Του Ρότζερ Φάρμερ*
Πώς θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται οι χρεοκοπίες των συστημικά σημαντικών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων μιας χώρας; Κανείς δεν θέλει να διασώσει τις τράπεζες που παίρνουν κακές αποφάσεις. Για να αποτραπεί, όμως, η κατάρρευση ενός χρηματοοικονομικού συστήματος, πρέπει να αποτραπεί η ταυτόχρονη κατάρρευση όλων των τραπεζών. Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να διασώσουμε τις καλές τράπεζες και να αφήσουμε τις κακές τράπεζες να χρεοκοπήσουν. Πώς, όμως, θα διαχωρίσουμε τις καλές από τις κακές τράπεζες;
Όταν τις αγορές κατακλύζει ο πανικός –όπως έγινε το 1929 και το 2008– η στήριξη του χρηματοοικονομικού συστήματος είναι ζωτικής σημασίας. Σε διαφορετική περίπτωση, η κατάληξη θα είναι αντίστοιχη τη μεγάλη ύφεση του 1930. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να διασώζονται οι μεμονωμένες τράπεζες.
Η πρόσφατη οικονομική ιστορία βρίθει παραδειγμάτων οικονομικών χρήσεων: ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1980, Σουηδία, Φινλανδία και Νορβηγία το 1992, Ιαπωνία το 1998, και πολλές από τις οικονομίες του κόσμου το 2008. Ο τρόπος αντιμετώπισης καθεμιάς από αυτές της κρίσεις προσφέρει πολύτιμα διδάγματα.
Το 1992, η κεντρική τράπεζα της Σουηδίας, Riksbank, άφησε τις τοποθετήσεις των μετόχων των ιδιωτικών τραπεζών να βουλάξουν αλλά διέσωσε τους καταθέτες και τους πιστωτές εξαγοράζοντας στοιχεία ενεργητικού υψηλού κινδύνου από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που κατέρρεαν. Η Σουηδία ξεπέρασε την κρίση.
Η Ιαπωνία προχώρησε σε αναδιάρθρωση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών της το 1998 αλλά δεν άφησε να χαθούν οι τοποθετήσεις των μετόχων. Δεδομένου, όμως, ότι οι τράπεζες χαμηλής πιστοληπτικής αξιοπιστίας διατηρήθηκαν στη ζωή με τη βοήθεια κρατικών πακέτων διάσωσης και εγγυήσεων, η Ιαπωνία παρείχε λάθος κίνητρα στα χρηματοπιστωτικά της ιδρύματα. Το αποτέλεσμα ήταν η Ιαπωνία να μην ανακάμψει ποτέ πλήρως από την ύφεση.
Το δίδαγμα, λοιπόν, είναι ότι ορισμένες φορές επιβάλλεται να χάνουν οι μέτοχοι τα χρήματά τους προκειμένου να διαφυλαχθεί η ευρωστία του χρηματοοικονομικού συστήματος.
Ένας σημαντικός ρόλος των κεντρικών τραπεζών είναι να παρέχουν ρευστότητα στις τράπεζες που κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν υπό συνθήκες πανικού –τότε που όλες οι πηγές κεφαλαίου στερεύουν. Η κεντρική τράπεζα αποτελεί «ύστατη λύση δανεισμού». Εάν, όμως, οι τραπεζίτες γνωρίζουν ότι σε μια δύσκολη ώρα θα διασωθούν, έχουν κίνητρο να χορηγούν δάνεια αυξημένου κινδύνου. Με τα δάνεια αυτά, οι τράπεζες εξασφαλίζουν υψηλές αποδόσεις όταν η οικονομία είναι ισχυρή, αλλά όταν η οικονομία εξασθενίσει, γλιτώνουν τις ζημίες χάρη στα κρατικά πακέτα διάσωσης.
Το 2007, η Lehman Brothers, η AIG και η πλειονότητα των υπόλοιπων παικτών στις χρηματοοικονομικές αγορές απολάμβαναν τεράστιες αποδόσεις από τη διακίνηση παράγωγων προϊόντων που εξασφαλίζονταν από ενυπόθηκα δάνεια πολύ υψηλού κινδύνου. Όταν έπεσαν οι τιμές στην αγορά κατοικίας στις ΗΠΑ, κάποιοι από αυτούς τους παίκτες έπρεπε να χρεοκοπήσουν. Όταν, όμως, η Federal Reserve άφησε τη Lehman Brothers να χρεοκοπήσει το Σεπτέμβριο 2008, επικράτησε πανικός στην αγορά, αναγκάζοντας τη Fed να παρέμβει προκειμένου να αποτρέψει τη χρεοκοπία άλλου σημαντικού παίκτη της αγοράς. Θα μπορούσαν να είχαν γίνει διαφορετικά τα πράγματα;
Όπως προτείνει ο Σάιμον Τζόνσον στο βιβλίο του «13 Bankers», οι τράπεζες-κολοσσοί θα πρέπει να διασπαστούν σε μικρότερες ούτως ώστε να είναι πιο εύκολη η χρεοκοπία τους. Το να υπάρχουν, όμως, πολλές μικρές τράπεζες δεν είναι αρκετό. Πρέπει να βρεθεί, επίσης, τρόπος να στηριχθεί το σύστημα συνολικά.
