Η παραμυθένια εκδοχή του Τιμ Μπάρτον
«Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων»
Η Αλίκη υπήρξε η αγαπημένη μούσα αντισυμβατικών δημιουργών: οι Μπιτλς, ο Σαλβαντόρ Νταλί, ο Ναμπόκοφ και αρκετοί ροκ σταρ την ύμνησαν ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Σειρά τώρα έχει ο Τιμ Μπάρτον, ο πιο σκοτεινός παραμυθάς του Χόλιγουντ.
Η ηρωίδα του Κάρολ Λιούις, μεταφέρθηκε αρκετές φορές στη μεγάλη οθόνη και την τηλεόραση, αλλά αποτέλεσε σπαζοκεφαλιά για τους πλέον ταλαντούχους: ο Γουόλτ Ντίσνεϊ τη σκεφτόταν από το 1933 και ολοκλήρωσε την πρώτη της ταινία σε animation το 1951, επειδή ένιωθε ότι στην κλασική ιστορία του βιβλίου, η «Αλίκη δεν είχε καρδιά».
Ο Τιμ Μπάρτον, από την άλλη πλευρά, είχε απογοητευτεί από τα σενάρια των προηγούμενων κινηματογραφικών εκδοχών του παραμυθιού, ενώ τον ενοχλούσε και η ηλικία της ηρωίδας. Στη δική του Χώρα των Θαυμάτων, η Αλίκη είναι μια χαριτωμένη δεσποινίδα 19 ετών, αντιμέτωπη για πρώτη φορά με τα διλήμματα του ενήλικου βίου: να παντρευτεί κανείς ή να μην παντρευτεί;
Στόχος του Μπάρτον ήταν να προσδώσει ψυχολογικό βάθος στον πρωταγωνιστικό ρόλο, πλάθοντας μια επαναστατημένη Αλίκη με φεμινιστικές αντιλήψεις, που ξεφορτώνεται τον ασφυκτικό κορσέ της βικτωριανής υποκρισίας.
Στο σενάριο, συγχωνεύονται τα δύο διάσημα μυθιστορήματα του Κάρολ Λιούις (Τσαρλς Λάτβιτζ Ντόντσον): «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» και το «Μέσα από τον Καθρέφτη».
Η Μία Βασίκοβσκα στο ρόλο της Αλίκης, είναι μια απροσάρμοστη, ονειροπόλα νεαρή, πληγωμένη από το θάνατο του πατέρα της. Μαζί με τη μητέρα και την παντρεμένη αδελφή της πηγαίνει σε μια δεξίωση, όπου την περιμένει μια μάλλον δυσάρεστη έκπληξη: η πρόταση γάμου ενός ψηλομύτη, κακομαθημένου λόρδου.
Η Αλίκη δεν θέλει να καταντήσει σαν την τρελή, ανύπαντρη θεία της οικογένειας αλλά και η συμβίωση με τον αντιπαθητικό λόρδο φαντάζει εξίσου εφιαλτική. Το σκάει λοιπόν ακολουθώντας τον Μαρτιάτικο λαγό και εισέρχεται για δεύτερη φορά στη Χώρα των Θαυμάτων.
Οι αναμνήσεις από την πρώτη της περιπετειώδη επίσκεψη, όταν ήταν παιδί, έχουν σβηστεί. Η φήμη της όμως ανάμεσα στους πολύχρωμους, εκκεντρικούς κατοίκους του περίεργου αυτού κόσμου, παραμένει ζωντανή.
Κανείς, ωστόσο δεν ξέρει, αν αυτή είναι «η σωστή Αλίκη» που θα τους οδηγήσει στην ένδοξη μέρα της Φτουξελευθερίας.
Ο Τιμ Μπάρτον, πρόσθεσε μερικές σκοτεινές πινελιές στους χαρακτήρες της ιστορίας, πειράζοντας λιγάκι τα όρια του Καλού και του Κακού : η Μιράνα, η Λευκή Βασίλισσα (Αν Χαθαγουεϊ), παρασκευάζει αηδιαστικά μαγικά φίλτρα και χρησιμοποιεί με μάλλον υπολογιστικό τρόπο τη γοητεία της, για να ωθήσει την Αλίκη σε μια αιματηρή μάχη με τον Δρακοτρομάρα.
