Σχεδιάζοντας την αποτυχία των θεσμών

AΠΟΨΗ
Πέμπτη, 15 Απριλίου 2010 16:35
A- A A+

Tου Μογμίρ Χαμπλ*

Στο τέλος του περασμένου έτους, οι υπουργοί οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έδωσαν το πράσινο φως για την κατάρτιση ενός νέου συστήματος εποπτείας των χρηματοοικονομικών αγορών της ΕΕ. Η εφαρμογή αυτού του προγράμματος –με τις ιδιαίτερα λεπτές ισορροπίες– επαφίεται στο Ευρωκοινοβούλιο. Το πιο αμφιλεγόμενο τμήμα του προγράμματος αφορά στις αρμοδιότητες και τις ευθύνες που θα εκχωρηθούν στις τρεις νέες ρυθμιστικές υπηρεσίες πανευρωπαϊκής εμβέλειας που θα εποπτεύουν τον τραπεζικό, χρηματιστηριακό και ασφαλιστικό κλάδο.

Η απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου είναι καθοριστικής σημασίας καθώς θα έχει επίδραση στον ευρωπαϊκό χρηματοοικονομικό χώρο για πολλά έτη. Και ενώ κάποιοι διαμαρτύρονται ότι η συμβιβαστική απόφαση του Δεκεμβρίου για τη ρύθμιση των χρηματοοικονομικών αγορών δεν θα έχει ουσιαστική πρακτική αξία, εμείς θα υποστηρίξουμε το αντίθετο.

Το εφαλτήριο για την καίρια αυτή πολιτική μεταστροφή ήταν η έκθεση που δημοσίευσε στις αρχές του 2009 ο πρώην διοικητής της γαλλικής κεντρικής τράπεζας και επικεφαλής του ΔΝΤ, Ζακ ντε Λαροζιέρ. Η εν λόγω έκθεση, όμως, παραβλέπει πολλά ζητήματα ζωτικής σημασίας, τα οποία τότε παραβλέπονταν σε μεγάλο βαθμό από τον δημόσιο διάλογο για τον χρηματοοικονομικό τομέα που ακολούθησε.

Όπως απέδειξε η κρίση του 2008, υπάρχουν υπερβολικά πολλές, και όχι υπερβολικά λίγες, εποπτικές και ρυθμιστικές αρχές που εποπτεύουν τις ευρωπαϊκές χρηματοοικονομικές αγορές –στην ΕΕ φτάνουν συνολικά τις 70. Στην έκθεση του ντε Λαροζιέρ και στον πολιτικό διάλογο που ακολούθησε απορρίφθηκε η άποψη ότι τα θεσμικά όργανα πρέπει αρχικά να απλοποιηθούν και να παγιωθούν σε εθνικό επίπεδο και μόνο τότε να θεσπιστεί ίσως ένα υπερεθνικό σύστημα. ΑντΆ αυτού, ξεκινάμε κατευθείαν από τη θέσπιση θεσμικών οργάνων πανευρωπαϊκής εμβέλειας –κάτι εντελώς καινούργιο.

Πρόκειται για την κλασική γραφειοκρατική λύση: όταν αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα, συστήνουμε ένα καινούργιο θεσμικό όργανο. Μεγάλο λάθος. Εάν το μόνο που κάνουμε είναι να προσθέτουμε νέα θεσμικά όργανα στην ήδη δαιδαλώδη θεσμική δομή των ευρωπαϊκών κρατών, δεν θα επιτύχουμε την αποτελεσματική, ευέλικτη και ομαλή ροή πληροφοριών μέσω του εποπτικού συστήματος της Ευρώπης.

Ας θυμηθούμε από πού ξεκίνησε η κρίση: η βρετανική τράπεζα Northern Rock, για παράδειγμα, θεωρείται πλέον ένα τρανταχτό παράδειγμα για το πώς η ανεπαρκής επικοινωνία και πληροφόρηση μεταξύ τριών μόλις εθνικών υπηρεσιών μπορεί εύκολα να κάνει τα πράγματα πολύ χειρότερα. Πρέπει να ξεκινήσουμε από τις εθνικές εποπτικές αρχές (όπως πολύ σοφά κάνει η Γερμανία) και στη συνέχεια να επεκταθούμε, εάν χρειαστεί, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και όχι αντίστροφα.

Το νέο ρυθμιστικό μοντέλο δεν καταφέρνει, επίσης, να εξαλείψει μια μόνιμη αδυναμία της ενιαίας χρηματοοικονομικής ευρωπαϊκής αγοράς: ποιος θα πληρώσει το κόστος (ή θα «μοιραστεί τα βάρη») σε περίπτωση χρεοκοπίας μιας πολυεθνικής τράπεζας. Η συστημική λύση θα πρέπει να βρεθεί πριν, και όχι μετά, τη σύσταση νέων ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων.

Ως Ευρωπαίοι είμαστε περήφανοι για την ενιαία χρηματοοικονομική αγορά που διαθέτουμε, η οποία όμως έχει σχεδιαστεί μόνο για τις καλές εποχές. Στις κακές εποχές, οι φορολογούμενοι των κρατών μελών καλούνται «να πληρώσουν τα σπασμένα» για όλα τα προβλήματα στον χρηματοοικονομικό κλάδο, καθώς δεν υπάρχει φορολογούμενος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ούτε εφικτά μοντέλα συλλογικής επιβάρυνσης.

