Του Πολ Σίμπραϊτ*
Εάν η ιστορία τιμωρεί όσους δεν μαθαίνουν τα διδάγματα της, η οικονομική ιστορία τιμωρεί διπλά και σαδιστικά –τιμωρεί επίσης και όσους μαθαίνουν το μάθημά τους με υπερβάλλοντα ζήλο. Κατ΄ επανάληψη, οι οικονομικές κρίσεις υποδεικνύουν τις αδυναμίες των κανονιστικών πλαισίων που έχουν συσταθεί με βάση τα διδάγματα από τις προηγούμενες κρίσεις. Η τρέχουσα κρίση δεν αποτελεί εξαίρεση, ενώ εξαίρεση δεν θα αποτελέσει ούτε η επόμενη.
Μεταπολεμικά, το σύστημα ρύθμισης της οικονομίας βασίστηκε σε τρία υποτιθέμενα διδάγματα της δεκαετίας του 1930.
Πρώτον, θεωρούσαμε ότι η βασική αιτία κατάρρευσης των τραπεζών είναι ο πανικός των καταθετών και όχι ότι ο βασικός λόγος του πανικού των καταθετών είναι ο κίνδυνος κατάρρευσης των τραπεζών.
Η άποψη ότι οι τράπεζες χρεοκοπούν όταν πανικοβάλλονται οι καταθέτες έχει μια μικρή δόση αλήθειας, όπως μικρή δόση αλήθειας έχει και η άποψη ότι το να το βάζεις στα πόδια είναι που κάνει το λιοντάρι να κυνηγήσει. Αυτές οι διαπιστώσεις, όμως, έχουν μια μικρή μόνο δόση αλήθειας, καθώς δεν μπορούμε να βασιστούμε στον μέσο καταθέτη χωρίς εξασφαλίσεις, ούτε στον μέσο τουρίστα σε πάρκο αναψυχής. Στην πραγματικότητα, ο πανικός συνήθως έχει βάσιμες ρίζες. Ακόμη και στη δεκαετία του 1930, οι περισσότερες τράπεζες χρεοκόπησαν εξαιτίας της κακοδιαχείρισης και των παράνομων δραστηριοτήτων, όπως και σήμερα.
Δεύτερον, θεωρούσαμε ότι οι καταθέτες που είναι επιρρεπείς στον πανικό είναι οι μικροί καταθέτες –νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις– και όχι οι μεγάλες εταιρείες ή οι επαγγελματίες επενδυτές. Τώρα γνωρίζουμε ότι αυτό δεν ισχύει –αν και ποτέ δεν είχαμε βάσιμο λόγο για να το πιστεύουμε.
Εάν οι μεγάλες εταιρείες (και οι υπόλοιπες τράπεζες) έχουν καταθέσεις που πιστεύουν ότι μπορούν να ρευστοποιήσουν άμεσα και εάν γνωρίζουν ότι δεν είναι δυνατό να ρευστοποιηθούν ταυτόχρονα όλες οι καταθέσεις, η υποψία της χρεοκοπίας μιας τράπεζας είναι αρκετή για να αντιδράσουν όπως ακριβώς και τα νοικοκυριά. Η χρεοκοπία μιας τράπεζας είναι απόρροια ουσιαστικών προβλημάτων και οι επαγγελματίες επενδυτές που έχουν σηκωμένες τις κεραίες τους περιμένει κανείς να αντιδράσουν με τα πρώτα σημάδια πανικού.
Ο δανεισμός μεταξύ των τραπεζών, καθώς και οι καταθέσεις μεγάλων εταιρειών, αυξήθηκαν θεαματικά τα χρόνια πριν από την κρίση. Αυτό ισχύει κυρίως στην αγορά των repos, τα οποία έχουν για τους επαγγελματίες επενδυτές –τράπεζες και μεγάλες εταιρείες– το ρόλο που έχουν οι απλές καταθέσεις για τους ιδιώτες και τις μικρές επιχειρήσεις.