Η Κόκκινη Βασίλισσα (Έλενα Μπόναμ Κάρτερ), με το τεράστιο κεφάλι και τα υστερικά της ξεσπάσματα, επιδιώκει με κάθε τρόπο την αποδοχή και είναι θύμα του γοητευτικού Ιλόσοβιτς Στέιν (Κρίσπιν Γκλόβερ).
Στο ρόλο του υπερκινητικού τρελο-Καπελά, ο Τζόνι Ντεπ, μάρτυρας της καταστροφής, που άφησε πίσω της η τυραννία της Κόκκινης Βασίλισσας.
Όταν η Αλίκη επιστρέψει στον κόσμο των μεγάλων, θα έχει αποκτήσει λίγη από εκείνη την απαραίτητη τρέλα, για να τα βγάλει πέρα με τη ζωή και τον κόσμο των επιχειρήσεων.
Η ταινία συνδυάζει τη ζωντανή ερμηνεία των ηθοποιών με τα ψηφιακά εφέ των κινουμένων σχεδίων. Η τρισδιάστατη εκδοχή (3D) του φιλμ προσδίδει ψυχεδελική χροιά στο πρώτο μέρος της ταινίας, με την πτώση της Αλίκης στο τούνελ, τις σκηνές καταδίωξης και τα πολύχρωμα πλάσματα της Χώρας των Θαυμάτων να ίπτανται θαρρείς λίγα εκατοστά από τα μάτια των θεατών.
Οι θαυμαστές του Τιμ Μπάρτον ίσως περίμεναν μια πιο γκόθικ προσέγγιση του γνωστού παραμυθιού αλλά η ταινία είναι ιδανική για το κοινό στο οποίο απευθύνεται: τα παιδιά και τους εφήβους. H ταινία «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Audiovisual.
Δολοφόνοι της διπλανής πόρτας
«The box» (To κουτί)
Ο Ρίτσαρντ Κέλι, αποτίει φόρο τιμής στον Ρίτσαρντ Μάθεσον, σκηνοθετώντας ένα θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, με αλληγορικές διαστάσεις.
Θα σκοτώνατε κάποιον άγνωστο συνάνθρωπό σας με το πάτημα ενός κουμπιού, για να κερδίσετε λεφτά, αν γνωρίζατε ότι δεν θα σας έπιαναν; Μην βιαστείτε να απαντήσετε. Οι ήρωες της ταινίας «The box» είχαν στη διάθεσή τους 24 ώρες.
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας πλάθει χαρακτήρες με τους οποίους μπορούμε να ταυτιστούμε: ο ¶ρθουρ (Τζέιμς Μάρσντεν) και η Νόρμαν Λιούις (Κάμερον Ντίαζ), είναι συμπαθητικό ζευγάρι, με ένα χαριτωμένο παιδί.
Η Νόρμαν διδάσκει στους μαθητές της λογοτεχνία, δίνοντας έμφαση στον υπαρξισμό του Ζαν Πολ Σαρτρ. Δεν γνωρίζει όμως, ότι η μοίρα θα τη φέρει αντιμέτωπη με το ρητό του Γάλλου συγγραφέα «Η κόλαση είναι οι άλλοι».
Λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, η Νόρμαν δέχεται το περίεργο δώρο, του μυστηριώδη κυρίου Στιούαρτ (Φρανκ Λανγκέλα): μια μικρή συσκευή, που χαρίζει στον ιδιοκτήτη της ένα εκατομμύριο δολάρια, με το πάτημα ενός κουμπιού. Υπάρχει όμως και το τίμημα: κάποιος άνθρωπος, κάπου στον κόσμο, που οι Λιούις δεν γνωρίζουν, θα πεθάνει.