Προτείνω μια καινούργια πολιτική που μπορεί να υποστηρίξει το όλον αλλά όχι τα επιμέρους. Οι κεντρικές τράπεζες θα μπορούσαν να βάλουν ένα ελάχιστο όριο στην αξία του τραπεζικού συστήματος μιας χώρας δεσμευόμενες να αγοράσουν μερίδια από ένα αμοιβαίο κεφάλαιο δείκτη (index fund) τραπεζικών μετοχών σε μια προκαθορισμένη τιμή. Αυτή η δέσμευση της τιμής θα ενεργοποιείται υπό συνθήκες πανικού στην οικονομία. Με το να εγγυάται την αγορά μεριδίων ενός αμοιβαίου κεφαλαίου, η κεντρική τράπεζα δίνει στους επενδυτές κίνητρο να διοχετεύσουν τα χρήματά τους στα ισχυρότερα μέρη του τραπεζικού συστήματος, αφήνοντας τους πιο αδύναμους κρίκους να πτωχεύσουν.
Το αμοιβαίο κεφάλαιο δείκτη θα είναι αντίστοιχο αυτών που έχουν στην κατοχή τους οι εργαζόμενοι στο πλαίσιο των ιδιωτικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων. Οι μεμονωμένες τράπεζες θα γίνονται περισσότερο ή λιγότερο συστημικά σημαντικές βάσει της αξίας τους σε σχέση με τον δείκτη αγοράς όλων των μετοχών που περιλαμβάνονται στο αμοιβαίο κεφάλαιο. Με το διατίθεται να αγοράσει μερίδια σε ένα αμοιβαίο κεφάλαιο σε μια ελάχιστη προκαθορισμένη τιμή, η κεντρική τράπεζα ανοίγει το δρόμο για τη διοχέτευση κεφαλαίων στο χρηματοοικονομικό σύστημα σε καιρούς κρίσης. Παρότι αυτό το σχέδιο είναι πιθανό να οδηγήσει σε αύξηση της αξίας του χρηματοοικονομικού συστήματος στο σύνολο, θα αφήσει τις δυνάμεις της αγοράς να καθορίσουν τις σχετικές τιμές μετοχών των μεμονωμένων τραπεζών.
Εάν είχε εφαρμοστεί αυτή η πρόταση στις ΗΠΑ το 2008, όταν κατέρρευσαν οι τιμές των κατοικιών, οι τράπεζες που διατηρούσαν μεγάλα χαρτοφυλάκια τοξικών στοιχείων ενεργητικού με υποαποδόσεις, θα παρέσυραν προς τα κάτω την αξία του αμοιβαίοι κεφαλαίου δείκτη. Οι ίδιες τράπεζες, όμως, θα γίνονταν λιγότερο συστημικά σημαντικές στο συνολικό δείκτη. Η δέσμευση της Fed να αγοράσει μερίδια του αμοιβαίου κεφαλαίου σε μια προκαθορισμένη τιμή θα είχε ωθήσει τους επενδυτές να τοποθετήσουν νέα κεφάλαια σε ισχυρότερες τράπεζες με σκοπό να επωφεληθούν της στήριξης τιμής που προσφέρει η κεντρική τράπεζα.
Αυτό το σχέδιο αναδιάρθρωσης της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών έχει τρία πλεονεκτήματα έναντι των προτάσεων που έχουν καταθέσει οικονομολόγοι και πολιτικοί.
Πρώτον, δεν είναι απαραίτητο οι κρατικές εποπτικές αρχές να καθορίσουν την αξία των μεμονωμένων στοιχείων ενεργητικού, καθώς στις ιδιωτικές αγορές αποτιμώνται τα τοξικά στοιχεία ενεργητικού.
Δεύτερον, ακυρώνει το κίνητρο των τραπεζών να λαμβάνουν κακές αποφάσεις. Με το να αφήνει τις κακές τράπεζες να καταρρέουν, ουσιαστικά δίνει λύση στο πρόβλημα του ηθικού κινδύνου.
Τέλος, το γεγονός ότι η κεντρική τράπεζα προσφέρεται να αγοράσει μερίδια ενός αμοιβαίου κεφαλαίου τραπεζικών μετοχών, δίνει στους ιδιώτες επενδυτές κίνητρο και ενισχύει στην εμπιστοσύνη τους στην αναδιάρθρωση κεφαλαιακής βάσης του τραπεζικού συστήματος. Το εν λόγω σχέδιο δίνει τη δυνατότητα διάσωσης των καλών τραπεζών και χρεοκοπίας των κακών τραπεζών –χωρίς οι φορολογούμενοι να επιβαρυνθούν στο ελάχιστο.
*Ο Ρότζερ Φάρμερ είναι διακεκριμένος καθηγητής Οικονομικών στο UCLA και συγγραφέας των βιβλίων για την τρέχουσα διεθνή οικονομική κρίση με τίτλους «How the Economy Works: Confidence, Crashes» και «Self-Fulfilling Prophecies»
Copyright: Project Syndicate, 2010