Του Τζορτζ Σόρος*
¶λλοτε η Γερμανία βρισκόταν στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οι κυβερνητικοί της αξιωματούχοι διαβεβαίωναν ότι η Γερμανία δεν ακολουθούσε ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική αλλά ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική. Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, οι ηγέτες της χώρας συνειδητοποίησαν ότι η επανένωση της Γερμανίας θα ήταν εφικτή μόνο στο πλαίσιο μιας ενωμένης Ευρώπης και ήταν διατεθειμένοι να κάνουν θυσίες για να διασφαλίσουν την ευρωπαϊκή αποδοχή. Οι Γερμανοί θα μπορούσαν να δίνουν περισσότερα και να λαμβάνουν λιγότερα, διευκολύνοντας έτσι την εξασφάλιση συμφωνίας.
Αυτή η εποχή ανήκει στο παρελθόν. Το ευρώ βρίσκεται σε κρίση και η Γερμανία διαδραματίζει σε αυτή τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι Γερμανοί δεν αισθάνονται πλέον πλούσιοι, οπότε δεν θέλουν να συνεχίσουν να παίζουν το ρόλο του «μεγάλου πορτοφολιού» για την υπόλοιπη Ευρώπη. Μπορεί αυτή η μεταστροφή νοοτροπίας να είναι κατανοητή, αλλά έχει παγώσει τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Βάσει σχεδιασμού, το ευρώ ήταν εξ αρχής ένα ατελές νόμισμα. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ προέβλεπε τη σύσταση μιας νομισματικής ένωσης χωρίς πολιτική ενοποίηση –με κεντρική τράπεζα αλλά χωρίς κεντρικό υπουργείο Οικονομικών. Όσον αφορά στο δημόσιο χρέος, κάθε κράτος - μέλος της ευρωζώνης έπρεπε να κάνει το κουμάντο του.
Το γεγονός αυτό ήταν συγκαλυμμένο μέχρι που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε να δεχθεί το δημόσιο χρέος όλων των κρατών της ευρωζώνης επί ίσοις όροις στο πλαίσιο των διευκολύνσεων χρηματοδότησης. Στην πράξη, αυτό σήμαινε ότι όλοι θα μπορούσαν να δανειστούν με το ίδιο επιτόκιο που δανείζεται η Γερμανία. Οι τράπεζες ήταν ευχαριστημένες που κέρδιζαν λίγα λεπτά επιπλέον από τους υποτιθέμενους τίτλους μηδενικού κινδύνου και φόρτωναν τον ισολογισμό τους με κρατικά ομόλογα των πιο αδύναμων χωρών.
Ο πρώτος κακός οιωνός ήταν η κατάρρευση της Lehman Brothers το Σεπτέμβριο 2008. Σε έκτακτη σύνοδο τον Οκτώβριο στο Παρίσι, οι υπουργοί Oικονομικών της ΕΕ αποφάσισαν να παρέχουν ουσιαστικές εγγυήσεις ούτως ώστε να μην επιτρέψουν την πτώχευση άλλου συστημικά σημαντικού χρηματοοικονομικού ιδρύματος. Όμως η Γερμανίδα καγκελάριος, ¶νγκελα Μέρκελ, ήταν αντίθετη με την παροχή κοινών εγγυήσεων σε επίπεδο ΕΕ –κάθε χώρα έπρεπε να φροντίσει για τις τράπεζές της, υποστήριζε.
Σε πρώτη φάση, οι χρηματοοικονομικές αγορές ήταν τόσο εντυπωσιασμένες με τις εγγυήσεις που δεν πρόσεξαν καν τη διαφορά. Παρατηρήθηκε εκροή κεφαλαίων από τις χώρες που δεν είχαν τη δυνατότητα να παρέχουν ανάλογες εγγυήσεις, καθώς οι διαφορές επιτοκίου ανάμεσα στα κράτη της ευρωζώνης παρέμεναν ελάχιστες. Σε αυτό το σημείο ήταν που οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης –ιδίως η Ουγγαρία και τα κράτη της Βαλτικής– βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση και έπρεπε να διασωθούν.
Τότε ήταν που οι χρηματοοικονομικές αγορές άρχισαν να ανησυχούν για τη συσσώρευση κρατικών τίτλων, με αποτέλεσμα η ψαλίδα των επιτοκίων να αρχίζει να ανοίγει. Η Ελλάδα βρέθηκε στο επίκεντρο της προσοχής όταν η νέα της κυβέρνηση αποκάλυψε ότι οι προκάτοχοί της δήλωσαν ψευδή στοιχεία για το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009.
Οι ευρωπαϊκές αρχές άργησαν να αντιδράσουν, καθώς υπήρχε τεράστια διάσταση απόψεων ανάμεσα στα κράτη μέλη της ευρωζώνης. Η Γαλλία ήταν διατεθειμένη μαζί με άλλες χώρες να δείξουν αλληλεγγύη, αλλά η Γερμανία –η οποία είχε τραύματα από δύο εκτινάξεις τιμών μέσα στον 20ό αιώνα– αποστρεφόταν την ιδέα δημιουργίας πληθωριστικών πιέσεων. (Η αλήθεια είναι πως, όταν η Γερμανία συμφώνησε να υιοθετήσει το ευρώ, επέμενε να προβλεφθούν ισχυρές δικλείδες ασφαλείας για τη διατήρηση της αξίας του νέου νομίσματος και το συνταγματικό της δικαστήριο επιβεβαίωσε την απαγόρευση των διασώσεων από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.)