Το δίλημμα του ευγενέστατου κ. Στιούαρτ έρχεται σε μια δύσκολη περίοδο για το ζευγάρι: η Νόρμαν μόλις έχει χάσει τη δουλειά της στο Πανεπιστήμιο και η αίτηση του ¶ρθουρ στη NASA, για να γίνει αστροναύτης, απορρίπτεται.
Επιπλέον, η Νόρμαν δοκιμάζεται ψυχολογικά από την μικρή αναπηρία του ποδιού της (είχε τραυματιστεί σοβαρά από ιατρικό λάθος) και θέλει να προχωρήσει σε μια επανορθωτική εγχείριση, που δεν την επιτρέπουν τα οικονομικά της οικογένειας. Πιο τρομακτική όμως, φαντάζει η προοπτική μιας μίζερης ζωής.
Μεταξύ σοβαρού και αστείου, η Νόρμαν αποφασίζει να πατήσει το κουμπί και ο κ. Στιούαρτ βρίσκει την ευκαιρία να συνεχίσει τα περίεργα ψυχολογικά του πειράματα. Στόχος του είναι να διαγνώσει, αν το ανθρώπινο είδος διαθέτει τον κατάλληλο συντελεστή αλτρουισμού για να επιβιώσει.
Οι Λιούις σύντομα αντιλαμβάνονται, ότι έχουν μπει σε ένα περίεργο παιχνίδι ζωής και θανάτου, με την άδεια της αμερικανικής κυβέρνησης. Ο κ. Στιούαρτ, με την αποκρουστική εμφάνιση, διαθέτει υπερφυσικές ικανότητες και συνεχίζει τη προσφορά του σε άλλες οικογένειες. Ο ¶ρθουρ και η Νόρμαν προσπαθούν να κερδίσουν ξανά τον αυτοσεβασμό τους και να σταματήσουν τη δράση του αινιγματικού βασανιστή τους.
Ο Ρίτσαρντ Κέλι μεταφέρει την ιστορία του Μάθεσον στη δεκαετία του Ά70 και προσδίδει στους πρωταγωνιστές αυτοβιογραφικά χαρακτηριστικά: ο πατέρας του Κέλι, για παράδειγμα, εργαζόταν ως μηχανικός στη NASA, όπως ο ¶ρθουρ και η μητέρα του, υπήρξε θύμα ιατρικού λάθους.
Το Χόλιγουντ εξακολουθεί να εμπνέεται από το έργο του Μάθεσον : τα μυθιστορήματά του «Shrinking man» και «Ι am legend» μεταφέρθηκαν με επιτυχία στη μεγάλη οθόνη. Ειδικά το δεύτερο, γνώρισε τρεις κινηματογραφικές εκδοχές, με πιο πρόσφατη τη σκηνοθετική προσπάθεια του Φράνσις Λόρεν.
Στην τηλεοπτική σειρά X-Files, ένας χαρακτήρας ονομάζεται διόλου τυχαία Ρίτσαρντ Μάθεσον και δημοφιλείς συγγραφείς, όπως ο Στίβεν Κινγκ, αναγνωρίζουν την επιρροή του.
Ο πολυγραφότατος Μάθεσον , από τους σημαντικότερους συγγραφείς και σεναριογράφους επιστημονικής φαντασίας, ενσωμάτωσε στα έργα του τον τρόμο ενός επικείμενου πυρηνικού ολέθρου. Το συγγραφικό του ταλέντο ωρίμασε την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, ενώ το διήγημά του «Button, button» συμπεριλήφθηκε ως επεισόδιο στην τηλεοπτική σειρά Twillight zone (1959) του Ροντ Σέρλινγκ.
Στο κείμενο του Μάθεσον, το τέλος είναι διαφορετικό από την ταινία (την οποία ακολούθησε τελικά ο Ρίτσαρντ Κέλι): ο άνθρωπος που σκοτώνεται με το πάτημα του κουμπιού, είναι ο σύζυγος της ηρωίδας. Κι όταν αυτή διαμαρτύρεται για το θάνατό του, ο κ. Στιούαρτ τη ρωτάει πόσο καλά γνώριζε τον άντρα της… Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Odeon.