Πριν από τη δρομολόγηση μεταρρυθμίσεων στον χρηματοοικονομικό τομέα με την αφορμή της κρίσης, αυτό το «σκιώδες» τραπεζικό σύστημα λειτουργούσε έξω από το κανονιστικό πλαίσιο που ίσχυε για τις παραδοσιακές καταθετικές τράπεζες. Πράγματι, ο σκιώδης τραπεζικός τομέας δεν θα αναπτυσσόταν τόσο γρήγορα εάν το κανονιστικό πλαίσιο δεν είχε αφομοιώσει τα προφανή διδάγματα της δεκαετίας του 1930. Η κατάρρευση του σκιώδους συστήματος μετά την χρεοκοπία της Lehman Brothers κατέληξε σε μαζική ανάληψη καταθέσεων ακριβώς επειδή εμπλέκονταν επαγγελματίες επενδυτές. Σε αυτή την περίπτωση, σε αντίθεση με τη δεκαετία του 1930, οι τράπεζες είχαν σταματήσει να εμπιστεύονται η μία την άλλη πριν ακόμη συνειδητοποιήσουμε όλοι οι υπόλοιποι ότι ήρθε η στιγμή να πάψουμε να εμπιστευόμαστε τις τράπεζες.
Το τρίτο εσφαλμένο δίδαγμα είναι ότι μόνο με τη διατήρηση της εμπιστοσύνης στο χρηματοοικονομικό σύστημα (και με επέκταση του ευρύτερου οικονομικού συστήματος) μπορούμε να εμπιστευόμαστε το σύστημα και να πιστεύουμε ότι θα επιβιώσει και θα ευημερήσει. Αυτή η πεποίθηση είχε ως αποτέλεσμα να χτυπά συναγερμός κάθε φορά που παρουσιαζόταν κάποια απειλή για την εμπιστοσύνη στην αγορά (όπως η κατάρρευση της φούσκας στην αγορά διαδικτυακών εταιρειών στα τέλη της δεκαετίας του 1990). Η φούσκα «dot-com» δεν συνιστούσε απειλή για το τραπεζικό σύστημα, αλλά απειλούσε τη συνολική ζήτηση. Ελάχιστοι ήταν, όμως, εκείνοι που τόλμησαν να θέσουν σκληρά ερωτήματα όταν η εμπιστοσύνη αποκαταστάθηκε και δημιουργήθηκε νέα φούσκα –στον τομέα της στέγασης αυτή τη φορά– επάνω στις στάχτες των τεχνολογικών μετοχών.
Η άποψη ότι κάτι που επηρεάζει θετικά την εμπιστοσύνη μπορεί να εμπεριέχει κινδύνους για το τραπεζικό σύστημα ακουγόταν πολύ παράξενη για να γίνει αποδεκτή. Το ότι τα μέτρα που ενισχύουν την εμπιστοσύνη απέτρεψαν την κρίση το 2000 ήταν ένα μάθημα που δεν θα έπρεπε να μάθει το χρηματοοικονομικό σύστημα.
Γιατί ενδώσαμε όλοι στην ιδέα ότι θα πλουτίσουμε συλλογικά πουλώντας ο ένας στον άλλο υπερτιμημένους τίτλους και σπίτια; Αυτό που ήμασταν ήταν «συλλογικά παράλογοι», αλλά αυτό δεν αποτελεί εξήγηση. Πρέπει να καταλάβουμε γιατί ορισμένες μορφές συλλογικής παραφροσύνης κερδίζουν περισσότερο έδαφος από τις άλλες.
