Κρίσιμες χαρακτήρισε ο Πρωθυπουργός τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες, σημειώνοντας ότι η διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας για το νέο πακέτο βοήθειας δεν έχει ολοκληρωθεί. Δήλωσε παράλληλα πρόθυμος να εξετάσει το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος και απήθυνε νέα έκκληση για συναίνεση.
«Σήμερα, διακυβεύεται από τις αποφάσεις μας, αλλά και από την εν γένει στάση μας μέχρι το Συμβούλιο Κορυφής, η ίδια η πατρίδα μας και το μέλλον της, καθώς η διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας δεν έχει ολοκληρωθεί», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Παπανδρέου στη διάρκεια της μαραθώνιας συνεδρίασης του άτυπου υπουργικού συμβουλίου.
Υπογράμμισε ότι η χρεοκοπία της χώρας έχει αποφευχθεί μέχρι σήμερα αλλά παραμένει ως «διακύβευμα», ενώ παραδέχθηκε ότι τέθηκε θέμα παραμονής της χώρας στο ευρώ, και η διασφάλισή της αποτέλεσε τη δεύτερη στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης, μετά την αποτροπή της χρεοκοπίας.
«Επιμένω στην ευρύτερη δυνατή συναίνεση»
Ο Πρωθυπουργός επέμεινε στην ανάγκη της ευρύτερης δυνατής συνεργασίας των πολιτικών δυνάμεων του Κοινοβουλίου, κάνοντας λόγο για ιστορικές αποφάσεις και ιστορική στάση όλων.
Kαι κατά τη δευτερολογία του ο κ. Παπανδρέου τόνισε πως η ανάγκη συναίνεσης και εθνικής συνεννόησης «παραμένει εθνική ανάγκη», στην οποία, όπως είπε, θα έπρεπε να έχουν ήδη ανταποκριθεί οι άλλες δυνάμεις.
Ο Γ. Παπανδρέου δήλωσε «ανοιχτός προς όλα τα κόμματα για συζητήσεις και από κοινού επεξεργασία θέσεων για το ζήτημα των μεγάλων αλλαγών, αλλά και για το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα» και στο πλαίσιο αυτό πρότεινε και πάλι στα κόμματα να κάνουν «κοινές διαπραγματεύσεις με την τρόικα, προκειμένου να μεγιστοποιήσουμε τα οφέλη για τη χώρα και τους Έλληνες πολίτες».
«Ακόμα και τώρα καλώ όλα τα υπόλοιπα κόμματα της Βουλής να κλείσουμε τη διαπραγμάτευση μαζί. Με όποιο τρόπο θέλουν, ακόμα και με κοινές ομάδες εργασίας, όπως έχω ήδη προτείνει και έχουμε ήδη συζητήσει στη σύσκεψη των Πολιτικών Αρχηγών», ανέφερε.
Δεν προτίθεται να ζητήσει πλειοψηφία 180 ψήφων
Ο κ. Παπανδρέου δήλωσε ακόμη ότι θα επιδιώξει την υπερψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος από μια ευρεία πλειοψηφία στη Βουλή, διευκρινίζοντας ότι δεν μιλά για την απαίτηση να υπερψηφιστεί το Πρόγραμμα με 180 ψήφους.
«Δεν κάνουμε εκβιασμούς. Θεωρούμε ότι όλοι κατανοούν την εθνική ευθύνη. Το θέμα δεν είναι αριθμητικό, αλλά πολιτικό. Μιλώ για την καλλιέργεια της εθνικής συνεννόησης. Για την οποία θα συνεχίζω να δουλεύω», τόνισε.
Επιμένοντας στην ανάγκη στήριξης του μεσοπρόθεσμου προγράμματος από «ευρεία πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία», σημείωσε ότι η κυβέρνηση επαναδιαπραγματεύεται συνεχώς, χωρίς να περιμένει υποδείξεις από κανέναν και εξέφρασε την πεποίθησή του ότι το ΠΑΣΟΚ και η Κ.Ο του, θα στηρίξουν την προσπάθεια της κυβέρνησης.
«Η στάση μας και οι αποφάσεις μας, τόσο ως κυβέρνηση όσο και στην Κ.Ο. αυτές τις μέρες έχουν ιστορική σημασία», διεμήνυσε χαρακτηριστικά.