Κορεάτικο φιλμ νουάρ
«Τhe chaser (ο κυνηγός)»
H ταινία «The chaser» (ο κυνηγός) του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη Χονγκ-τζιν Να, ανατρέπει τις συμβάσεις των περισσότερων φιλμ με serial killers. Η ταυτότητα του δολοφόνου γίνεται γνωστή στο πρώτο μισάωρο και το περί δικαίου αίσθημα δεν ικανοποιείται με τη σύλληψη και την ομολογία του.
Ο διώκτης του δεν είναι κάποιος αδιάφθορος ντετέκτιβ αλλά ένας κυνικός προαγωγός. Ο σκηνοθέτης μας ξεναγεί σε έναν κόσμο ρεαλιστικής σκληρότητας, σχολιάζοντας τα γραφειοκρατικά γρανάζια της απονομής δικαιοσύνης και την υπαλληλική νοοτροπία των διωκτικών αρχών.
Ο Τζουνγκ-Χο, ο «κυνηγός», εκλεκτό μέλος του υποκόσμου, με σύντομη θητεία στην αστυνομία, βλέπει τα «κορίτσια» του να εξαφανίζονται μυστηριωδώς το ένα μετά το άλλο. Τα οικονομικά του προβλήματα δεν του αφήνουν περιθώριο εφησυχασμού κι έτσι, πιέζει τη Μι Τζιν να κάνει μια επίσκεψη σε έναν τακτικό πελάτη, παρότι η υγεία της είναι κλονισμένη.
Ανακαλύπτοντας τυχαία το κινητό τηλέφωνο μιας από τις εξαφανισμένες, παρατηρεί ότι ο τελευταίος της πελάτης, ήταν αυτός στον οποίο κατευθύνεται η Μι-Τζιν. Θορυβημένος προειδοποιεί τη Μι-Τζιν να του στείλει σε μήνυμα τη διεύθυνση του ύποπτου αλλά για την κοπέλα είναι ήδη αργά: βρίσκεται αιχμάλωτη στα χέρια του μανιακού δολοφόνου.
Από ένα παιχνίδι της τύχης, ο Τζουνγκ –Χο συναντά τον μυστηριώδη άντρα και τον οδηγεί στην αστυνομία. Η ομολογία όμως, του νεαρού δολοφόνου δεν έχει καμία βαρύτητα, αν δεν υποστηρίζεται από τις αποδείξεις των πράξεών του. Καθώς ο ίδιος αρνείται να αποκαλύψει την κρυψώνα των θυμάτων του και ο χρόνος για τη βαριά τραυματισμένη Μι-Τζιν μοιάζει να τελειώνει, ο Τζουνγκ –Χο, κάνει τη δική του παράλληλη έρευνα με την αστυνομία.
Ο αντι-ήρωας του Χονγκ-τζιν Να γίνεται τιμωρός για να ξορκίσει τους δαίμονες των ενοχών του, που ενσαρκώνονται στο βλέμμα ενός παιδιού. Η κόρη της εξαφανισμένης Μι-Τζιν βρίσκει έναν απρόσμενο προστάτη στο πρόσωπο του «κυνηγού». Παίζουν οι Yun-Seok Kim, Joong –ho Eom, Jung-Woo Ha, Young-min Jee, Young-hie Seo, Mi-jin Kim
Το σενάριο είναι βασισμένο στην πραγματική ιστορία του Yoo Young-Chul, ενός κατά συρροή δολοφόνου, που ευθύνεται για το θάνατο είκοσι ανθρώπων από το 2003-2004. Τα θύματά του ήταν κυρίως ιερόδουλες και η αστυνομία οδηγήθηκε στα ίχνη του μετά από τις καταγγελίες προαγωγών.
