Τις τελευταίες δεκαετίες, περισσότερα από 900 είδη-εισβολείς έχουν «μετακομίσει» στη Μεσόγειο και, από αυτά, πολλά έχουν εγκατασταθεί ή ακόμη και επικρατήσει εις βάρος άλλων ειδών. Έλληνας ερευνητής από το Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ προειδοποιεί ότι, εξαιτίας αυτής της μετακίνησης, φυτά και ζώα έχουν υποστεί αλλαγές, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις, έχουν μεταβληθεί ολόκληρες διατροφικές αλυσίδες.
«Η Μεσόγειος είναι η θάλασσα με τους περισσότερους εισβολείς παγκοσμίως», λέει ο Στέφανος Καλογήρου, ερευνητής στο Τμήμα Θαλάσσιας Οικολογίας του σουηδικού πανεπιστημίου. «Από τη στιγμή που τα είδη εδραιώνονται στη Μεσόγειο, είναι σχεδόν αδύνατο να εξουδετερωθούν».
Έπειτα από μελέτη που διήρκεσε τέσσερα χρόνια, σε συνεργασία με το Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών, ο ίδιος και οι συνεργάτες του κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το πρόβλημα έχει τις ρίζες του στην κατασκευή της Διώρυγας του Σουέζ, που δημιούργησε μία θαλάσσια οδό, η οποία συνδέει τη Μεσόγειο με την Ερυθρά Θάλασσα και, από εκεί, με τον Ινδικό Ωκεανό. Η ακτοπλοϊκή κίνηση στην περιοχή συνεχίζει να διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στην εισαγωγή αλλοχθόνων ειδών, δηλαδή ειδών που δεν «ανήκουν» στη Μεσόγειο.
Παρότι το πέρασμα είναι ανοιχτό εδώ και περισσότερα από 150 χρόνια, οι επιστήμονες γνωρίζουν ελάχιστα για τον αριθμό των ειδών που έχουν εισαχθεί στην περιοχή ή για τις επιπτώσεις της εκεί παρουσίας τους. Σύμφωνα πάντως με τα μέχρι τώρα συμπεράσματα της ομάδας του Καλογήρου, φαίνεται πως κάποια αλλόχθονα είδη φθάνουν σε σημείο να κυριαρχούν επί των αυτοχθόνων, όπως π.χ. συμβαίνει στην περίπτωση του ιδιαίτερα επικίνδυνου δηλητηριώδους σπονδυλωτού pufferfish. Aλλα, όπως το μπαρακούντα ή η φιστουλάρια, τρέφονται με ψάρια. Σε κάθε περίπτωση, όπως σημειώνεται στην έκθεση, «είναι προφανές ότι η διατροφική αλυσίδα μεταβάλλεται, όμως η έλλειψη άλλων ερευνών, έδρασε περιοριστικά για τα συμπεράσματά μας».
Η περίπτωση του pufferfish υπογραμμίζεται καθώς το δηλητήριό του μπορεί να οδηγήσει σε μυική παράλυση και αναπνευστική ανακοπή, προκαλώντας ακόμη και το θάνατο. Ο Καλογήρου σημειώνει ότι στις παραθαλάσσιες περιοχές που μελέτησε, η παρουσία του ψαριού αυτού, φαίνεται πως έχει οικολογικές, αλλά και κοινωνικές επιπτώσεις. Το πρόβλημα, κατά τον ίδιο, επιτείνει «η έλλειψη βασικών γνώσεων γύρω από τη μεθοδολογία παρακολούθησης συγκεκριμένων χαρακτηριστικών των αλλοχθόνων ειδών και την αξιολόγηση κινδύνου».