Η νευροεπιστήμη όχι μόνο σιγά-σιγά διεισδύει στο ένα μετά το άλλο τα επιστημονικά πεδία, αλλά βρίσκει πλέον το δρόμο της ακόμα και σε παραδοσιακές ανθρωπιστικές επιστήμες, όπως η φιλολογία και η ανάλυση των λογοτεχνικών κειμένων.
Μια ομάδα αμερικανών φιλολόγων προωθεί τη «συνάντηση» της νευροεπιστήμης και της λογοτεχνίας, σε ένα νέο πεδίο που μερικοί ονομάζουν «νευρολογοτεχνία» και άλλοι «επιστήμη της ανάγνωσης».
Το νέο διεπιστημονικό πεδίο, που βρίσκεται σε φάση ταχείας ανάπτυξης, μελετά ερωτήματα όπως το κατά πόσον και με ποιο τρόπο τα σημαντικά λογοτεχνικά κείμενα μπορούν να επηρεάσουν και να αλλάξουν τη νευρωνική «καλωδίωση» του εγκεφάλου ή το γιατί αρέσει τόσο πολύ στους ανθρώπους να διαβάζουν.
Πρωτοπόρα στο νέο αυτό ρεύμα, σύμφωνα με τον βρετανικό «Observer», είναι η ερευνητική ομάδα Yale-Haskins Teagle Collegium, με επικεφαλής τον καθηγητή φιλολογίας του πανεπιστημίου Γιέηλ Μάικλ Χόλκβιστ.
Όπως το έθεσε ο ίδιος, πρόκειται για «μια ομάδα επιστημόνων που περνάνε όλη μέρα στο εργαστήριο και μια ομάδα φιλολόγων ανθρωπιστών που είναι βαθειά αφοσιωμένοι στην υπόθεση της λογοτεχνίας».
Η μικτή αυτή ομάδα ετοιμάζει μέσα στο 2010 ένα πείραμα, στο οποίο μια ομάδα εθελοντών φοιτητών θα κληθεί να διαβάσει μια σειρά από επιλεγμένα κείμενα (του Μαρσέλ Προυστ, της Βιρτζίνια Γουλφ, του Χένρι Τζέημς κ.α.) και στη συνέχεια ο εγκέφαλός τους θα «σκαναριστεί» σε κάποιο νοσοκομειακό εργαστήριο για να «χαρτογραφηθούν» οι νευρολογικές επιπτώσεις της ανάγνωσης.
Το πείραμα βασίζεται στην υπόθεση (που θα πρέπει να επιβεβαιωθεί με το πείραμα) ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος αντιδρά διαφορετικά στη «μεγάλη» λογοτεχνία σε σύγκριση με την ανάγνωση μιας απλής εφημερίδας ή των βιβλίων του «Χάρι Πότερ».
«Η ανάγνωση είναι απολύτως ΅καλωδιωμένηΆ στον εγκέφαλό μας. Υπάρχουν εγκεφαλικά κύτταρα που αντιδρούν στην ανάγνωση και μπορούμε να τα μελετήσουμε», δήλωσε ο καθηγητής νευροεπιστήμης του Imperial College του Λονδίνου Ρίτσαρντ Γουάιζ.
Η προσέγγιση αυτή ασφαλώς ξενίζει σε ένα τομέα όπως η λογοτεχνία, που μέχρι τώρα ουσιαστικά έχει διατηρήσει το «άβατό» του και έχει κρατηθεί μακριά από τις εξελίξεις των θετικών επιστημών.
Τα λογοτεχνικά έργα έχουν αναλυθεί ως κείμενα καθαυτά, ως φορείς φιλοσοφικών ιδεών, ως προϊόντα ιστορικών, οικονομικών, πολιτισμικών κ.α. συνθηκών, αλλά όχι από τη σκοπιά της βιολογίας και της χημείας του εγκεφάλου. Τώρα, γίνεται αντιληπτό, τουλάχιστον σε μερικούς φιλολόγους, ότι η λογοτεχνία έχει τελικά τις ρίζες της σε αυτά που κάνει στον εγκέφαλό μας, ενώ ορισμένοι πάνε ένα βήμα παραπέρα και ελπίζουν ότι θα ρίξουν φως στην εμπλοκή των γονιδίων στη λογοτεχνική παραγωγή.
«Πρόκειται για μια από τις πιο συναρπαστικές εξελίξεις στην πνευματική ζωή», σύμφωνα με τον καθηγητή αγγλικών του πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνιας Μπλέικι Βερμέλ, ο οποίος παράλληλα εξετάζει το ρόλο της εξέλιξης στο μυθιστόρημα, μια τάση που μερικοί αποκαλούν «Δαρβινικές φιλολογικές σπουδές». Το νέο αυτό πεδίο έρευνας μελετά πώς η ανθρώπινη γενετική και η εξελικτική θεωρία στη βιολογία διαμορφώνουν και επηρεάζουν διαχρονικά τη λογοτεχνία ή πώς η ίδια η λογοτεχνία μπορεί να αποτελεί έκφραση της εξέλιξης.
Δεν λείπουν πάντως οι αντιδράσεις στην τάση να «ανακατευτεί» η επιστήμη στα χωράφια της φιλολογίας. Μερικοί φιλόλογοι υποστηρίζουν ότι η λογοτεχνία ως δημιουργική εμπειρία είναι υπερβολικά εξατομικευμένη για να υπαχθεί στις γενικεύσεις της επιστημονικής μελέτης. ¶λλοι φοβούνται ότι η «σκληρή» επιστήμη θα υποβαθμίσει την καλλιτεχνική και ποιητική διάσταση των ανθρωπιστικών μελετών. Μερικοί επισημαίνουν ότι οι θετικές επιστήμες απλώς δεν έχουν αναπτυχθεί αρκετά για να χώσουν την «μύτη» τους σε πράγματα τόσο πολύπλοκα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