Η εμπορική επιτυχία της ταινίας στην Κορέα (έκανε συνολικό τζίρο 20 εκατομμύρια δολάρια την πρώτη εβδομάδα προβολής της) προσέλκυσε το ενδιαφέρον της βιομηχανίας του Χόλυγουντ.
Η Warner αγόρασε τα δικαιώματα για το αμερικανικό ριμέικ, ο Γουίλιαμ Μόναχαν επεξεργάζεται ήδη το νέο σενάριο, ενώ το όνομα του Λεονάρντο ντι Κάπριο συζητιέται για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από τη Seven Films.
Το κυπριακό Γκουαντάναμο
«Guilt»
Η ταινία «Guilt» του Βασίλη Μαζωμένου αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας του σκηνοθέτη για το Κυπριακό. Αλληγορικό δράμα, με τολμηρές πολιτικές προεκτάσεις, το «Guilt» εικονογραφεί με εφιαλτικές σκηνές τις ενοχές ενός ετοιμοθάνατου γέρου εμπόρου όπλων. «Το εμπόριο δεν έχει σύνορα», δηλώνει ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας (στο ρόλο ο Νίκος Αρβανίτης), ο οποίος σε όλες τις κρίσιμες στιγμές της Κυπριακής τραγωδίας, ξεχώριζε εγκαίρως τους νικητές, για να προωθήσει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.
Βαριά άρρωστος και υπό την επήρεια της νάρκωσης στο χειρουργείο, ο ήρωας ανακαλεί τρεις σημαντικές νύχτες της ζωής του το 1959, το 1974 και το 1996.
Το πρώτο μέρος της ταινίας είναι ιδιαίτερα σκληρό και διαδραματίζεται στο Κυπριακό Γκουαντάναμο, που είχαν οργανώσει οι Βρετανοί. Οι εικόνες των βασανιστηρίων έχουν συμβολικό περιεχόμενο και παραπέμπουν σε βιβλικές αναφορές.
Ένα μέρος των γυρισμάτων πραγματοποιήθηκε στα «Φυλακισμένα μνήματα» στην Κύπρο, χώρο ιστορικά φορτισμένο, με νωπές τις μνήμες από το θάνατο πολλών κυπρίων αγωνιστών.
Στις εναρκτήριες σκηνές της ταινίας, η φρίκη αποκρυσταλλώνεται σε ένα περίπλοκο όργανο βασανιστηρίου, που χαράσσει στο σώμα των κρατουμένων ρητά από τη Βίβλο. Τα τέσσερα πρόσωπα, ο διοικητής, ο κρατούμενος, ο έμπορος όπλων και ο βασανιστής, αλλάζουν ρόλους ανάλογα με τις πολιτικές εξελίξεις.
Το ταξίδι του πρωταγωνιστή στις χρονιές ορόσημο της ζωής του σηματοδοτείται με την παρεμβολή ασπρόμαυρων επίκαιρων από την Κυπριακή Ιστορία. Στο ρόλο της αγγλίδας συζύγου η Εβελίνα Παπούλια, η οποία αποφυλακίζεται λίγο πριν την τουρκική εισβολή το 1974. Το μίσος, η καχυποψία και ο υπολογισμός συνδέουν τους πρωταγωνιστές μεταξύ τους. Ο βασανιστής και ο κρατούμενος εμφανίζονται υπηρέτες του μισητού τυχοδιώκτη και σχεδιάζουν τη δολοφονία του.
Η ταινία ολοκληρώνεται με τα γεγονότα της εκτέλεσης του Σολωμού Σολωμού το Ά96, όταν ο έμπορος όπλων σε πλήρη εξαθλίωση παρακολουθεί παθητικά τα γεγονότα μαζί με τον υποχθόνιο υπηρέτη του. Ο σκηνοθέτης έχει ήδη ανακοινώσει τους τίτλους των δύο επόμενων ταινιών του με το ίδιο θέμα: «The landlord» και «Sleepers».
