Tα εύθραυστα και υπερχρεωμένα κράτη- με επικεφαλής την Ιταλία και την Ελλάδα- φαίνεται ότι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ακολουθούν οδυνηρά προγράμματα λιτότητας.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το υπενθύμισε στην ιταλική κυβέρνηση. Για να ικανοποιήσει το εκλογικό του σώμα, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι προσπάθησε να κάνει πίσω, ιδιαίτερα στη φορολογία των υψηλών εισοδημάτων. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν-Κλοντ Τρισέ επισήμανε αμέσως ότι το παιχνίδι αυτό είναι επικίνδυνο και υπονομεύει την αξιοπιστία της χώρας στις αγορές.
Είτε το θέλουν οι ηγέτες όμως είτε όχι, οι επενδυτές έχουν μια τρομερή δύναμη. Η παραμικρή ανησυχία για την κατάσταση της ιταλικής οικονομίας τους απομακρύνει από τα ιταλικά ομόλογα. Το αποτέλεσμα είναι να εκτοξεύεται το κόστος δανεισμού. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ελλάδα. Τα χειρότερα σενάρια βγαίνουν ξανά στην επιφάνεια. Κι ύστερα, το κύμα δυσπιστίας μπορεί να επεκταθεί στην Ισπανία, την Πορτογαλία και, γιατί όχι, τη Γαλλία.
Για την ΕΚΤ, άλλη λύση δεν υπάρχει. «Θέλει κανείς να γνωρίσει τη μοίρα της Αργεντινής;» διερωτάται ένας αξιωματούχος της τράπεζας. Αφού κήρυξε στάση πληρωμών το 2001, η χώρα αυτή γνώρισε τον επόμενο χρόνο ύφεση 11%. Αλλες χώρες, πάλι, πέρασαν τη δοκιμασία με επιτυχία. Το 2008 και το 2009, οι βαλτικές χώρες υιοθέτησαν σκληρά μέτρα για να μειώσουν τα ελλείμματά τους, αλλά το 2011 η ανάπτυξη επανήλθε.
Πρέπει, λοιπόν, να δίνεται απόλυτη προτεραιότητα στη μείωση των ελλειμμάτων; Πολλοί οικονομολόγοι έχουν επιφυλάξεις. «Υπάρχει κίνδυνος να κατασκευάσουμε το τρίτο επεισόδιο της κρίσης», λέει ο οικονομολόγος Ντανιέλ Κοέν, καθηγητής στην Ecole normale superieure. Κατά την άποψή του, τα προγράμματα λιτότητας είναι αποτελεσματικά, μόνο όταν εφαρμόζονται μεμονωμένα. Η χώρα υποφέρει, αλλά η ανταγωνιστικότητά της αυξάνεται και οι εξαγωγές της αυξάνονται. Αν όμως όλοι οι εταίροι ακολουθούν μια πολιτική λιτότητας, η άσκηση γίνεται αντιπαραγωγική.
Το κακό είναι ότι σήμερα ολόκληρη η Ευρώπη ακολουθεί μια πολιτική λιτότητας. Σύμφωνα με τον οικονομολόγο Πατρίκ Αρτίς, από την εταιρεία Natixis, το αποτέλεσμα είναι το εξής: αν σε μια «φυσιολογική» περίοδο η μείωση του ελλείμματος κατά μία μονάδα του ΑΕΠ κοστίζει 0,6 της μονάδας στον τομέα της ανάπτυξης και μειώνει το έλλειμμα κατά 0,7 της μονάδας, η αντίστοιχη μείωση σήμερα προκαλεί μείωση του ελλείμματος μόλις κατά 0,4 της μονάδας, μια μείωση που εκμηδενίζεται αν λάβει κανείς υπόψη του τις παράπλευρες επιπτώσεις στους μισθούς.
Η λύση; Σύμφωνα με τους ειδικούς, αποκλείεται να επιτραπεί η διόγκωση των ελλειμμάτων, καθώς κάτι τέτοιο θα προκαλούσε πανικό στις αγορές. Πρέπει όμως οι δαπάνες που μειώνονται να είναι στοχευμένες, και το ίδιο να συμβαίνει με τους φόρους που αυξάνονται. Πρέπει, επίσης, να δίνεται περισσότερος χρόνος στα κράτη.
Ενας άλλος στόχος, σημειώνει η «Μοnde», είναι να εφαρμοστούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν τις χώρες πιο ανταγωνιστικές. Αυτό απαιτεί, όμως, επενδύσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα ή τις βιομηχανίες του μέλλοντος...
Σύμφωνα με τον Αλφρέδο Καλκάνιο, ένας από τους συντάκτες της φετινής έκθεσης της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το εμπόριο και την ανάπτυξη, η πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας που υπαγορεύει το ΔΝΤ στηρίζεται σε μια λανθασμένη διάγνωση. Το Ταμείο έκρινε ότι η παγκόσμια οικονομία είχε αρχίσει να ανακάμπτει και άρα ήταν καιρός να δοθούν διαβεβαιώσεις στις αγορές που ανησυχούσαν για το συσσωρευμένο χρέος. Στην πραγματικότητα, ο ιδιωτικός τομέας δεν έχει αρχίσει να ανακάμπτει, καθώς η ανεργία είναι υψηλή και η αγοραστική δύναμη είναι στάσιμη. Δεν έπρεπε λοιπόν οι τράπεζες να μειώσουν τον δανεισμό. Κάτι τέτοιο πνίγει τη ζήτηση και την ανάπτυξη. «Κάθε πρόγραμμα που δεν βοηθά την ανάπτυξη είναι καταδικασμένο σε αποτυχία. Δεν φρενάρεις πάνω σε ένα λεπτό στρώμα πάγου».
Πηγή: Le Monde, AΠΕ-ΜΠΕ