Οι αριθμοί είναι ασύλληπτοι. Προσπαθήστε να φανταστείτε όμως τέσσερις φορές τον πληθυσμό της Ελλάδας να εκτοπίζεται «καταδιωκόμενος» από πλημμύρες, σεισμούς, καταιγίδες.
Σύμφωνα με τους ειδικούς του Κέντρου Παρακολούθησης Εσωτερικού Εκτοπισμού, το περασμένο έτος φυσικές καταστροφές ανάγκασαν 42 εκατομμύρια ανθρώπους - υπερδιπλάσιους σε σχέση με το 2009- να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Ένα από τα αίτια αυτής της δραματικής αύξησης, ισχυρίζονται, είναι η κλιματική αλλαγή και καλούν τη διεθνή κοινότητα να καταβάλει μεγαλύτερες προσπάθειες για την ανάσχεσή της.
Το 2008 εκτοπίστηκαν περίπου 36 εκατομμύρια άνθρωποι και το επόμενο έτος 17 εκατομμύρια. Η νέα αύξηση οφείλεται, σύμφωνα με την οργάνωση, στις συνέπειες «υπερ-καταστροφών», όπως οι πλημμύρες στην Κίνα και στο Πακιστάν και οι σεισμοί σε Αϊτή και Χιλή. Συνολικά, κατά την ίδια πηγή, τα τελευταία είκοσι χρόνια, οι μεγάλες καταστροφές έχουν διπλασιαστεί - στις 400 το χρόνο κατά μέσο όρο. 9 στις 10 από αυτές οφείλονται σε ακραία καιρικά φαινόμενα.
«Τα ακραία καιρικά φαινόμενα γίνονται όλο και πιο έντονα, όλο και πιο συχνά – και αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί», λέει η γραμματέας του Νορβηγικού Συμβουλίου Προσφύγων Ελίζαμπεθ Ράσμουσον. «Κατά πάσα πιθανότητα, ο αριθμός αυτών που πλήττονται και εκτοπίζονται θα αυξηθεί, καθώς η κλιματική αλλαγή που οφείλεται σε ανθρώπινες δραστηριότητες γίνεται όλο και πιο αισθητή».
Στη μελέτη τους, οι ερευνητές του Κέντρου Παρακολούθησης Εσωτερικού Εκτοπισμού βρήκαν επίσης ότι το 2010, 108 εκατομμύρια άνθρωποι - επτά εκατομμύρια περισσότεροι σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά- επλήγησαν από τις συνέπειες της ξηρασίας.
Τα συμπεράσματα συμπληρώνουν τις εκτιμήσεις που παρουσίασε πριν από λίγους μήνες ο ασφαλιστικός όμιλος Munich RE: το 2010, οι οικονομικές απώλειες εξαιτίας των φυσικών καταστροφών άγγιξαν τα 130 δισεκατομμύρια δολάρια.
Από το βήμα διάσκεψης στο Όσλο, ο Ύπατος Αρμοστής των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες Αντόνιο Γκουτιέρες χαρακτήρισε τον εκτοπισμό που αποδίδεται στην κλιματική αλλαγή την «πιο καθοριστική πρόκληση της εποχής μας» και κατηγόρησε τη διεθνή κοινότητα ότι δεν έχει την πολιτική βούληση να δράσει με στόχο την επιβράδυνση της κλιματικής αλλαγής.