Τον Νίκο Αρβανίτη και την Εβελίνα Παπούλια πλαισιώνουν επίσης οι Κωνσταντίνος Σαρειδάκης, Γιάννης Τσορτέκης, ¶ρτο Απαρτιάν , Κίμωνας Αποστολόπουλος, Στέλλα Φυρογένη, Σοφοκλής Κασκαούνιας, Ντίνος Λύρας, Μάριος Ιωάννου.
Η ταινία είχε ανοίξει το Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, στο πλαίσιο του εορτασμού των πενήντα χρόνων από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, κι έχει συμμετάσχει στα διεθνή Φεστιβάλ του Μόντρεαλ, της Γκόα, του Καϊρου και στις αντίστοιχες διοργανώσεις Tallinn 2009 και Fantasporto 2010.
Στις 4 Μαρτίου, το Guilt προβάλλεται από την Ταινιοθήκη της Ελλάδας.
Η σκοτεινή πλευρά του νόμου
Brooklynsfinest
Σπονδυλωτή, αστυνομική περιπέτεια από τον Αντουάν Φουκουά, με φόντο τις κακόφημες γειτονιές του Ανατολικού Μπρούκλιν. Το σενάριο του πρωτοεμφανιζόμενου Μάικλ Μάρτιν, εστιάζει στη σκοτεινή πλευρά του νόμου, παρακολουθώντας τις ξεχωριστές διαδρομές τριών αστυνομικών, που έρχονται αντιμέτωποι με τον ίδιο τους τον εαυτό.
Ο Σαλ, ο Τάνγκο και ο Έντι δε γνωρίζονται μεταξύ τους αλλά μοιράζονται κάτι κοινό: νιώθουν αποτυχημένοι και βλέπουν την προσωπική τους ζωή να καταρρέει.
Ο Σαλ (Ίθαν Χοκ) βρίσκεται παγιδευμένος ανάμεσα στην αυστηρή Καθολική ανατροφή του και τη δύσκολη οικονομική πραγματικότητα. Ακολουθώντας το τυπικό ενός πιστού χριστιανού, έχει γίνει πολύτεκνος και προσπαθεί να ζήσει την οικογένειά του αποσπώντας χρήματα από εμπόρους ναρκωτικών.
Η κλονισμένη υγεία της γυναίκας του, η οποία περιμένει δίδυμα και πρέπει οπωσδήποτε να μετακομίσει σε πιο υγιεινό περιβάλλον, αυξάνει ακόμη περισσότερο την παραβατική του συμπεριφορά.
Ο Σαλ αποτελεί ένα εκρηκτικό, αντιφατικό μείγμα, καλοσύνης και απληστίας. Νιώθει ενοχές, επειδή δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο πρότυπο του τέλειου οικογενειάρχη, ενώ από την άλλη πλευρά, προσπαθεί να καθησυχάσει τις τύψεις του με την εξομολόγηση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος, με τον οποίο δικαιολογεί στον εαυτό του τις πράξεις του: πρόκειται για τον ψυχολογικό μηχανισμό, που οι εγκληματολόγοι ονομάζουν ηθική ουδετεροποίηση.
Πίσω από το ψευδώνυμο Τάγκο (Ντον Τσιντλ), κρύβεται ο μυστικός αστυνομικός Κλάρενς, ο οποίος έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη των συμμοριών στα γκέτο της Νέας Υόρκης. Η διπλή ζωή και οι εντάσεις της, έχουν κλονίσει το γάμο του κι ελπίζει σε μια προαγωγή, ώστε να μπορέσει να ξανακερδίσει τη γυναίκα του. Μέσα από τη δράση του ωστόσο, έχει αναπτύξει φιλικές επαφές με τον έμπορο ναρκωτικών Καζ.
Όταν οι προϊστάμενοί του τον πιέζουν για να τον καταδώσει, ο Τάγκο θα συνειδητοποιήσει, ότι βρίσκεται ανάμεσα στον κόσμο της παρανομίας και του νόμου, χωρίς να μπορεί να διαλέξει εύκολα στρατόπεδο. Αναπτύσσει τον δικό του κώδικα αξιών και σταδιακά μεταμορφώνεται σε ψυχρό εκτελεστή.
