Του Στέφανο Μικόσι*
Από τα τέλη του περασμένου έτους, όταν οι χρηματοοικονομικές αγορές άρχισαν να σταθεροποιούνται, η ιδέα να «πληρώσει» ο χρηματοοικονομικός κλάδος για το κόστος της διάσωσής του –το οποίο επωμίστηκαν οι φορολογούμενοι– κερδίζει συνεχώς έδαφος ανάμεσα στους αρμόδιους χάραξης πολιτικής και το ευρύ κοινό.
Η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν ήδη επιβάλει έναν προσωρινό φόρο στα μπόνους του χρηματοοικονομικού κλάδου, ενώ η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών έχει προτείνει έναν νόμο που προβλέπει την επιβολή «φόρου ευθύνης για τη χρηματοοικονομική κρίση» με στόχο την αναπλήρωση των κεφαλαίων που δαπανήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος TARP.
Ωστόσο, με την επιβολή ενός εφάπαξ φόρου δεν πρόκειται να αλλάξουν οι λόγοι που ωθούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην ανάληψη κινδύνων. Επιπλέον, δεν είναι σαφές ποιο ακριβώς κόστος πρόκειται να αναπληρωθεί. Παρότι το άμεσο οικονομικό κόστος της στήριξης του χρηματοοικονομικού κλάδου ανέρχεται στο 2,5-3% του ΑΕΠ στις ανεπτυγμένες οικονομίες (με μέγιστο το 4,5%), ο συνολικός οικονομικός αντίκτυπος της κρίσης είναι πολύ μεγαλύτερος και ισούται με τη συνολική αναμενόμενη αύξηση του δημόσιου χρέους που υπολογίζεται στο 40% του ΑΕΠ. Ακόμη μεγαλύτερο είναι το συνολικό κόστος με το οποίο έχει επιβαρυνθεί η οικονομία –συμπεριλαμβανόμενων των απωλειών σε όρους παραγωγής και θέσεων εργασίας, καθώς και η συνεπακόλουθη καταστροφή υλικού και άυλου κεφαλαίου η οποία, σύμφωνα με τον ¶ντριου Χαλντέιν της Τράπεζας της Αγγλίας και άλλους, ενδέχεται να αποτελεί μέγεθος πολλαπλάσιο του ετήσιου ΑΕΠ.
Το τελευταίο διάστημα, οι δημόσιες συζητήσεις έχουν αλλάξει κατεύθυνση: η φορολόγηση του χρηματοοικονομικού κλάδου θεωρείται πλέον ένας εύλογος τρόπος εξοικονόμησης ικανοποιητικών κεφαλαίων για την αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων. Η ιδέα της φορολόγησης του χρηματοοικονομικού κλάδου συνδέεται στενά με την ιδέα δημιουργίας ενός ταμείου εξυγίανσης (resolution fund). Ένα τέτοιο ταμείο θα κάλυπτε το υπολειπόμενο κόστος από την κατάρρευση ενός μεγάλου χρηματοοικονομικού ιδρύματος λόγω μηδενισμού των κεφαλαίων του η οποία θα οδηγούσε σε διαγραφή των απαιτήσεων των πιστωτών (αν και κάποιες προτάσεις αφήνουν περιθώριο για κάποια ελάχιστη ικανοποίηση των πιστωτών).
Μια τέτοια πρόταση υπέβαλε στους ηγέτες του G20 το ΔΝΤ στη σύνοδο της Ουάσιγκτον τον Απρίλιο. Πρόσφατα προτάθηκαν και άλλες παραλλαγές από την Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου και την Κομισιόν.
Κατά τη γνώμη μου, οι προτάσεις αυτές δεν είναι εύστοχες για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι προφανής: ένα ταμείο που συστήνεται με σκοπό τη διάσωση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων δημιουργεί άμεσα μια υπόσχεση διάσωσης. Αργά ή γρήγορα, κάποιο ίδρυμα θα επικαλεστεί αυτή την υπόσχεση. Εάν τα κεφάλαια είναι δημόσια, τα ιδιωτικά ιδρύματα δεν θα χάσουν την ευκαιρία να επωφεληθούν από τα χρήματα των φορολογούμενων. Εάν τα κεφάλαια είναι ιδιωτικά, οι καταχραστές θα αδράξουν την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τα χρήματα των τυπικών τραπεζών.
Ο μόνος τρόπος να αποφευχθούν αυτές οι παρενέργειες είναι να αποκλειστεί πειστικά το ενδεχόμενο στήριξης των μετόχων και των πιστωτών ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που βαδίζει προς την πτώχευση. Πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η κυβέρνηση δεν θα τρέξει να τους σώσει. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα έχουν οι μέτοχοι και οι πιστωτές αρκετά ισχυρό κίνητρο για να επιτηρούν τη διοίκηση και να βάζουν όρια στην ανάληψη κινδύνων από τις τράπεζες ή άλλους χρηματοοικονομικούς διαμεσολαβητές.