«Δεν δεχόμαστε τη λογική των Επιτρόπων»
Διέψευσε επίσης τα περί τοποθέτησης Επιτρόπων. «Δεν δεχόμαστε και ποτέ δεν δεχθήκαμε αυτή τη λογική των Επιτρόπων...δεν δεχόμαστε οτιδήποτε που θα μειώσει τη δική μας αξιοπρέπεια, τα δικά μας βασικά κυριαρχικά δικαιώματα, είτε είναι η ψήφος, είτε είναι οι Επίτροποι, είτε είναι άλλες συμπεριφορές, ή απαιτήσεις παρόμοιας υφής», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Όπως διευκρίνισε, αυτό που έχει ζητήσει από κράτη - μέλη της ΕΕ είναι να έρθουν εμπειρογνώμονες «για να αξιοποιήσουμε την τεχνογνωσία τους σε διάφορους τομείς που χωλαίνουμε».
Εξετάζεται το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος
Εμφανίστηκε παράλληλα πρόθυμος να εξετάσει το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος με στόχο την ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Ζήτησε μάλιστα από τον Υπουργό Εσωτερικών να φέρει τις απαραίτητες νομοθετικές ρυθμίσεις που επιτρέπουν να εφαρμοστεί όταν χρειαστεί αυτή τη δημοκρατική πρόβλεψη του σημερινού Συντάγματος.
«Οι αλλαγές προϋποθέτουν μια νέα θέσμιση αν θέλετε, της ελληνικής δημοκρατίας, όχι την κατάλυσή της. Όχι τη βία, αλλά τη συμμετοχή και τη συνεργασία. Όχι την αυθαιρεσία, αλλά την ευνομία και την αλλαγή, τη δημοκρατική αλλαγή», επισήμανε ο Πρωθυπουργός.
«Δικαίως πολλοί αγανακτούν με όσα βιώνουν»
Στη διάρκεια της εισήγησής του ο κ. Παπανδρέου αναφέρθηκε και στο κίνημα των «Αγανακτισμένων», αναγνωρίζοντας ότι «δικαίως πολλοί αγανακτούν με όσα βιώνουν».
«Αυτό το κίνημα να εξελιχθεί σε ένα πραγματικό κίνημα πολιτών που αντιδρούν σε κάθε ανομία, κάθε παρανομία, κάθε ρουσφέτι, κάθε χαριστική μεταχείριση, κάθε περιστατικό διαφθοράς, αυθαιρεσίας, αδικίας. Κάθε φακελάκι, κάθε συναλλαγή κάτω από το τραπέζι, κάθε πρακτική που μας υποτιμά και δεν μας σέβεται», παρατήρησε.
Υποστήριξε ακόμη ότι «ακόμα καλύτερο είναι αυτή η αγωνία να γίνει πρόταση και δράση, συμμετοχή για να βρούμε μαζί με τους πολίτες συγκεκριμένες λύσεις».
Κάνοντας αυτοκριτική επισήμανε ότι η κυβέρνηση αφιέρωσε, αναγκαστικά βέβαια όπως είπε, πολύ χρόνο να σώσει την Ελλάδα από την χρεοκοπία, να διαπραγματεύεται σκληρά και να εγγυηθεί ασφάλεια για την ελληνική οικονομία αλλά και την κάθε οικογένεια.
«Δεν καταφέραμε να φέρουμε άμεσα στην κοινωνία μια νέα αίσθηση δικαίου, ευνομίας, δημοκρατικής λογοδοσίας. Αντιθέτως, δικαίως αισθάνονται αρκετοί πολίτες ότι σήμερα πληρώνουν "το μάρμαρο" ενός παρωχημένου συστήματος, για να σώσουν την Ελλάδα από τον όλεθρο μιας χρεοκοπίας», παραδέχθηκε.
Κατά τη δευτερολογία του ο Πρωθυπουργός αναφέρθηκε στην ανάγκη «επαναθεμελίωσης της Δημοκρατίας μας»: Είναι απαραίτητο, τόνισε, «ώστε να αποτινάξουμε οριστικά τις πελατειακές σχέσεις, την αδιαφάνεια, τις εξαρτήσεις, την εκτεταμένη ανομία, την ατιμωρησία και τη διαφθορά».
Καταλήγοντας, εξέφρασε την ικανοποίησή του για τη συζήτηση που έγινε και σημείωσε πως υπήρξε συμφωνία όλων ότι «το πρόβλημα της χώρας δεν είναι απλώς το άμεσο και ζωτικό πρόβλημα του χρέους, είναι η ανάγκη για ριζικές ανατροπές σε ένα πολιτικό και θεσμικό σύστημα που έχει χρεοκοπήσει» - αλλαγές τις οποίες, όπως υποστήριξε, η κυβέρνηση ξεκίνησε, αλλά δεν κατόρθωσε να προχωρήσει όσο θα ήθελε, αποδίδοντας την καθυστέρηση αυτή στην «αναγκαστική ενασχόληση με τον κίνδυνο της χρεοκοπίας που ξαφνικά αντικρίσαμε μετά τις εκλογές».