Η έρευνα στην νευροεπιστήμη μας δίνει ένα ενδιαφέρον στοιχείο που εξηγεί γιατί δεν μπορούμε να γαργαλήσουμε τον εαυτό μας. Το γαργαλητό είναι αποτέλεσμα απρόσμενων ερεθισμάτων σε συγκεκριμένα σημεία του δέρματος. Όταν κάποιος προσπαθεί να γαργαλήσει τον εαυτό του, ο εγκέφαλος προβλέπει τα ερεθίσματα που θα προκαλέσει το άγγιγμα των δακτύλων του ατόμου –μια διαδικασία που συντελείται στην παρεγκεφαλίδα– με αποτέλεσμα τα ερεθίσματα να μην προκαλούν γαργαλητό.
Ωστόσο, μπορεί κάποιος να γαργαλήσει τον εαυτό του χρησιμοποιώντας κάποιο μέσο –ένα μηχάνημα, για παράδειγμα, το οποίο μετατρέπει το άγγιγμα των δακτύλων του σε ερεθίσματα στο δέρμα μέσω μιας μεθόδου που θα είναι αρκετά έμμεση ούτως ώστε να μην μπορεί η παρεγκεφαλίδα να την προβλέψει. Παρότι το τμήμα του εγκεφάλου που αντιστοιχεί στο συνειδητό γνωρίζει ότι το γαργαλιστικό ερέθισμα προέρχεται από το ίδιο το άτομο και δεν είναι «ουσιαστικά» απρόσμενο, η παρεγκεφαλίδα δεν το αντιλαμβάνεται και η προσπάθεια για γαργαλητό έχει αποτέλεσμα.
Το να προσπαθεί κάποιος να γαργαλήσει τον εαυτό του είναι τόσο μάταιο όσο να προσπαθεί να πλουτίσει κόβοντας επιταγές στον εαυτό του –ή πουλώντας στον εαυτό του το σπίτι του στη διπλάσια τιμή από την αγοραία. Το ίδιο ισχύει και όταν δύο φίλοι ανταλλάζουν επιταγές ή πουλούν ο ένας στον άλλο σπίτια.
Για κάποια χρόνια καταφέραμε να παρακάμψουμε το τμήμα του εγκεφάλου μας που μας λέει ότι δεν μπορούμε να πλουτίσουμε εις βάρος του εαυτού μας. Οι συνηθισμένοι άνθρωποι, πάντως, γνώριζαν ανέκαθεν ότι όταν πουλούσαν ένα σπίτι εξασφαλίζοντας πραγματικό κέρδος, πλούτιζαν εις βάρος κάποιου άλλου. Μόνο οι οικονομολόγοι, οι οποίοι μελετούσαν τα διδάγματα προηγούμενων κρίσεων, πίστευαν ότι ήταν δυνατόν να μην βγει κανείς χαμένος.
Οι σημερινοί αρμόδιοι χάραξης πολιτικής, στηριζόμενοι στη δεκαετία του 1930, φαίνεται να πιστεύουν ότι η εδραίωση της εμπιστοσύνης είναι διαφορετικό πράγμα από τη δημιουργία βάσιμων λόγων για να δείχνει κάποιος εμπιστοσύνη στην οικονομία. Τα πρόσφατα «τεστ αντοχής» των ευρωπαϊκών τραπεζών στόχευαν αναμφίβολα στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης παρά στην ουσιαστική διερεύνηση πιθανών συστημικών αδυναμιών –καθώς δεν περιλάμβαναν, για παράδειγμα, το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της Ελλάδας.
Κάτι τέτοιο, όμως, θα ήταν σαν να δοκιμάζεις τους πυροσβεστήρες του σπιτιού σου στους διαρρήκτες. Τα θετικά αποτελέσματα θα πείσουν μόνο όσους έμαθαν καλά τα μαθήματα της δεκαετίας του 1930 –και έκτοτε αδυνατούν να τα ξεχάσουν.
*Ο Πολ Σίμπραϊτ διδάσκει οικονομικά στο Toulouse School of Economics. Είναι συγγραφέας του βιβλίου «The Company of Strangers: A Natural History of Economic Life».
Copyright: Project Syndicate, 2010