Επιπλέον, εν αναμονή γενικών εκλογών το Σεπτέμβριο 2009, οι Γερμανοί πολιτικοί χρονοτριβούσαν. Η κρίση στην Ελλάδα φούντωσε και εξαπλώθηκε και σε άλλες χώρες με υψηλά ελλείμματα. Όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποφάσισαν επιτέλους να δράσουν, θα έπρεπε να παράσχουν ένα πολύ μεγαλύτερο πακέτο διάσωσης από αυτό που θα χρειαζόταν εάν ενεργούσαν νωρίτερα. Επίσης, προκειμένου να καθησυχάσουν τις αγορές, οι αρχές ένιωσαν υποχρεωμένες να συστήσουν το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης –με κεφάλαιο ύψους 500 δισ. ευρώ από τα κράτη μέλη συν 250 δισ. ευρώ από το ΔΝΤ.
Η ανησυχία στις αγορές, όμως, δεν καταλάγιασε, καθώς η Γερμανία υπαγόρευσε τους όρους του Ταμείου, οι οποίοι είχαν τελικώς τη μορφή κυρώσεων. Οι επενδυτές, από την άλλη, σωστά θεώρησαν ότι η μείωση των ελλειμμάτων σε συνθήκες υψηλής ανεργίας θα επιφέρει αύξηση της ανεργίας, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολη τη δημοσιονομική προσαρμογή. Ακόμη και εάν επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα ανακτήσουν οι χώρες αυτές την ανταγωνιστικότητά τους δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη. Χωρίς συναλλαγματική υποτίμηση, η διαδικασία προσαρμογής θα συμπιέσει τους μισθούς και τις τιμές, αυξάνοντας τις πιθανότητες αποπληθωρισμού.
Οι πολιτικές που έχουν επιβληθεί σήμερα στην ευρωζώνη έρχονται σε άμεση αντίθεση με τα διδάγματα της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930 και απειλούν να παρασύρουν την Ευρώπη σε μια περίοδο παρατεταμένης αποτελμάτωσης –στην καλύτερη περίπτωση. Σε αυτή την περίπτωση, θα παρατηρηθεί δυσαρέσκεια και κοινωνική αποσταθεροποίηση. Στο χειρότερο σενάριο, η ΕΕ θα παραλύσει ή θα διαλυθεί εξαιτίας της έξαρσης της ξενοφοβίας και του εθνικιστικού εξτρεμισμού.
Εάν συνέβαινε αυτό, μεγάλο μέρος της ευθύνης θα αναλογούσε στη Γερμανία. Δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς τη Γερμανία επειδή επιδιώκει ένα ισχυρό νόμισμα και έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, αλλά ως η ισχυρότερη και πλέον αξιόπιστη χώρα, επιβάλλει άθελά της στην υπόλοιπη ευρωζώνη αποπληθωριστικές πολιτικές. Δύσκολα ο γερμανικός λαός θα παραδεχτεί πόσο επιβλαβείς είναι οι πολιτικές της Γερμανίας για την υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το ευρώ, ο αποπληθωρισμός θα κάνει τη Γερμανία πιο ανταγωνιστική στις διεθνείς αγορές, σπρώχνοντας τις πιο αδύναμες χώρες ακόμη πιο βαθιά μέσα στην ύφεση και ταυτόχρονα αυξάνοντας το βάρος του χρέους τους.
Οι Γερμανοί θα έπρεπε να κάνουν το εξής νοητό πείραμα: αποχώρηση από το ευρώ. Το αναγεννημένο μάρκο θα εκτινασσόταν, ενώ το ευρώ θα βούλιαζε. Η υπόλοιπη Ευρώπη θα γινόταν ανταγωνιστική και θα μπορούσε να χαράξει πορεία εξόδου από τα προβλήματα –ενώ η Γερμανία θα ανακάλυπτε πόσο επώδυνο μπορεί να αποδειχθεί ένα υπερτιμημένο νόμισμα. Το εμπορικό της ισοζύγιο θα γινόταν αρνητικό και θα παρατηρούνταν εκτεταμένη ανεργία. Οι γερμανικές τράπεζες θα υφίσταντο σημαντικές απώλειες και θα χρειάζονταν γενναίες ενέσεις δημόσιου χρήματος –η κυβέρνηση, βέβαια, θα θεωρούσε πιο σωστό πολιτικά να διασώσει τις γερμανικές τράπεζες παρά την Ελλάδα ή την Ισπανία. Θα υπήρχαν, όμως, και μερικά ακόμη οφέλη: οι Γερμανοί συνταξιούχοι θα μετακόμιζαν στην Ισπανία και θα ζούσαν σαν βασιλιάδες, βοηθώντας ταυτόχρονα την ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων της Ισπανίας.
Φυσικά, το επιχείρημα αυτό είναι άκρως υποθετικό, καθώς σε περίπτωση που εγκατέλειπε η Γερμανία το ευρώ, οι πολιτικές συνέπειες θα ήταν αδιανόητες. Το νοητό πείραμα, όμως, ίσως βοηθήσει στην αποτροπή της εκπλήρωσης του αδιανόητου.
*Ο Τζορτζ Σόρος είναι πρόεδρος της Soros Fund Management και του Open Society Institute.
Copyright: Project Syndicate, 2010