Τον περασμένο Ιούνιο, συμφωνήθηκε σε επίπεδο ΕΕ ότι οι αποφάσεις των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων δεν θα πρέπει να παρεμβαίνουν στην εξουσία των κρατών μελών να ασκούν δημοσιονομική πολιτική. Πώς μπορεί αυτό να συνυπάρξει με το ευρωπαϊκό σύστημα εποπτείας είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς. Πολλές από τις αποφάσεις που θα λαμβάνονται από τα καινούργια ευρωπαϊκά όργανα είναι πιθανό να έχουν επιπτώσεις που θα γίνουν ορατές πολύ αργότερα.

Στο σημείο αυτό παρατηρείται το εξής ενδιαφέρον παράδοξο: πολλές από τις καθημερινές διασυνοριακές υπηρεσίες, από θαλάσσιες μεταφορές έως υπηρεσίες κομμωτικής, συναντούν σημαντικά εμπόδια και περιορισμούς. Εάν ο πάροχος μιας τέτοιας υπηρεσίας χρεοκοπήσει ή αντιμετωπίσει προβλήματα, είναι μάλλον απίθανο να κληθεί οποιαδήποτε κυβέρνηση για να τον διασώσει. Εξάλλου, πόσοι πράκτορες μεταφορών είναι «συστημικά σημαντικοί»;

Οι τράπεζες και κάποιες άλλες επιχειρήσεις, αντιθέτως, μπορούν να χρησιμοποιούν ευρωπαϊκά «διαβατήρια» για να παρέχουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες –οι οποίες έχουν σημαντικές επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά– εντός της ΕΕ. Η ιδέα ακούγεται καλή αλλά είναι αφελής: δεν προσδιορίζει ποιοι φορολογούμενοι θα την πληρώσουν όταν πάει κάτι στραβά και οι καταθέτες ζητούν πίσω τα χρήματά τους, όπως συνέβη με τις ισλανδικές τράπεζες στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ολλανδία ή ακόμη και την Ελβετία.

Με τα καίρια αυτά ζητήματα να αναζητούν λύση, δημιουργούμε ένα σύστημα ευρωπαϊκής εμβέλειας που παραβιάζει το χρυσό κανόνα της σχεδίασης οποιουδήποτε θεσμικού οργάνου: οι αποφάσεις λαμβάνονται από αυτούς που φέρουν την ευθύνη και είναι αυτοί που τελικώς καλούνται να πληρώσουν. Με τόση εξουσία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα εθνικά θεσμικά όργανα θα πρέπει να είναι υπόλογα στους πολίτες της εκάστοτε χώρας και θα πρέπει να πληρώσουν τον λογαριασμό, παρότι δεν διαθέτουν την ανάλογη εξουσία. Τα ευρωπαϊκά όργανα, αντιθέτως, θα λαμβάνουν τις αποφάσεις χωρίς να επωμίζονται το κόστος ή την ευθύνη.

Δεν είναι, λοιπόν, προκλητικό οι αρμοδιότητες των εν λόγω θεσμικών οργάνων να αυξηθούν ακόμη περισσότερο; Οι τρεις νέες υπηρεσίες δεν έρχονται μόνο για να ενισχύσουν τα ενιαία τεχνικά πρότυπα –τα οποία ενδέχεται να γίνουν σταδιακά δεσμευτικά σε όλη την ΕΕ εφόσον συναινέσει η Κομισιόν– αλλά θα είναι και αρμόδια να επιλύουν τις διαφορές μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών.

Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δηλώσει ότι η οικονομία βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης –όπως αυτή που διανύουμε σήμερα– ενδέχεται να δοθεί κατ΄ εξαίρεση προτεραιότητα στις υπηρεσίες της ΕΕ έναντι των εθνικών ρυθμιστικών αρχών. Αυτονόητο είναι, επίσης, ότι οι καταστάσεις των «διαφορών» και «έκτακτης ανάγκης» πρόκειται μελλοντικά να απασχολήσουν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τους φορολογούμενους των κρατών μελών.

Εάν τις καλές εποχές οι αποφάσεις για τα εθνικά χρηματοοικονομικά ιδρύματα που είναι «συστημικά σημαντικά» λαμβάνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο ενώ στις κακές εποχές «τη νύφη την πληρώνουν» οι φορολογούμενοι των κρατών μελών, η ΕΕ θα βγει χαμένη. Τις καλές εποχές, ίσως να μην διακρίνουμε τη διαφορά, αλλά η σκληρή πραγματικότητα είναι ένα τέτοιο σύστημα δύσκολα θα καταφέρει να αποτρέψει μια επόμενη κρίση. Γιατί, λοιπόν, η Ευρωπαϊκή Ένωση χτίζει το σπίτι ξεκινώντας από την οροφή;

*O Μογμίρ Χαμπλ είναι υποδιοικητής της κεντρικής τράπεζας της Τσεχίας και μέλος της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής της ΕΕ (EFC).

Copyright: Project Syndicate, 2010

Προτεινόμενα για εσάς