα αυτά στο όνομα του απρόσκοπτου καπιταλισμού!
Για τον κόσμο μας, ωστόσο, υπάρχει ένας ακόμη κίνδυνος, ο οποίος, όπως και οι άλλοι δύο, αποτελούν βεβαιότητα: υπερθέρμανση του πλανήτη και κλιματική αλλαγή. Εάν υπήρχαν άλλοι πλανήτες στους οποίους θα μπορούσαμε να μετακομίσουμε με χαμηλό κόστος σε περίπτωση που οδηγηθούμε στην αναπόφευκτη, σύμφωνα με τους επιστήμονες, κατάληξη, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι αξίζει να πάρουμε το ρίσκο. Εφόσον, όμως, δεν υπάρχουν τέτοιοι πλανήτες, το ρίσκο δεν αξίζει.
Το κόστος μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ωχριά μπροστά στους πιθανούς κινδύνους που αντιμετωπίζει ο πλανήτης. Αυτό ισχύει ακόμη και εάν αποκλείσουμε την επιλογή της πυρηνικής ενέργειας (το κόστος της οποίας συστηματικά υποεκτιμάται). Το σίγουρο είναι ότι ο αντίκτυπος για τις εταιρείες λιθάνθρακα και πετρελαίου θα είναι τεράστιος, ενώ οι χώρες που ρυπαίνουν περισσότερο, όπως οι ΗΠΑ, θα καταβάλουν προφανώς μεγαλύτερο τίμημα από όσους ακολουθούν έναν λιγότερο άσωτο τρόπο ζωής.
Σε τελευταία ανάλυση, όσοι τζογάρουν στο Λας Βέγκας χάνουν περισσότερα απ' όσα κερδίζουν. Ως κοινωνία, τζογάρουμε –με τις μεγάλες τράπεζες, τους πυρηνικούς σταθμούς, τον κόσμο μας. Όπως και στο Λας Βέγκας, οι ελάχιστοι που κερδίζουν, όπως οι τραπεζίτες που θέτουν σε κίνδυνο την οικονομία μας ή οι ιδιοκτήτες των εταιρειών ενέργειας που θέτουν σε κίνδυνο τον κόσμο, ίσως καταφέρουν να «την βγάλουν καθαρή». Είναι σχεδόν βέβαιο, όμως, ότι εμείς, το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο θα χάσουμε, όπως συμβαίνει και με τη συντριπτική πλειονότητα των τζογαδόρων. Αν και θα έπρεπε να πάρουμε αυτό το μάθημα από την καταστροφή στην Ιαπωνία, επιμένουμε να το παραβλέπουμε με δική μας ευθύνη.
*Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και κάτοχος βραβείου Νόμπελ στα Οικονομικά. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Freefall: Free Markets and the Sinking of the Global Economy» κυκλοφορεί στα Γαλλικά, τα Γερμανικά, τα Ιαπωνικά και τα Ισπανικά.
Copyright: Project Syndicate, 2011