Ο Έντι (Ρίτσαρντ Γκιρ), δεν υπήρξε ποτέ το πρότυπο του καλού αστυνομικού, βρίσκεται στο τέλος της καριέρας του και αδημονεί να αφήσει πίσω του τον κόσμο της βίας. Στις τελευταίες επτά ημέρες πριν βγει στη σύνταξη, τού αναθέτουν την εκπαίδευση δύο άπειρων αστυνομικών.Ο πρώτος νεαρός απογοητεύεται από την επιφυλακτική στάση του και αναζητά καινούργιο εκπαιδευτή για να τον «ρίξει στα βαθιά νερά».
Ο δεύτερος, δεν ακολουθεί τις οδηγίες του Έντι για ψύχραιμη αντιμετώπιση ενός συνηθισμένου περιστατικού και τραυματίζει σοβαρά έναν έφηβο. Τα δύο αυτά περιστατικά, ωθούν τον Έντι να απολογηθεί με δική του πρωτοβουλία στο πειθαρχικό συμβούλιο. Εκεί όμως τον περιμένει μια έκπληξη: οι ανώτεροί του θέλουν από αυτόν μια ψεύτικη μαρτυρία για να καλύψουν έναν διαφθαρμένο συνάδελφό τους.
Οι πορείες των τριών αστυνομικών διασταυρώνονται στο ίδιο κτίριο στις τελευταίες σκηνές της ταινίας. Ο Έντι, ο Τάγκο και ο Σαλ ετοιμάζονται για την τελευταία τους αναμέτρηση. Στη θέση του εχθρού όμως, βρίσκονται οι προσωπικοί τους δαίμονες, η κατάθλιψη και ο θυμός.
Ο Αντουάν Φουκουά, ο οποίος έγινε διάσημος χάρη στην «Ημέρα εκπαίδευσης» δεν αρκείται να παρουσιάσει απλώς τα κοινωνικά προβλήματα, που επηρεάζουν την απόδοση των αστυνομικών. Σκιαγραφεί την κουλτούρα της βίας, της διαφθοράς και της κακώς εννοούμενης «συναδελφικής αλληλεγγύης» στα σώματα ασφαλείας.Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Odeon.
Κυνηγώντας το όνειρο του ποδοσφαίρου
«Ρούντο και Κούρσι»
Κοινωνικό δράμα του Κάρλος Κουαρόν, με φόντο την επαρχία του Μεξικό. Οι ήρωες της ταινίας, ο Τάτο και ο Μπέτο, είναι δύο αδέλφια, που εργάζονται σκληρά στις φυτείες για να επιβιώσουν. Η ζωή τους αλλάζει, όταν μετά από ένα φιλικό παιχνίδι ποδοσφαίρου, τους πλησιάζει ένας κυνηγός ταλέντων, αμφιβόλου ηθικής.
Οι δύο νεαροί με την καθοδήγηση του μάνατζέρ τους, αποκτούν ξαφνικά τη ζωή αστέρων, αλλά ανακαλύπτουν το τίμημα της επιτυχίας: οι απαιτήσεις της δουλειάς τους φέρνουν αντιμέτωπους να διαγωνιστούν σε διαφορετικές ομάδες. Αν όμως δεν ενωθούν ξανά ως αδέλφια, κινδυνεύουν να χάσουν την ευτυχία, που είχαν ονειρευτεί. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, Ντιέγκο Λούνα και Τζέσικα Μας.
Η ταινία εγκαινιάζει τις κινηματογραφικές παραγωγές της νεοσύστατης εταιρείας «Cha cha cha», ιδρυτές της οποίας είναι τα τρομερά παιδιά του μεξικανικού σινεμά, Αλφόνσο Κουαρόν (Τα παιδιά των Ανθρώπων), Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου (Babel) και Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο (Λαβύρινθος του Πάνα).Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Odeon.