Από τη στιγμή που θα γίνει κατανοητό ότι οι μέτοχοι και οι πιστωτές δεν αξίζουν μια διάσωση, το ταμείο εξυγίανσης θα αποτελεί ουσιαστικά ένα καταθετικό κεφάλαιο εξασφάλισης. Οι τράπεζες λιανικής είναι οι μόνοι δανειστές του χρηματοοικονομικού συστήματος που αξίζουν ικανοποιητική, αν όχι πλήρη, προστασία έναντι των σφαλμάτων των τραπεζιτών. Σε τελική ανάλυση, η βασική πηγή της συστηματικής αστάθειας των χρηματοοικονομικών συστημάτων είναι η εκτεταμένη μόχλευση των καταθετικών τραπεζών –και ο αλόγιστος δανεισμός που συνεπάγεται αυτή.
Ο φόρος ασφάλισης των καταθέσεων είναι ένα κατάλληλο εργαλείο με το οποίο οι τράπεζες θα αναγκαστούν να πληρώσουν τόσο για τις ριψοκίνδυνες αποφάσεις τους όσο και για τους κινδύνους στους οποίους θέτουν το υπόλοιπο σύστημα. Το ρυθμιστικό πλαίσιο θα πρέπει, επίσης, να διασφαλίζει ότι οι τραπεζίτες δεν θα παραβιάζουν τους κανόνες λειτουργίας τους αναλαμβάνοντας υπερβολικούς κινδύνους με τα χρήματα των καταθετών τους –κάτι στο οποίο οι τραπεζίτες σημείωσαν τη μεγαλύτερη αποτυχία τα τελευταία χρόνια, ανοίγοντας το δρόμο για τη χρηματοοικονομική κρίση.
Με αυτό ερχόμαστε στο δεύτερο και λιγότερο διαδεδομένο επιχείρημα ενάντια στη σύσταση ταμείου εξυγίανσης: οι τραπεζικές (και ημι-τραπεζικές) ζημίες ήταν τεράστιες στη διάρκεια της πρόσφατης χρηματοοικονομικής κρίσης καθώς οι εποπτικές αρχές έκλεισαν τα μάτια τους στις παραβάσεις προκειμένου να διασφαλιστεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα των τραπεζών ή, ακόμη απλούστερα, επειδή είχαν «εγκλωβιστεί» μέσα σε αυτές. Εάν οι εποπτικές αρχές συμπεριφέρονταν όπως όφειλαν, οι τεράστιες ζημίες από στεγαστικά δάνεια λόγω κατάρρευσης των τραπεζών δεν θα ήταν τόσο διευρυμένες. Έτσι, για να περιορίσουν τις ζημιές από στεγαστικά δάνεια, οι εποπτικές αρχές είναι υποχρεωμένες να προβαίνουν έγκαιρα σε διορθωτικές κινήσεις όταν μειώνεται σημαντικά η κεφαλαιακή επάρκεια μιας τράπεζας –όπως λειτουργεί και η Ομοσπονδιακή Εταιρείας Ασφάλισης Καταθέσεων των ΗΠΑ (FDIC).
Εάν μια τράπεζα δεν μπορεί να κάνει αναδιάρθρωση κεφαλαίων, θα πρέπει να προχωρά σε εκκαθάριση και ρευστοποίηση. Σε αυτό το σημείο παίζουν σημαντικό ρόλο οι διαδικασίες εξυγίανσης. Το κλειδί, όμως είναι ότι δεν θα είναι δυνατή η αλόγιστη έκθεση σε ένα σύστημα όπου οι μέτοχοι και οι πιστωτές θα γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται να διασωθούν και οι εποπτικές αρχές δεν θα επιτρέπεται να κερδοσκοπούν από τη νεκρανάσταση των ιδρυμάτων που εποπτεύουν αλλά θα είναι υποχρεωμένες να τις καλούν σε απολογία αμέσως μόλις εντοπιστούν παρατυπίες.
Στην προσπάθεια της οικοδόμησης ενός ισχυρού και συνεκτικού κανονιστικού πλαισίου για τις χρηματοοικονομικές αγορές, η ιδέα της σύστασης ενός ταμείου εξυγίανσης στην καλύτερη περίπτωση θα λειτουργήσει παραπλανητικά και στη χειρότερη περίπτωση θα στρώσει το χαλί της περαιτέρω οικονομικής αστάθειας.
* Ο Στέφανο Μικόσι είναι Γενικός Διευθυντής της Assonime, μιας ένωσης επιχειρήσεων και ενός ιδιωτικού think tank στη Ρώμη, πρόεδρος δ.σ. στο CIR Group και μέλος του δ.σ. του Κέντρου Ευρωπαϊκών Πολιτικών Μελετών (CEPS) στις Βρυξέλλες.
Copyright: Project Syndicate, 2010.